Για το κούρεμα της κακιάς ώρας ή και το πολύ κοντό γενικά(με τη ψιλή, γουλί/γλόμπος) λέγεται ως κοροϊδία το κουρεμπετσιγίδι.
Σε ψευδοκαθαρεύουσα το λήμμα γίνεται (περίπου): Θα γελάσει και το ποικιλόχρωμο ερίφιο.
Αυτή η παραλλαγή (που λέω και γω, είναι πιο στρωτή, νομίζω):
Είπαν του τρελού να χέσει και αυτός έκατσε και ξεκωλιάστει(-ηκε).
Το κύριο στοιχείο που τονίζεται είναι η υπερβολή, αν υπάρχει εκμετάλλευση ταυτόχρονα προφανώς παίρνει και το νόημα του «Ως εδώ, φτάνει!».
Όλες οι ηχητικά παρόμοιες λέξεις που έψαξα: (ε)σάρπα, ισπ. zarpa, ζέρμπερα οδηγούν στη Ρώμη! (=κομμάτι ύφασμα με καταγωγή το λατινικό scripus= σχοίνος)
Προσωπικά μου τι δίνουν αφάνταστα οι ατάκες διαφημιστικές και μη , που εκπέμπουν (είτε με τη μορφή είτε με το περιεχόμενο τους και πάντα στερούμενα υποβάθρου) μεγάλη δόση ηλιθιότητας. Μπόρα είναι θα περάσει (ας το ελπίσουμε :)
Η τύχη και οι δεισιδαιμονίες (αρχέγονες, νεόκοπες και φουτουριστικές) ποτέ δεν έπαψαν και δεν θα πάψουν να αποτελούν σημαντικό παράγοντα στη κοσμο-θεώρηση του κάθε ανθρώπου ατομικά, στη κοινωνία ως σύνολο και στο πολιτισμό γενικά (μέσα και η επιστήμη!), γιατί απλά ο άνθρωπος δεν είναι τέλειος, ούτε και τα έργα του.-
Ή χουχουλίζω, δεν νομίζω ότι πρέπει να προσδώσουμε εσανς θηλυπρέπειας στο ρήμα μιας και ο ορισμός εδώ είναι πιο κοντά στο χουζουρεύω.
@patsis το τελευταίο σχόλιο μου ήταν μόνο για αυτά που έγραψαν xalikoutis και vikar σχετικά με το λήμμα(... και γω δεν απέφυγα την επανάληψη των λεγομένων μου). Τελικά λόγω φύσης του σάιτ οι παρεξηγήσεις είναι αναπόφευκτες! [Το πολύ σλάνγκινγκ γεννά παρεξηγήσεις].
Το κούτουλος ( δεν το έχω ακούσει, βρήκα μια αναφορά με τη σημασία της κουταλιάς) που αναφέρει ο xalikoutis είναι πολύ κοντά στο νόημα του κούσουλου όπως και το κουτουλισμένος, το τουμπάω είναι συνώνυμο του κουτουλάω (μόνο στην ενεργητική διάθεση δείτε το βιντεάκι). Προς αποφυγή παρεξήγησης στο 4ο σχόλιο εννοούσα μόνο ότι το κρητικό κουζουλός μπορεί να έχει δώσει το κούσουλος.
Το τουμπάω (ίσως σχετίζεται με την τούμπα, κοινό σημείο η κίνηση του κεφαλιού) σημασιολογικά είναι συνώνυμο του κουτουλάω αλλά μόνο στην ενεργητική διάθεση, όπως βλπ. και στο βιντεάκι. Και ο κούσουλος με τον κουτουλισμένος ή κουτουλημένος
Για το κουζουλός [ετυμολογία;], μπορεί να παίζει και αυτό μιας και υπήρξε κίνηση πληθυσμών από τη Κρήτη στη νότια Πελοπόννησο (Μάνη και αλλού).
Περιοχή Ταΰγετος (Taygetus).
Για το φολάρω βρήκα ενα παράδειγμα στο yahoo! και στο google ένα στα greeklish με σβησμένο λινκ.
Φολιάζω ή φολάρω: μελ. θα το φολιάσω ή φολάρω, παθ. μετ. φολιασμένο ή φολαρισμένο; Διαλέχτε!
Με τη πρώτη σημασία (=χτυπημένος στο κεφάλι) δεν διακινδυνεύω ετυμολογία, μιας και όπου βάλω το χέρι μου το ποσοστό σωστής πρόβλεψης είναι 0%. Παρετυμολογικά λοιπόν, ίσως σχετίζεται με το κουρεμένος (αρχ. κουρά) ή με το κούτσουρο (δηλ. να έχει σχέση με το κομμένο) ή με το κουσούρι.
Είναι μια από πάρα πολλές λέξεις της αγροτικής υπαίθρου που δεν πολύ-κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, ακόμα σπανίζουν και από τα λεξικά. [ αίτια: ηλικιωμένοι χρήστες που δεν χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, φθίνουσα αγροτική τάξη σε συνδυασμό με αλλαγή τεχνοτροπίας , τοπικοί ιδιωματισμοί κτλ.] Ο λόγος που το αναφέρω είναι ότι γράφοντας αυτό το λήμμα δεν το βρήκα στονγούγλη αλλά ούτε οι εξής σχετιζόμενες λέξεις πολύ- εμφανίζονται : τουμπάω,-ώ, στουμπάω (= στουμπίζω), μπασουρεμένος = βαρεμένος/ χτυπημένος.
ζωντανός (Μπάμπης 5η χρήση): αυτός που αναπαριστά με εξαιρετική πιστότητα, παραστατικότητα, που αποδίδει κάτι με ευκρίνεια. ΣΥΝ. ανάγλυφος, σπαρταριστός, εναργής.
τσουρούτικος: από το τουρκικό çürüt, αόριστος του ρήματος çürür (φθείρω).
Για τα μπορμπόλια και όλες τις παραλλαγές τους νομίζω ότι το σχόλιο που έχει ο Μπάμπης στο λήμμα βολβός είναι διαφωτιστικό: « αρχαίος αναδιπλασιασμένος τύπος, που συνδέεται με άλλες ονοματοποιημένες Ι.Ε. λέξεις, οι οποίες δηλώνουν στρογγυλά αντικείμενα, παράβαλε στα λατινικά bulla = φυσαλίδα, στα γαλλικά bulle, στα λιθουανικά burbulas, bulbe = πατάτα και άλλα. Βλέπε και στο σ(β)ώλος.
Από Μεσσηνία ακόμα είναι και τα «μπορμπόλια, αντέκια» .
- Θα σε πάρω μπορμπόλια (ή αντέκια ή ζαλιά ή στη πλάτη μου).
Με την έννοια του ξεριζώνω πρέπει να γράφεται ως ξεκολώνω. Υπάρχει και ο παλαιότερος τύπος ξεκολνώ ως παραλλαγή του ξεκολλάω.
Για το λαγού-λαγού βρηκά αυτό στο λεξ. Σούδα :«λαγώς καθεύδων, επι των προσποιούμενων καθευδει, λέγεται και λαγώος λαγωου».
Άλλοι τύποι: κλαπατσίμπαλα (πιο διαδεδομένος) κ' κλαμπατσίμπανα .
Ματσιά με τόνο στη λήγουσα,από ορθογραφία μην το ξάχνεις... Αν και δεν ξέρω ιταλικά η ακριβή προφορά είναι /'makkja/
Μάλλον από αυτό το ματσία παράγετε και το υβριστικό για τους μικρόσωμους ανθρώπους : ματσιαμουνάκι (=απολειφάδι), αν ξέρει κανείς κάτι παραπάνω, ας το αναλάβει.
Ψάχνοντας στο δίκτυο για παραδείγματα (δεν βρήκα τελικά), συνάντησα τη λέξη με τις εξής σημασίες (παίζει ρόλο και ο τονισμός βέβαια): 1. μάτσια-μάτσια (=μάκια-μάκια), 2. τα μάτσια(=τα μάτια), 3. η ματσιά (=το μάτσο=δέσμη), 4. τα μάτσια (=οι αγώνες/match) και τέλος το σύνθετο: τουματσιά (=too much).
Προτείνω τη δημιουργία μιας νέας κατηγορίας : τα «επιστημονικά/sci-fi», τα λατρεύω!
Ευχαριστώ για την επισήμανση Pirate Jenny!
Είχα ενδιασμους στην επιλογή του scapolare (με μπέρδεψε ότι η 1η σημασία του είναι η ωμοπλάτη), ενώ έχει και τη σημασία του ξεφευγώ (λατ. *excapulare=ex-capulus «θηλιά»=λύνομαι από τα σχοινία) και προτίμησα το scappare που έχει παρόμοια σημασία.
Αλλά αφου οι Φυτράκης,Μπάμπης και Τριανταφυλλίδης επιλέγουν scapolare πάω πάσο.
Λεπτομέρειες...
Από εδώ
1.ε4-ε5 2.Ιζ3-δ6 Η άμυνα Φιλιντόρ, προσφέρει σταθερό αλλά πολύ κλειστό παιχνίδι στα μαύρα.
3.δ4-Αη4; Ανακρίβεια που ο μαύρος θα πληρώσει σύντομα.
4.δχε-ΑχΙ 5.ΒχΑ-δχε 6.Αγ4-Ιζ6;
Νέο λάθος που οδηγεί σε σαφώς χειρότερη θέση τα μαύρα.
Καλύτερο ήταν το 6....Βζ6, αλλά και πάλι τα λευκά θα είχαν την υπεροχή.
7.Ββ3 Με διπλή απειλή στο ζ7 και στο β7
7...Βε7 Πρακτικώς φορσέ (φορσέ=υποχρεωτικό)
Πάντως για μια πιο πλήρη καταγραφή της σκακιστικής ορολογίας δείτε εδώ και εδώ .
forcé= forced (καταναγκαστική) ένας πρόχειρος ορισμός που βρήκα είναι: «Forced: A move or series of moves that must be played if disaster is to be avoided.» Άρα ο όρος δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τις υποχρεωτικές κινήσεις προστασίας του βασιλιά. Μπορούμε να το αποδώσουμε στα ελληνικά ως επιβεβλημένη κίνηση.
Στο σκάκι υπάρχουν πολλοί ενδιαφέροντες ορισμοί:
1.Γερμανικοί: Luft=αέρας, Zugwang= εξαναγκασμένος να κινηθεί, zwischenzug= (in-between) εμβόλιμες κινήσεις, patzer= χαμηλής δυναμικότητας παίχτης ( «Patzer sees a check,patzer makes check.”)
2. Αγγλικοί: Gambit = θυσία πιονιού/ων για πλεονέκτημα στο άνοιγμα, Fork= επίθεση σε τουλάχιστον 2 αντίπαλα κομμάτια του αντιπάλου από ένα δικό μας (royal fork= εναντίον βασιλιά και βασίλισσας),
pig= πύργος, perpetual check/persuit (συνεχείς τσεκ/ κυνήγημα), stalemate= ισοπαλία λόγω αδυναμίας κίνησης, smothered mate (πνιχτό ματ), pin/ crosspin ( κάρφωμα/ σταυρό- κάρφωμα), skewer (σούβλισμα), blunder=γκάφα κτλ.
3.Γαλλικοί: En passant (πάρσιμο με πέρασμα), en prise (δωράκι με φάκα, υπάρχει και το greek gift ), coup de grace (χαριστική βολή), roquer= ροκέ (roc=πύργος) κτλ.
Για την απόδοση των αγγλικών νεολογισμών που παράγονται στο (και για το) διαδίκτυο, εγώ προτιμώ την πιο απλή λύση : μήνυμα (e-mail), δεοντολογία ή εθιμοτυπία (netiquette) κτλ. Και ως δεύτερη λύση την απευθείας γραφή με ελληνικούς χαρακτήρες ή το αφήνουμε όπως είναι στα αγγλικά αν είναι αδόκιμη η ελληνική γραφή του: π.χ. το νέτικετ στέκει, ενώ τα ιμέιλ ή ημέιλ είναι άκομψα, ενώ το ηλεμήνυμα όπως είπε και ο vikar είναι τεχνητό, άρα the winner is … email.
Μια δικιά μου μεταφορική χρήση (από το φερμάρισμα του σκύλου) του φερμάρω είναι: αγριοκοιτώ κάποιον, «τον βάζω στο μάτι»= είμαι τσαντισμένος με κάποιον και θέλω/σκέπτομαι επίμονα και συνεχώς, να του κάνω κακό, αλλά δεν είναι εύκολο αυτή τη στιγμή.
Προφανώς, από το τουρκ. borsuk/borsmuk, (boz=ψαρρής).
Από το greek-language.gr :
Η λ. ασβός είναι σλαβικής προέλευσης : jazv(ă)
Το κρητικό άρκαλος προέρχεται από το μεσαιωνικό αρκήλα....
Επίσημο όνομα: Meles meles, τρόχος ο κοινός, τρόχος (αρχαία τροχός)
Στα αγγλλικά badger (σημαίνει και πιέζω φορτικά) ετυμολογία μάλλον από το γαλλικό bler= «marked with a white spot»
Σχετική η αρχαία παραίνεση: Νάφε και μέμνασο απιστείν.
Το -ειδής αν και μας διευκολύνει στις περιγραφές ενός νέου όρου ή πράγματος κτλ, εδώ το γλωσσικό μου ένστικτο αντιδρά (ίσως λόγω προβληματικής ερμηνείας του λήμματος με το πρώτο άκουσμα του). Το λήμμα έχει σχολιαστεί εδώ.
factoid