Αυτός που επιδιώκει να βρει ευκαιρία να εκμεταλλευθεί.

Ο τύπος κυκλοφορεί στην πιάτσα και αλλοίμονο στα κοριτσάκια τέτοιος αβανταδόρος που είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελαφρόμυαλη, η χαζή ξανθιά των ανεκδότων.

Ποιος την υπολογίζει νομίζεις το λαφρογιόρτι; Μόνο να κουκουνίζεταιp ξέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος άνθρωπος, το χούφταλο.

- Με τό' να πόδι στον τάφο το κούγιαβλο και μας έφαγε τη γκόμενα. Έρημη αφραγκία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δωροδοκείται, που δέχεται τον λουφέ (λουφές = δωροδοκία).

Γέμισε ο τόπος λουφετζήδες. Πώς θες να πάμε μπροστά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαπτέρυγο.

  2. Μτφ. ο έξυπνος.

  3. Μτφ. και ειρωνικά: ο κουτός. Συνώνυμο: τσαμπιόνι, το

- Τέτοιο ξεφτέρι και να μην προοδεύσει στη ζωή του δεν γίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαψάλης, ο: κοιμίστρας, νωθρός, τσαπατσούλης, ασουλούπωτος. Σάψαλος: υπερθετικό του σαψάλης.
Σάψαλο, το: πτώμα. Κοροϊδευτικά λένε τον γέρο με το ένα πόδι στον λάκκο.

  1. Θα σου κάνει νομίζεις δουλειά ο σαψάλης;

  2. Έγινα σαν σάψαλο = είμαι πτώμα από την κούραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν δουλεύει και περιμένει τα έτοιμα, τζαμπατζής.

Η καημενούλα έκανε γαμπρό αυτόν το σελέμη. Και είχε άλλα όνειρα για την κόρη της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.

Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified