Σκληροτράχηλος, ανθεκτικός στις κακουχίες. Κυριολεκτικά, φαντάρος του Λόχου Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).

- Είδες τη γιαγιά; Βρέχει, χιονίζει στη Λαϊκή και κουβαλάει δέκα κιλά πράμα. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Λοκατζής σκέτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.

  1. - Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
    - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.

  2. - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.

Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατημέλητος, λέτσος, αδιάφορος για την εμφάνιση. Όλα αυτά σε μια μόνιμη κατάσταση. Ο άνθρωπος που ό,τι και να βάλει δεν πρόκειται να σταθεί καλά. Συνήθως διότι είναι δυο νούμερα μεγαλύτερο.

Ούουου χαμένε, με το αμπέχονο και την ελβιέλα θα πας στο γάμο; Μα ντιπ χαρμπαγιάγκαλος είσαι ρε αδερφάκι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς σύστημα, ανάκατα, βουρ στον πατσά και ό,τι ήθελε προκύψει.

Ποιο 4-4-2 ρε ανόητε; Σύστημα τουρλουμπούκι παίζουμε πάλι και φέτος, και σιγά να μη βγούμε ΟΥΕΦΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.

Ρήμα: τακιμιάζω.

  1. Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.

  2. Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουτάω το ψωμάκι μου.

- Μη την πάρεις τη σαλάτα, γκαρσόν. Έχει μείνει λίγο λαδάκι να ζουμίξουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερρεαλιστικό τοπωνύμιο. Απαντά στην ερώτηση «πού πήγε;» όταν, βασικά, απάντηση δεν υπάρχει ή αγνοείται. Το Ταμτούμ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο Τιμπουκτού και του Διαόλου τη Μάνα, δηλαδή πολύ μακριά. Ελέγχεται βάσιμα κατά πόσον στο Ταμτούμ μπορεί κανείς όντως να προμηθευθεί αλεπουτόμαρα αλλά ακόμη και αν τα βρει τα αλεπουτόμαρα στις μέρες μας είναι μάλλον αμφιβόλου χρησιμότητος - δηλαδή, το όλο ταξίδι μάλλον θα αποβεί μάταιο και μεγάλη ταλαιπωρία.

Ως κάπως πιο προσγειωμένη εκδοχή λέγεται και το στο ΤαμΤούμ για μαϊμούδες.

- Καλά, πού χάθηκε πάλι ο Δημητράκης; Εδώ ήταν πριν ένα λεπτό. Πού πήγε;
- Στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα ... Πού θες να ξέρω και τι με νοιάζει κιόλας; Άει παράτα μας ...

Στα 4.00 η ατάκα. (από Hank, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουνάνι (punany ή poonani) σημαίνει αιδοίο. Είναι λέξη Ινδικής προελεύσεως - απαντάται στην Κάμα Σούτρα - και είναι δημοφιλής στους κύκλους των μαύρων του LA και των Τζαμαικάνων του Λονδίνου.

  1. "You only love me when you want punanι!" (Από άλμπουμ του Τόμμι Λη)

  2. "Hear me now. Riiiiide the punany. Ride the punany" (Ali G)

  3. Do you want to smell my poonani? (Ανωνύμου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορδή εξαιρετικά βρωμερή αλλά απολύτως αθόρυβη - το πολύ-πολύ ένα πφφττ.

Μεταφορικά, άνθρωπος ήσυχος άλλα ύποπτος.

- Πω πω μπόχα. Ποιος τ' άφησε το γιουσούφι ρε;
- Άσε μεγάλε ... πρωτοκλαστής πρωτομυριστής ...

Μαύρο γιουσούφι (από poniroskylo, 15/06/09)Άσπρο γιουσούφι (από poniroskylo, 15/06/09)

Βλ. και πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποια ήταν η Φατμέ και γιατί στο Γενί Τζαμί, ουδείς γνωρίζει. Αλλά, προφανώς, η εν λόγω κυρία συχνότατα έκανε τα κακά της στο συγκεκριμένο τέμενος διότι η έκφραση σημαίνει «έλα μωρέ τώρα, δεν έγινε και τίποτε, δε χάλασε ο κόσμος και στο φινάλε στα τέτοια μας, φιλάρα».

Απαντάται σπανιότερα και ως: «χέστηκε η Φατμέ στο Γκιουλ Μπαχτσέ».

Συνώνυμο είναι και: «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».

- Τά 'μαθες; Η κυρία Κωλομεροπούλου φεύγει. 30% αύξηση + πέντε χιλιάρικα μπόνους της έδωσαν οι άλλοι.
- Ε, και; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί.

Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Γενί Τζαμί) (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified