Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.
Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;
Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.
Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Η έλλειψη στύσης.
- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.
%
Βλέπε και ντεκαυλέ.
Got a better definition? Add it!
Μιμείται το θόρυβο που κάνουν τα χαλιά όταν τα τινάζεις.
Άρχισε την καθαριότητα από τα χαράματα. Χλαμπούφ χλαμπούφ, χλαμπούφ χλαμπούφ με τα χαλιά της, πού να κλείσεις μάτι.
Got a better definition? Add it!
Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.
- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!
Got a better definition? Add it!
Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.
Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Ο ολιγόμυαλος, αυτός που χαζοφέρνει.
Συνώνυμα: λειψός και λειψοκούκης.
Αφού τό 'χει ξίκικο (το κεφάλι), τί χαίρι περιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Γυναικεία πρόκληση απευθυνόμενη σε φιλικό αντρικό πρόσωπο για πλάκα με μίμηση προφοράς ...ανατολικού μπλοκ.
- Ντιμίτρι κεράσει πουτό;
Got a better definition? Add it!
Ο έχων πλούσια τα ...ελέη
Ο γενναιόδωρος
ουσ. βαρβατίλα, η
Τί βαρβάτος άντρας είναι αυτός;
Δες και -άτος.
Got a better definition? Add it!
Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.
Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;
Got a better definition? Add it!
Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το
Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.
Got a better definition? Add it!