Σε συμφραζόμενα που έχουν να κάνουν με πνευστά όργανα, ξύλινα ή χάλκινα, μάσκα λέγεται το σχήμα που πρέπει να πάρει το πρόσωπο γύρω από το στόμα, έτσι ώστε, μέσω του επιστομίου, να παραχθεί σωστά ο ήχος από το όργανο.

Για να αποκτήσει κάποιος τη σωστή μάσκα, χρειάζεται σωστή τεχνική και μελέτη για την εκγύμναση των μυών που ελέγχουν τις σχετικές κινήσεις.

Οι τομείς της τεχνικής που πρέπει να αναπτύξει ένας πνευστός είναι οι εξής τέσσερις:
1. η μάσκα (έχει να κάνει με τον ήχο και την έκταση)
2. η γλώσσα (για τα στακάτα)
3. αναπνοή (διάρκεια στο παίξιμο και ήχος)
4. δάχτυλα (για να δείχνει αυτόν που του πετάει λαχανικά)

- Δεν είχα καλό δάσκαλο όταν ξεκίνησα το σαξόφωνο, και όταν άλλαξα ο καινούργιος δεινοπάθησε για να μου φτιάξει τη μάσκα, ρε πούστη...Έπαιζα λες και σάλπιζα επίθεση στις ρωμαϊκές λεγεώνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φοιτητική ιδιόλεκτο, αναφέρεται σε εξεταστική μαθήματος του οποίου, ενώ (ή επειδή) ο υπεύθυνος καθηγητής έχει φήμη κοφτηριού με αποτέλεσμα να χρωστάει το μάθημα όποιος μιλάει ελληνικά, κάποια στιγμή αποφασίζει (ο ίδιος ή κάποιος αντικαταστάτης) να ξεσκαρτάρει, γιατί πλέον δεν τον φτάνουν τα αμφιθέατρα στις εξεταστικές και δεν θέλει να υποχρεώνεται στον στρατό να του παραχωρεί πεδία βολής για τις εξετάσεις.

Είναι η ιστορική ευκαιρία να περάσεις άκοπα μάθημα που υπό κου-σού θα σου έπαιρνε δέκα εξεταστικές, και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Τίμημα, ότι δύσκολα θα πάρεις πάνω από πέντε. Όχι ότι σε απασχολεί κι όλας...

- Μαλάκα, αρρώστησε ο μουνόπανος ο (μπίιιιιπ)όπουλος και θα γίνει σκούπα στατική τέσσερα τον Φλεβάρη!!
- Γαμώ τη μπαναγία ρε πούστη...και τί γαμήθηκα να την περάσω με πέντε το Σεπτέμβρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στον πληθυντικό, ο μπάτσος του οποίου η εξάρτυση δεν περιλαμβάνει κράνος. Αν θυμάμαι καλά, η διαβάθμιση σε επίπεδα δυσκολίας είναι:

καπελάκηδες < μπλέδες < ματάδες / ματατζήδες < εκάμ < στρατός.

Οι μπλέδες (μπλες στον μάλλον ανύπαρκτο ενικό) διακρίνονται απ' τους ματάδες λόγω του μπλε, αντί χακί, χρώματος στολής, φοράνε κράνος, και είναι πιο καλά εξοπλισμένοι απ' τους καπελάκηδες, αλλά δεν έχουν τα χημικά για καραμέλες, γιατί δε φοράνε όλοι μάσκα, και δεν έχουν όλοι ασπίδα (αν θυμάμαι καλά, επίσης).

Οι καπελάκηδες δεν κάνουνε για τίποτα, κρέας για τα κανόνια σε φάση, ενώ οι ματάδες είναι ο μεγάλος κακός του βίντεογκέημ. Τώρα τα αποτυχημένα καγκούρια τύπου ΔΙΑΣ δεν τα πρόλαβα, ας πέσουν σχόλια.

Έχω την εντύπωση ότι ο ενικός ματατζής είναι συχνότερος του ματάς, και το αντίθετο παίζει στον πληθυντικό.

  1. - Ποια αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και μαλακίες. Τις περισσότερες φορές καπελάκηδες στέλνουνε, άιντε και τίποτα μπλέδες. Πού να τους κάνουνε ζάφτι τους χουλιγκάνους.

  2. - Ήταν πολλοί, αλλά ήταν καπελάκηδες, ρε πούστη... Αν κάναμε ένα ντου, παραμάζωμα θα τους πέρναμε. Μετά σκάσανε οι ματάδες και το διαλύσαμε ησύχως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αλλαγής κατάληξης ρήματος από ό,τι (έχω την εντύπωση κατά προτίμηση από -ίζω) σε -άω, υποχρεωτικά ασυναίρετο, αν και όχι πολύ διαδεδομένο, είναι υπαρκτό.

Στα παραδείγματα δίνονται τα συχνότερα αυτού του τύπου, απ' όσο θυμάμαι, που παραδόξως είναι όλα καιρικά ρήματα. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλα, ο σχηματισμός του τύπου είναι καθαρά θέμα ευηχίας και γούστου στη γλώσσα.

Η σημασία του ρήματος παραμένει ίδια.

Ασίστ: ο καιρός.

- Ψιχαλάει / χιονάει / βροχάει πάλι ρε πστ.

του πούστη, θα υπάρχουν κι άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλ. παραδείγματα 1 έως και 3.
    Συνώνυμο: στρώνω, πιθανώς και άλλα, περιμένω συμβολή.

Φτιάχνω, με την έννοια του παρασκευάζω. Γιατί όταν σαββατιάζεις, κάθεσαι. Ναι, είμαι εβραιοκαθολικός το θρήσκευμα. Πρόβλημα;

  1. Βλ. παραδείγματα 4 έως και 6.
    Το σάχνω στο αμετάβατο σημαίνει έρχομαι στα ίσα μου, γραδάρω, συνέρχομαι μετά από ταλαιπωρία, ή απλά τρώω-πίνω-κάνω κάτι που απολαμβάνω.

  2. Βλ. παραδείγματα 7 έως και 7.
    Πάλι πίσω στο μεταβατικό, σάχνω κάποιον πα να πει τον φτιάχνω, του δείχνω εγώ, τον κανονίζω, του ξηγιέμαι μόρτικα. Κυρίως σε απειλή και συνεπώς σε χρόνο μέλλοντα, ή σε αφηγηματικό περιβάλλον, οπότε σε αόριστο.

  1. - Έστρωσα μια φραπού ούμπερ.

  2. - Άσε, ρε, δε βγαίνω απόψε. Ε, μέχρι να πάω σπίτι, να σάξω μια ομελέτα που δεν έχω φάει τίποτα, πήγε μεσάνυχτα και πού να τρέχεις με τα τακούνια μετά...

  3. - ...και που λες, πήγαμε σπίτι μου, κάναμε γλυκά έρωτα όλη νύχτα και το πρωί της πήγα πρωϊνό στο κρεββάτι.
    - Τι μαλακομούνης είσαι συ αγόρι μου... Τέτοιες γκόμενες τις πηδάς το βράδυ, το πρωί τις βάζεις να σου σάξουν μια καφεδιά από 'δω ίσαμ' απέναντι και τις κλωτσάς να φύγουν και να μην ξανάρθουν.

  4. - Βάλε τίποτα ρε μάνα να φάμε να σάξουμε, γιατί πολύ κουραστική δουλειά η παραλία.
    - Έχω γεμιστά, αγόρι μου, να φάς να θεραπαείς. Σού 'χω και μια Κάιζερ στο ψυγείο.

(θεραπεύομαι, σε τετελεσμένους χρόνους και μόνο: να θεραπαώ - θεραπάηκα κτλ. απολαμβάνω στα λευκαδίτικα. μεταβατικό και αμετάβατο.)

  1. - Θα πιούμε καμιά ουϊσκούμπα να σάξουμε, ή θα τη βγάλουμε στο στεγνό απόψενες;

  2. - Έριξα κάτι τούφεν σλάφεν κι έσαξα.

  3. - Κά-λάααααα...κάνε τέτοιες πουστιές εσύ, και θα σε σάξω εγώ.

Δες και σιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός και τριανταφυλλένιος έχει μόνο αυτό, το οποίο προσωπικά με ξενίζει, κ αυτό, που με προβληματίζει. Στο γκούγκλε το λήμμα παραδόξως δεν επιστρέφει τίποτα.

Όπως και νά 'χει, είναι μάλλον παλιά λέξη, ουσιαστικό γένους θηλυκού, σημαίνον τα προβλήματα που τραβάνε σε βάθος χρόνου, τα τραβήγματα, και κυρίως με το Νόμο.

Μ' αρέζει οπτικά και η γραφή τραβηχτικιές.

  1. - Δέ θέλω 'γω τέτοιες κομπίνες και μαλακίες, για τραβηχτικές με εισαγγελέους και με δικαστάς είμαι 'γω τώρα...

  2. - Μαλάκα, μπάτσοι!! Έχεις ταυτότητα πάνω σου, ή θα έχουμε τίποτα τραβηχτικές βραδιάτικο;

Συνώνυμα: τραβήγματα, ντράβαλα. Δες και: τραβιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή συγκυρία. Η συγγένεια της χρήσης με τις κυριολεκτικές εμφανής, καθώς οι δόσεις οποιουδήποτε πράγματος (φαρμάκου, πληρωμή, ό,τι) συμβαίνει σε χρονική κλίμακα μικρή σε σχέση με την κλίμακα που μας απασχολεί στα γεγονότα που συμπέφτουν χρονικά. Η δόση του φαρμάκου μας απασχολεί στιγμιαία, η δόση του δανείου μια ζωή (έτσι, για να γαμηθεί η θεωρία μου), ο δοσάς κάθε τρεις και λίγο αλλά τον ξαποστέλνουμε.

Απ' την άλλη, δεν «έχεις καρκίνο σε κάποια δόση»...

Αντικατέστησε σχεδόν πλήρως το πιο έητιζ συνώνυμο φάση, η φάση όμως έχει επιζήσει με τις άλλες έννοιές της, καθώς μπορεί να αποδώσει χρονική διάρκεια, κάτι που η δόση αδυνατεί.

Νομίζω απαντά αποκλειστικά στις φράσεις «σε μία / κάποια δόση».

ΥΓ: Το «οι δόσεις...συμβαίνει» μη μου το πειράξετε, είναι δυϊκός αριθμός.

  1. - Ρε συ, ο Κώστας πού εξαφανίστηκε;
    - Δεν έχω ιδέα ρε μαλάκα. Τον είδα σε κάποια δόση να πηγαίνει στις τουαλέτες άσπρος σαν το πανί, τον είδα να βγαίνει κυριλέ και μετά τον έχασα.

  2. - Και βλέπω, μαλάκα μου, σε μια δόση μια καρέκλα να περνάει ξυστά πάνω απ' το κεφάλι μου, ένα αμόνι να πέφτει στον μπάρμαν απ' το υπερπέραν, την Τζίνα την σερβιτόρα να του φέρνει αμμωνία, και μετά έφαγε ο μπάρμαν σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Ξύλο μετά μουσικής και όλοι εναντίων όλων.
    - Ε, με τα μπομπίδια που μας ποτίζουν, όλο και κάποιος θα τά 'παιρνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα ήδη υπάρχει, με μάλλον ελλιπή ορισμό, ενώ και αυτός που δίνει ο τριαντάφυλλος, εκτός από τηλεγραφικότατος, δε μου κάθεται καλά. Μπάμπη δεν έχω, δε μ' αρέσει ο ντίσνεϋ.

Φευγιό, λοιπόν, κυριολεκτικά σημαίνει την πράξη του να φεύγεις (που στα νέα ελληνικά δε νομίζω να είναι ακριβώς η φυγή, έχει άλλη απόχρωση), και χρησιμοποιείται κυρίως πριν αυτή αρχίσει να συντελείται, ή στην αρχή της. Βλέπε την πρώτη ομάδα παραδειγμάτων.

Στην ορισμένη στο σλανγκ έννοια, τώρα, φευγιό και φεύγα δηλώνει άτομο που είναι αλλού, που δεν επικοινωνεί με αυτόν τον κόσμο, είτε λόγω ουσιών είτε λόγω χρόνιας φυγής από την πραγματικότητα. Φευγιό είναι κάποιος με τον οποίο δεν μπορείς να συνεννοηθείς, άλλα του λες κι άλλα καταλαβαίνει, μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαινόμαστε, ποιος έριξε το μπέναλντυ και μού 'κλεισε το σπίτι.

Συγγενής έννοια που προέρχεται μάλλον από αυτήν την χρήση έχει να κάνει με τον κόσμο της δημιουργίας και της τέχνης, απ' όπου ξαναγειώνεται και επανέρχεται ως χαρακτηρισμός απλών καθημερινών πραγμάτωνε.

Φευγιό, λοιπόν, είναι κάτι που είναι μπροστά, που έχει φύγει πολλά τακ ή κάτι που προσιδιάζει σε κάποιον που έχει κόψει. Είναι δυνητικά αρνητικός και θετικός χαρακτηρισμός δηλαδή, και η ερμηνεία εξαρτάται απ' τα συμφραζόμενα, και χαρακτηρίζει δημιούργημα είναι νόος παράφρονος (παρ. 2.α), είτε νόος που δεν παίζει στο ίδιο γήπεδο με τους υπόλοιπους (παρ. 2.α και β).

Αξιοσημείωτη είναι η συστηματική χρήση εννοιών που αποδίδουν κίνηση στο χώρο για τέτοιου τύπου χαρακτηρισμούς.

  1. α.) - Μαλάκες, είμαι για φευγιό, έχω κλάσει.

β.) - Τον έχουν για φευγιό τον τύπο, αφού σκάει έντεκα παρά στο γραφείο κι ολημερίς το ξύνανε, το βράδυ το ματώναν.

γ.) (χτυπάει τηλέφωνο, τους προλαβαίνει στην πόρτα)
- Έλα, στο φευγιό είμαστε, σε δέκα φτάσαμε.

  1. α.) - Είδες τον Αντίχριστο του Τρίερ; Την έχει ακούσει απ' τις φοβίες ο τύπος.
    - Φευγιό τίνγκα ρε συ. Και η αφιέρωση στον Ταρκό στο τέλος...κουκουρούκου εντελώς ο τύπος.

β.) - Γουστάρω τέζα theorema egregium.
- Μαζί σου με τα χίλια. Φευγιό μέγα. Κάτι ήξερε και ο Γκάου όταν το βάφτιζε.

Ίσως η πιο λολαδερή σκηνή του αρρωστουργήματος "Αντίχριστος"  (από Khan, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προ επιθέτου με μειωτική σημασία σε φράσεις τύπου «καλά, καλός μαλάκας/σκιντζής/κτλ είναι κι αυτός», για να δείξει ότι ο ομιλητής γνώριζε εκ των προτέρων ότι το πρόσωπο έχει την αποδιδόμενη ιδιότητα, και ότι την έχει αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό.

Το καλός δεν έχει την κυριολεκτική του έννοια, καθώς δεν θαυμάζουμε τη μαλακοσύνη ή την σκιντζότητα του υποκειμένου, ούτε κάποια μεταφορική, αλλά μάλλον εμμέσως τη λέμε στον άλλον ότι θά 'πρεπε να τον είχε πάρει χαμπάρι πιο πριν. Ή πριν πιω... μπερδεύτηκα.

Ένιγουέη, όταν χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο, στο στυλ «καλός μαλάκας / καραγκιόζης είμαι κι εγώ», παίρνει μια περίεργη χροιά τύπου «μου τά 'λεγα» και στο δεύτερο πρόσωπο κάτι σαν ήπιο «σ' τά λεγα».

  1. - Πήγα στον Σκορδομπούτσογλου τον οδοντίατρο για εξαγωγή και μου έβγαλε τρία-τέσσερα δόντια μέχρι να βρει το σωστό...
    - Εμ, καλός σκιντζής είναι κι αυτός, δι' αλληλογραφίας από Βουλγαρία το πήρε το πτυχίο.
    - Τώρα μας τα λες ρε μαλάκα;

  2. Καλό ρεντίκολο είσαι και συ ρε πστ μου... Ήπιες χτες τον κώλο σου σου πάλι και άρχισες τα δικά σου. Αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;

  3. Μου ζήτησε δανεικά δύο τούβλα πέρσι ο Ψωλοπέογλου κι ακόμα να τα γυρίσει. Αλλά καλό θύμα είμαι και γω που του τά 'δωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τριαντά που κοίταξα δεν έχει τίποτ' απ' τα δύο, οπότε να γαμιέται και αυτός.

Είμαι/μ'έχουνε/μ'αφήνουνε στην απ' έξω πα να πει τα τσογλάνια δε με παίζουνε, κάνουνε κάτι και δεν ειδοποιούνε, με αγνοούνε, μπουχουχού, οι άντρες περνούν, μαμά. Εις τόπον στάση. Με προθετική στα ρώσσικα.

Τρώω απ' έξω, ή απλά απ' έξω, προελεύσεως σημαντικό, και στα ρώσσικα, όπως και στ' αρχαία, με γενική. Το φαγητό το οποίον δεν είναι σπιτικό, ντελjίβερυ, παναγιωτόπουλος, κρύα ανέκδοτα.

  1. - Καλά ρε παιδιά, τα πίνετε στο καφενείο και εγώ στην απέξω; Από τι ώρα είστε δω;
    - Έχου-χικ-με τρεις ώρες, μήν έχουμε;
    - Ρε, τα μουνόπανα. Κάπελα, βάλε ένα ανάμεικτο να τους προλάβω!

  2. - Τι έγινε με Μήτσουρα ρε συ;
    - Τι να γίνει ρε μαλάκα. Μία στην απ' έξω, δύο, τρεις, ε, να πα να γαμιέται, δε θα τους κυνηγάω εγώ. Αν δε γουστάρουνε την πάρτη μου, καλώς.

  3. - Έχεις τίποτα να σαβουριάσουμε;
    - (σηκώνει φρύδια)
    - Φάμε απ' έξω;
    - (καταφατικό νεύμα)
    - Πίτσα;
    - Άντρας.

Μα εγώ τρώω μόνο απ\' έξω και τα λιπαρά θα αντέξω, θέλω νά \'μαι πατσοκοίλι τρελό (από Khan, 01/10/10)Τραγουδάρα με ελαφρά kitsch value κττμγ (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified