Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.

Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έλλειψη στύσης.

- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.

%

Βλέπε και ντεκαυλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιμείται το θόρυβο που κάνουν τα χαλιά όταν τα τινάζεις.

Άρχισε την καθαριότητα από τα χαράματα. Χλαμπούφ χλαμπούφ, χλαμπούφ χλαμπούφ με τα χαλιά της, πού να κλείσεις μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.

- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.

Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;

εορταστικόν (από Pirate Jenny, 11/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ολιγόμυαλος, αυτός που χαζοφέρνει.
Συνώνυμα: λειψός και λειψοκούκης.

Αφού τό 'χει ξίκικο (το κεφάλι), τί χαίρι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικεία πρόκληση απευθυνόμενη σε φιλικό αντρικό πρόσωπο για πλάκα με μίμηση προφοράς ...ανατολικού μπλοκ.

- Ντιμίτρι κεράσει πουτό;

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο έχων πλούσια τα ...ελέη

  2. Ο γενναιόδωρος

ουσ. βαρβατίλα, η

Τί βαρβάτος άντρας είναι αυτός;

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.

Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified