Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.

Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος κάθεται απλωμένος.

- Ρε Τάσο, πλατυποδία στ' αρχίδια έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.

Ώπα ρε τρίκαυλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H μικρή όμορφη κοπέλα που τον παίρνει.

- Για δες την Κατερινούλα, πουτανοκαυλίτσα έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος της γυναίκας ο οποίος ανάβει τον αντρικό πληθυσμό.

- Πω πω η Λίτσα είναι σκέτη σεξοδιαστροφική πουτσοκαυλώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλή ξεκούραση.

- Άντε τα λέμε, καλή ξεκουράδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, πάρε τον πούλο.

- Πάρε τον πούλοβιτς και φύγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καληνύχτα.

Τα λέμε, καληνυχτερίδα.

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified