Συντόμευση λόγω βαρεμάρας του «πάμε να μπούμε».

Συχνή, μάλλον, σε κυλικεία σχολών (εμείς του γαμούσαμε τη μάνα πάντως) όπου η βαρεμάρα να μπεις στο αμφιθέατρο δεδομένη και συχνότατα δικαιολογημένη. Απαντά ως ερώτηση και, σπανιότερα, ως κατάφαση. Η αρνητική απάντηση, αν δεν είναι νεύμα, αποτελείται από και κλειστικά από φωνέηντα.

1.- Παμ μπούμ;
- Ε, παμ μπουμ.

  1. - Παμ μπουμ;
    - Έαε (τ)ώ'α. '(Τ)σε 'δω (π)ού 'σ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός του «πέρα», ήτοι στου διαόλου το Sheraton. Η απώτητα του Περού, σε συνδυασμό με την παρήχηση του ονόματός του με το πέρα, αποδίδει την απόσταση και ενδεχομένως την συνεπαγόμενη ταλαιπωρία.

- Πάμε πέρα περού Μύλο για άραγμα;
- Έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του μεταβατικού ρήματος καίω που οφείλεται στην ιδιοφυΐα του καμένου χιούμορ (παν ιντέντεντ άριστον) που βάφτισε το πρόγραμμα Nero το οποίο γράφει ψδ.

Δύναται να προκαλέσει σύγχυση, καθώς κατά τα κλασσικά, ένα ψδ που χαλάει κατά την εγγραφή επίσης καίγεται, αλλά πλέον η φωνή του ρήματος είναι μέση δαχτυλίδι και ντιβιντί βερύκοκο, ρίκο-ρίκο-πουέρτο ρίκο-κο, ρίγκο-ρίγκο στάρ.

Punαγία μου, όλο μαλακίες γράφω σήμερα.

- Γαμεί η πλέυλιστ σου. Πολύ λάουντζ.
- Θα σου κάψω ένα δωδ.

Kostakis burning Greece. (από patsis, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συμπληρωματικά προς τους υπάρχοντες ορισμούς:

Η αρχική σημασία της λέξης πόρτα είναι αυτή του τυπά που δε σε αφήνει να μπεις στο κλαμπ επειδή φοράς άρβυλα ή επειδή το τζην σου είναι σχισμένο. Κλασσική ατάκα «το μαγαζί είναι γεμάτο φίλε» (ατάκα που έχει αυτονομηθεί αρκετά ως γείωση). Βέβαια, για τον επόμενο δεν είναι γεμάτο, αλλά άλλο ζήτημα αυτό. Γλιτώνεις αν συνοδεύεσαι από κυριλέ γκόμενα (η εκδίκηση της γυφτιάς).

Το σχήμα είναι μάλλον «δουλεύω πόρτα < δουλεύω στην πόρτα του μαγαζιού». Από τη μεριά του πορτιέρη η πόρτα ρίχνεται, ενώ απ' τη μεριά του παραλήπτη τρώγεται. Στο απρόσωπο του πράγματος η πόρτα είναι θεόσταλτη και πέφτει. Βλέπε πρώτο παράδειγμα.

Κατ' επέκτασιν, ιδωμένο από τη σκοπιά του φαγωμένου, πόρτα νοείται ως κάθε πιθανή αποτυχία-απόρριψη, συντάσσεται σκέτη, με το αγαπημένο ρήμα «τρώω» που χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης ή με ρήματα τύπου ρίχνω, χώνω όταν περνάμε σε ενεργητική διάθεση.

Ειδική περίπτωση είναι και το χι στο κινητό, αυτό το μαγικό κόκκινο κουμπάκι. Βλέπε παράδειγμα δύο.

1α. - Πόρτα ο Τάσος σε κωλόμπαρο ρε συ; Να βγάλει τα λεφτά του το τζυμ τουλάστιχον.
- Έτσι πάει ρε συ, πρώτα φουσκώνεις και από κομοδίνο που ήσουνα γίνεσαι σα ντουλάπα, ε, και μετά γίνεσαι πόρτα.
- Μια ζωή έπιπλο αυτός ο Τάσος.

1β. - Τι έγινε χτες ρε; Πώς και δεν ήρθατε;
- Ο μαλάκας ο τζήζα ρε, πήγε να μπει στο μαγαζί λες και βγήκε απ' το κλουβί με τα θηρία. Είχατε κι όλες τις γκόμενες μαζί σας, πολύ θέλει; Φάγαμε μια πόρτα αποδώ ίσαμ' απέναντι. Παραλία και περιπτερόμπυρες τη βγάλαμε.

2α. - Τι έγινε με την Αγγελική ρε;
- Μου έχωσε πόρτα. Περνάει φάση λέει και μαλακίες τούμπανα.

2β. - Από δουλειά ρε;
- Παπάρια με τη ρίγανη. Πόρτες παντού.

2γ. - Ένα σάντουιτς ζαμπό, τυρί, μπέικο...
- Δεν έχουμε μπέηκον κύριε, μας τελείωσε.
- Πόρτα.

2δ. ντρίιιιιιιιν (παλιό κουδούνι τηλεφώνου, ρίνγκτόουν σε μυ-τζη-θρή κινητό, για να γίνει βίντατζ το γκατζέτι)
- Ποιος ήτανε;
- Δεν είδα καν. Έχωσα πόρτα. Μα μία η ώρα το μεσημέρι τηλέφωνο;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται συστηματικά από πατρινούς τύπους που λιώνουν στις ντότες και το γουώου (and when i say WoW, i mean WoW).

Υφίστανται αυτού*, λοιπόν, παλληκάρια τινά επαγγελόμενα φάρμερ που παράγουν κρηπς (creeps), και τα οποία βαφτίσθησαν υπό τινων ούμπερ-φάρμερ κ πλέον φημολογείται ότι φαρμάρουν κρηπάκια.

Από κει το καθιερώσανε και το επεκτείνανε, όπως στα παραδείγματα.

Γενικότερα, παίζει από γερμανομαθείς, δευτεροπαγκοσμιόπληκτους και φίλους αυτών, προέρχεται από το γερμανικό über και χρησιμοποιείται αντί του σούπερ και όπως αυτό (που όπως και να το κάνουμε δε βρωμάει και βαρβατίλα) για να δηλώσει κάτι το τζιτζί, το υπεράνω όλων η Καλιφόρνια.

Πιθανό παράγωγο: ουμπεριά.

*εκεί/εδώ στα λευκαδίτικα.

Ασσίστ: μεσούλα-δαχτυλίδι, αντουάν.

  1. - Πάω ούμπερ-μάρκετ, δεν έχω γάλα.
    - Πιάσε κι ένα κουτί καπότες, μάγκο.

  2. - Τι είπε χτες;
    - Ουμπεριά. Λιώσαμε στις μπύρες και στη μαλακία.

  3. - Ανακάλυψα ένα συγκροτηματάκι, πολύ ούμπερ σου λέω.
    - Για πε ρε ψαγμένε.

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τηλεκαρτοτηλέφωνο κατά χαλικού.

Το καρτοτηλέφωνο. Έχει κάτι το αστείο ως λέξη.

Το θυμάμαι να το λέμε λίγο, χτυπάει αντίστοιχα λίγο και στον γούγλη, οπότε πάρτε το. Πλέον δεν τα χρησιμοποιεί και κανένας, οπότε εν αχρηστία η λέξις.

- Αφού σου λέω ρε μωρό μου, δεν είχα μπαταρία, πώς να σε ειδοποιήσω ότι θα αργήσω;
- Χάθηκαν τα τηλεκαρτεία ρε συ Τάκη;
- Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό...

(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουδ. πληθ.)

Είναι οι περίτεχνες, δύσκολες και θεαματικές κινήσεις.

Προέρχεται από την πάλη, όπως λέει και ο Τριανταφυλλίδης εδώ. Κατόπιν, επεκτάθηκε στο μπάσκετ, όπου κάποιοι έκαναν κινήσεις που σε έκαναν να πιστεύεις ότι πετάνε, και από κει επεκτάθηκε σε άλλα σπορ, επικρεββάτια και μη.

Παίζει και ως επίθετο.

Μάλλον ντεμοντέ ως λέξη.

(Ευχαριστώ τους αποκάτω για τις διορθώσεις.)

  1. - Πώς πήγε το ματσάκι χτες;
    - Ε, άρχισε ο Τασούλης τα αεροπλανικά του, τον έπιασε και η γιουγκοσλαβία του και μας γαμήσανε τα πρέκια.

  2. - Το γκομενάκι τη χορεύτρια την έφαγες τελικά ρε;
    - Αυτή με έφαγε, θείο. Μ' έβαλε κάτω και άρχισε κάτι αεροπλανικά, κάτι κοφινάτα βιδωτά...
    - Με κόντρα παξιμάδι;
    - Και με ούπα. Το νεφρί μού 'πεσε.

  3. - Τι έκανες χτες ρε, βγήκες;
    - Μπαα. Σάπισα στο φέηλμπλογκ. Έβλεπα σκεητάδες να κάνουν αεροπλανικά μπάκφλιπ και να την πληρώνει η οικογένειά τους μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα τι ογκώδες και ενοχλητικόν. Λέξις μάλλον ηχοποίητος.

Ιδέ και μπούμπιστρο και μαρκούτσι.

  1. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  2. - Να βάλεις κράνος, παιδάκι μου.
    - Σιγά μη βάλω τον γκαρίτσαφλο ρε μάνα, παπί έχω, όχι χιλιάρα μηχανή και θάνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified