Ο σύζυγος, «σύζυγος», γκόμενος, ή απλά συνοδός γυναίκας, τον οποίο η τελευταία έχει μόνο για το πορτοφόλι του.

-Της πήρα το αυτοκίνητο και μια βδομάδα μετά με παράτησε σου λέω! Μου τα 'φαγε και μ' άφησε μαλάκα! Δεν αντέχω... «κλαψ» -Ντάξει ρε Σάκη, ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος σπόνσορας είσαι.... κούλαρε, θα βρεις άλλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».

- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...

τσακο ρε μαγκα οκτακοκια και καντινα γαργαρα τη δουλεια (από notheitis, 05/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΕΙ του κώλου, συνήθως κάπου στο διάολο.

-Πού πέρασε ο συμμαθητής σου ο Τάκης, Σάκη;
-Ξέρω 'γω ρε μάνα, σε κάνα ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής στην Κωλοπετεινίτσα θα πέρασε... Αφού τά 'ξυνε όλη τη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεχε, σε παρακολουθώ, κι όταν κάνεις τη μαλακία σ' έφαγα λάχανο.

-Θα μου κλασεις τ' αρχίδια... -Καλάααα, ξέρω που μένεις φ'λαράκ'. Το νου σ'...

Βλέπε και το νου σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ, μα πολύ μούρης. Το πολύ άτομο, η μεγάλη μορφή, ο έξτρα κουλ τύπος.

- Ο Τάκης ρε; Ο Τάκης είναι μορφέας, σ' όποιο μαγαζί μπει όλοι τσακίζονται να τον χαιρετήσουν!
- Του φιλάνε και το δαχτυλίδι;

ο πολύ μορφέας του μάτριξ (από xalikoutis, 22/01/09)(από Jonas, 24/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν, αυτός που προσποιείται. Πολλές φορές και ποζεράκος.

- Πες μου όλους τους δίσκους των Metallica, τώρα!
- Μα... εγώ... δεν τους θυμάμαι τώρα όλους...
- Και γιατί φοράς μπλούζα Metallica τότε ρε βρωμο-δηθένωνα! Τώρα θα δεις...
«ΚΑΠΑΟΥ!»

Βλέπε και ντεμέκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπολόγας, ο κομπιούτορας, ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής εν πάσει περιπτώσει.

- Ρε Τάκη, πάλι σέρνεται ο υπολογιστήρας. Τι να κάνω;
- Φορμάτ θες μάγκα μου... όταν μπαίνουμε σε τσοντοσάιτ δεν πατάμε yes σε ό,τι μας πετάξουν στη μούρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.

- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο -κατα-κόρον μπακούρης- που λυσσάει για γυναίκα, που του τρέχουν τα σάλια. Πολλές φορές παραμερίζει την αξιοπρέπειά του για χάρη του μουνιού. Συνήθως οι γυναίκες τον παίρνουν πρέφα και τον αποφεύγουν, αφήνοντάς τον για πάντα λιγούρι και μπακούρι. Δηλαδή μπαγούρι.

- Πού πα ρε, σαν το λιγούρι. Θα σε πάρει γραμμή και θα σε δουλεύει. Οι γυναίκες αγόρι μου θέλουν να τις γράφεις!

Βλ. και λιγούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.

Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός

- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified