Μη φαντάζεσαι δηλαδή ότι θα κάνεις ό,τι θες, δεν πρόκειται να σου γίνει το χατήρι. Επίσης και μη φας, έχουμε γλαρόσουπα.

- Θα κάνεις πάρτι στο σπίτι και θα μου τα κάνεις άνω κάτω; Ναι, καλά τώρα, μη φας, έχουμε γλάρο...

Κώστας Καφάσης, "Θα φάμε γλάρο". (από patsis, 24/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκουμπίσου, σπάσε, στρίβε.

Μας τά 'πρηξες, άντε πάρε τη βόλτα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναδική ευκαιρία.

Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.

- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άντρα, το χαϊβάνι, ο βλαξ, ο ηλίθιος.

Τί θέλει αυτός ο μάπας από μένα και με περιτριγυρίζει; Σιγά να μην ασχοληθώ μ' αυτόνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να σιγουρευτείς ότι το πράγμα είναι καλό πριν το πάρεις ή ότι ο άνθρωπος είναι κατάλληλος για σένα πριν τον παντρευτείς, δες κάτι σχετικό με αυτό(ν) που θα σε διαφωτίσει.

Η μάνα της είναι καλή και νοικοκυρεμένη κυρία. Και η κόρη τέτοια θά 'ναι. Δες ούγια, πάρε πανί.

(από allivegp, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.

Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.

(από GATZMAN, 21/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασάλειμμα, μπογιάντισμα όπως-όπως, κακό μακιγιάζ στο πρόσωπο μιας γυναίκας.

- Ρίξε έναν μπαντανά παιδάκι μου να τελειώνουμε επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν προστρέχουν πολλοί μαζί σε μια συνάθροιση. Άλλες εκφράσεις με ίδιο ή παρεμφερές περιεχόμενο: συν γυναιξί και τέκνοις, η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, αλάι μαλάι σιναλάι.

Γιόρταζε ψες τον άντρα της. Όλοι εκεί ήταν μαζωμένοι. Σόι σόπι συνξυλές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρωμιάρης, ο σιχαμερός.

- Πχχ! Τι πας κοντά στον μπίχλα, δεν σιχαίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified