Εντάξει, αυτή η χρήση που άκουσες από τη γιαγιά σου είναι που έχει το ενδιαφέρον και θέση στο σάιτ. Δηλαδή, ο βασικός ορισμός θα μπορούσε/έπρεπε να είναι ακριβώς αυτός που στέκεται σαν τον χάρο, συνώνυμο του μπάστακα π.χ.. Τα υπόλοιπα εγώ θα τα θεωρούσα συμπληρωματικά, επεξηγηματικά και όχι κατ'ανάγκην και απαραίτητα μια και η καθιερωμένη σημασία της λέξης είναι πολύ γνωστή. :)
Πάρα πολύ καλό!
Η προσωπική μου άποψη - την είχα γράψει παλιότερα στο φόρουμ - είναι ότι λέξεις που έχουν καταγραφεί στα μεγάλα σύγχρονα λεξικά (Ιδρ. Τριανταφυλλίδη και Μπαμπινιώτης) δεν υπάρχει λόγος να καταχωρίζονται και στο slang.gr, ειδικά με τις γνωστές σημασίες. Βρίσκω ότι έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον και πλάκα να ψάχνουμε να ανεβάσουμε λέξεις που οι επίσημοι λεξικογράφοι δεν έπιασαν. Βεβαίως γνωρίζω ότι την άποψη αυτή την ασπάζεται μόνον μια θλιβερή μειοψηφία. Αλλά, παρόλαυτα, επιμένω - ειδικά αν είναι να αναπαράγουμε όπως εδώ σχεδόν ατόφιο και τον ορισμό, τα σχόλια και την ετυμολογία του Τριανταφυλλίδη.
Και αυτό είναι slang, γιατί;
σπεεκ ... και το www.etymonline.com χρησιμότατο ...
Και το κιρκινέζι
Έτσι είναι όπως το λέει ο/η zentai. Δείχνει ότι το πράμα έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο κι ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει και κάνει και ζημιά.
Νομίζω ότι ο ποιητής μετά από το «φτυσ' τα μπούτια σου ...» εννοεί καπάκι «... για να μη συγκαούν». Το σάλιο - το ξέρουμε κι απ' αλλού αυτό - είναι άριστο λιπαντικό. Το ερώτημα είναι γιατί τα συγκεκριμένα μπούτια διατρέχουν κίνδυνο να συγκαούν. Ε, προφανώς διότι τρίβονται μεταξύ τους. Και γιατί τρίβονται; Τρίβονται, εικάζω, επειδή είναι μονίμως κλειστά - δεν υπάρχει λόγος να ανοίξουν διότι τον συγκεκριμένο/η κανείς δεν γουστάρει να τον/την γαμήσει, τέτοιο είναι το χάλι του/της. 'Ετσι, το «φτυσ' τα μπούτια σου» εννοείται ως συνώνυμο του εξίσου απαξιωτικού «και ποιός σε γαμεί εσένα ...»
Τömbeki στα Τούρκικα είναι ο καπνός που μπαίνει στο ναργιλέ. Και, ως γνωστόν, οι σοβαροί καπνίζουν ναργιλέ χωρίς να μιλάνε.
Και είμαστε σίγουροι ότι δεν έχει σχέση με την αγγλική λέξη masturbate=αυνανίζομαι;
Η έκφραση καθιερώθηκε στη δεκαετία του '70 από το τραγούδι του Lou Reed «I'm waiting for the man».
Παιδιά, αυτά γινόταν και παλαιότερα. Θυμάμαι μια περίπτωση στη Γερμανία στη δεκαετία του '80 - κάτι φίλοι μου είχαν πει, εγώ δεν ξέρω - όπου το έπαιζαν αυτό το παιχνιδάκι και να δείτε που από τα κορίτσια συνήθως κέρδιζε μία, η ίδια σχεδόν πάντα ... μικρό όνομα τώρα δεν θυμάμαι τι μου είχαν πει ... Γκίζελα, Μπεάτε ... κάτι τέτοιο ... αλλά στο επίθετο λεγότανε σίγουρα Τσβαιχούντερτμαρκ ...
Ωραίος. Φτιάξε μας και το αζμπέτε γιατί δεν βλέπω να υπάρχει.
σσσσωραίος ... επειδή τώρα τελευταία έχω πάθει ένα πράμα με την προέλευση των εκφράσεων και για την απίθανη περίπτωση που κάποιος στο σάιτ δεν ξέρει πώς προκύπτει αυτή ... μου επιτρέπεις να συμπληρώσω ότι lulz=παρεφθαρμένος (διεφθαρμένος;) πληθυντικός του lol και teh=λάθος (εσκεμμένα λάθος;) πληκτρολόγηση του the. Πάντως, λέγεται και for the lulz ... θενξ.
Πέντε αστέρων και πάλι ... και επειδή σε έχω δει ενημερωμένο, είμαι βέβαιος ότι ετοιμάζεις ήδη τα Αγγλο-κυπραίικα. :)
Δεν θέλω να επιμείνω αλλά kerhaneci στα τούρκικα είναι το αφεντικό στο μπουρδέλο, όχι ο οποιοσδήποτε θαμώνας, ο εν γένει μπουρδελόβιος.
Loss at the straight, you have sent us δικέ μου ... δεν είμαι σίγουρος αν έπρεπε να ανεβούνε αλλά ξέρω ότι ήταν και αναπόφευκτο ότι θα ανεβαίνανε κάποτε, αν βλέπεις το σημείο μου ... Οπότε, πάρε τα ποντάκια διότι τα ανέβασες μερακλαντάν
Το Λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη ορίζει το βάρδουλο ως την δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα. Αν σκιστεί ή φύγει το βάρδουλο το παπούτσι θέλει τσαγκάρη - ή πέταμα.
Νομίζω ότι η έκφραση προέρχεται από την ταινία του 1952 «Δυο κωθώνια στο ναυτικό» με τον Φωτόπουλο.
Κύριε, κύριε, μήπως έπιασε παντελονόψαρα;
Κολλάει και αυτό - ειδικά τα σχόλια.
Κι εγώ όπως ο vikar το ξέρω. Σχετική είναι και η έκφραση Αρβανίτικο κεφάλι
Η κατ'ευφημισμόν χρήση της λέξης είναι πολύ προγενέστερη της Μενεγάκη. Είναι δε μάλλον παλαιότερη και του κλασικού κλιπ του Χ. Κλυνν «Έξι λούτσοι»
Έχω δει και μια άλλη ετυμολογία < κουτσο + πολεύω, όπου πολεύω=τριγυρίζω, περιπλανώμαι, πάω από πόλη σε πόλη. Ξέρει κανείς τίποτε παραπάνω;
Πάντως, γιατί το λήμμα αυτό είναι στο slang.gr μου διαφεύγει.
Εγώ πάλι πήγα στο κρικόνης και πάλι δεν κατάλαβα τπτ ... από πού βγαίνει; Έπώνυμο είναι; Και αν ναι, γιατί δλδ. Κρικόνης και όχι Παπαδόπουλος ή Γκιουλμεϊντάνογλου ή Χατζηπαπάρας;
ΣΧετικά αλλά και διαφορετικά είναι και όλα αυτά: χτυπάω μπιέλα, χτυπάω στρόφαλο, Π.Ε.Ε./ B.L.R.
Δηλαδή, δικός μας άνθρωπος ο θείος.
Το 27, είναι μαγικός αριθμός στον πλανήτη σας; :)
Και αυτό που κάνει ο καλπουζάνης είναι, βεβαίως, η καλπουζανιά. ΟΚ, ποιός θα τ'ανεβάσει αυτά;
kreps, όταν η γιαγιά σου αναφερόταν στον Γαλατσάνο του παραδείγματος εννοούσε κάποιον από τη Γαλάτιστα ή κάποιον με το επώνυμο Γαλατσάνος; Διότι, αν είναι το δεύτερο να ψαχτούμε για συγγενολόγια ...