Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.
Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!
Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.
Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν κάποιος κάθεται απλωμένος.
- Ρε Τάσο, πλατυποδία στ' αρχίδια έχεις;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.
Ώπα ρε τρίκαυλε!
Got a better definition? Add it!
H μικρή όμορφη κοπέλα που τον παίρνει.
- Για δες την Κατερινούλα, πουτανοκαυλίτσα έγινε!
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.
Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος της γυναίκας ο οποίος ανάβει τον αντρικό πληθυσμό.
- Πω πω η Λίτσα είναι σκέτη σεξοδιαστροφική πουτσοκαυλώστρα!
Got a better definition? Add it!
Καλή ξεκούραση.
- Άντε τα λέμε, καλή ξεκουράδα!
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, πάρε τον πούλο.
- Πάρε τον πούλοβιτς και φύγε!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.
- Για δες την, κλαψομούνα είναι.
Got a better definition? Add it!