Συνώνυμο του πίπα-κώλο. Εξαιρετικά οδυνηρή κατάσταση, ξύλο και γαμήσι, σεξ και βία, αλλά στο λόγιο. Παίζει και στο κυριολεκτικό, βλ. το 2ο παράδειγμα, ή μια γρήγορη αναζήτηση στο γούγλε, αλλά χρησιμοποιείται κατά κόρον και μεταφορικά, όπως και οι συνώνυμες φράσεις που δίνω παραπάνω. Στο πρώτο παράδειγμα είναι όλες πλήρως εναλλάξιμες.

- Τι λέει ρε συ;
- Μαλάκα μου, αίμα και σπέρμα. Στη δουλειά με τεντώνουνε, η Ελένη μου τα κάνει μπαλόνια στο σπίτι, λογαριασμοί απλήρωτοι, έχασε κι ο γαύρος την Κυριακή, με βαράνε από παντού να πούμε.

από εδώ:
Αίμα και σπέρμα στο πιο hardcore trailer που είδατε μέχρι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση συνώνυμη της «ξηγάω τ' όνειρο», με την κύρια σημασία αυτής, όπως τη διαμόρφωσε το έργο του Φρόυντ: πάμε για ένα γρήγορο εδώ δίπλα, χωρίς καν να περάσουμε από το στάδιο «μπίρι-μπίρι-τι ωραία μάτια που έχεις-δείπνο με κεριά-εκτιμώ πολύ τη μάνα σου-κττ».

- Τι μπουτάρες είν' αυτές μάνα μου, πάμε στους θάμνους να σου δείξω το ηλιοβασίλεμα;
- Α να χαθείς πρόστυχε!

Να σε πετύχει ο έχων το κτήμα, να σου κόψει τον κώλο πίσω από τον θάμνο του. Για να μην πω τίποτα πιο φοβιστικό. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τρόπο προφοράς, που σκοπό έχει να τονίσει συγκεκριμένη λέξη. Δασύνουμε εσωτερικό φωνήεν στη λέξη, θα το αποδώσω με ένα h, καθιστώντας την προφορά της λέξης δύσκολη και μη φυσική, με αποτέλεσμα να αποκτήσει άλλο βάρος η λέξη στην πρόταση. Συνήθως, δε, προηγείται σύμφωνο που κάνει το όλο σύστημα ακόμα πιο δύσκολο στην προφορά, οπότε το αποτέλεσμα είναι αρκετά παραστατικό.

Θα χρειαστεί μήδι κάποια στιγμή, αλλά προς το παρόν μόνο παραδείγματα, που είναι υπερβολικά ως προς τη συγκέντρωση, απλά για οικονομία χώρου.

1. - Μαλάκα την Κατερίνα απ' το σχολείο τη θυμάσαι; Την είδα κι έπαθα πλάκα λέμε.
- Αυτή; Αυτή ήταν χhοντρή ρε συ!

2. - Σκhατά τα 'κανες πάλι! Τα κατhάφερες.

3. (ως απειλή)
- Θα σε γhαμήσω! Θα σου ξhεσκίσω τον πάτο ρε αρχίδι!
- Θα μου κλhάσεις.

4. - Το φυσάει το παραδάκι ο Μπάμπης, ε;
- Ο πατέρας του είναι χεσμένος στο τάλιρο λέμε. Πλhούσιος, όχι μαλακίες.

5. - Και, για να 'χουμε καλό ρώτημα, την έχεις μεγάλη εσύ;
- Τhεράστια.
- Τhελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι κακός στα βαφτίσια, και είναι αδύνατον να το βρει κάποιος έτσι στην αναζήτηση, οπότε το λήμμα είναι υπό συζήτηση. Πάμε στον ορισμό.

Αναφέρομαι στο ακόλουθο σχήμα λόγου, που δεν έχω παρατηρήσει σε άλλες γλώσσες:

  1. επιμερίζουμε ένα σύνολο σε δύο κατηγορίες, συνήθως (αλλά γιατί όχι και αλλιώς, δεν είμαι σίγουρος) μισά και μισά

  2. αποδίδουμε στο πρώτο κομμάτι μία ιδιότητα, και στο δεύτερο την ίδια ακριβώς απλά αλλάζοντας διατύπωση ή αποδίδοντάς την σε πιο ακραίο βαθμό.

Η ιδιότητα μπορεί κάλλιστα να είναι θετική, οπότε επιτείνεται στο θετικότερο, ή αρνητική, οπότε επιτείνεται στο αρνητικότερο, αλλά ποτέ δεν διορθώνεται προς τον μέσο όρο.

Χαλαρό αντίστοιχο του «ο ένας καλύτερος / χειρότερος από τον άλλο».

Σε αστειατορικό μοτίβο, χωρίζουμε το σύνολο σε δύο κατηγορίες, και επαναλαμβάνουμε δύο φορές τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Ελπίζω τα παραδείγματα να είναι διαφωτιστικότερα.

1α.
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά για πέταμα.

1β. (εναλλακτικά)
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά δεν κάναν για τίποτα.

  1. - Μαλάκα! Τι γυναικοπαρέα είναι αυτή;! Οι μισές είναι μουνιά και οι άλλες μισές είναι μουνάρες.
    - Μάζευ' τα σάλια ρε χλέμπουρα.

  2. - Καλές οι κρέπες;
    - Η αλμυρή ήταν καμένη, και η γλυκιά ήταν κι αυτή καμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γιαπωνέζος, πιθανότατα για λόγους ηχομημητικούς της γιαπωνέζικης γλώσσας και μόνον. Χτυπάει σχεδόν καθόλου στο νετ, αλλά το θυμάμαι να λέγεται παλιότερα.

Βλ. και τζαπόνια.

Από εδώ, από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι όντως πρόκειται για γιαπωνέζο.

Στο Ring γυρίζει με στοκ λαστιχα σε 7,38, με οδηγό τον νακανάκα, κι όχι τον Ρερλ, που την ξέρει σαν την παλαμη του.
Είναι καλός χρόνος ή όχι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η στάνταρ αντίδραση στην αναζήτηση τάσου τη απουσία αυτού. Του τάσου. Ο τάσος είναι που δεν είναι κει, ντε!

Η σωστότερη απόδοση θα ήταν «το μεγάλο, κάτω», όπου εννοείται «το μεγάλο τασάκι, κάτω», και το διευκρινίζω γιατί επί μακρόν το απέδιδα ως «το μεγάλο Κάτω», βλέποντας ούτως την απεραντοσύνη του κόσμου αυτού του μικρού, του μέγα, αναγιγνωσκομένην ως πεδίο τινάγματος κάφτρας λαμπρόν.

Κρίμα, γιατί η αφαίρεση, η φιλοσοφία και όλα τα παραφερνάλια κάνουν κάτι ποστ-σμόουκινγκ.

διάλογος Σπινόζα με μια πιπόζα μετά το πήδημα:
- Έχεις τασάκι στο γαμηστρώνα σου, κροταλία μου;
- Το μεγάλο κάτω.
- Κάτι τέτοια μου λες και σου κάνω έκπτωση.

where is Tasos? (από xalikoutis, 01/02/09)το μεγάλο κάτω κατά τους ΝΙΝ (από Jonas, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα η λαϊκή δοξασία-δεισιμαλακία ότι από το πολύ το τίκι τάκα τυφλώνεσαι, το ρήμα τυφλώνομαι μπορεί να κρύβει υπόνοια αυνανισμού, αν τα συμφραζόμενα το επιτρέπουν.

  1. - Τι έγινε, βρήκε γκόμενα αυτός;
    - Μπααα, το πάει ντουγρού για τύφλωση.

  2. από σχόλιο εδώ, να αυτοδιαφημιστούμε και λίγο:

έτσι κ αλλιώς στ @@ μου, αυτός θα τυφλωθεί στο τέλος. αν είναι να είσαι κομπλεξικός, κάν' το σωστά τουλάστιχον.

Bien mal acquis ne profite jamais. (από Vrastaman, 29/10/09)ε; (από BuBis, 29/10/09)πίσω και σας έφαγα κουφάλες! (από BuBis, 29/10/09)(από Vrastaman, 29/10/09)Για του λόγου το αληθές... (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλην του ήδη κατεχωρισμένου, παίζει και με την έννοια του ντου, είτε αυτό γίνεται σε κτήριο, σε μπάτσους, πεηπολικά ή ό,τι άλλο. Συναντάται και στη ρηματική μορφή, πουχού την έπεσαν στο τμήμα στα εξάρχεια πάλι, απ' όπου προήλθε και το ουσιαστικό περιγράφον την πράξη.

Βάλε το μαντήλι, άκουσα ετοιμάζεται πέσιμο και θα μας γαμήσουν πάλι στα χημικά. Μααλόξ έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρέως στον ιντερνετικό λόγο αλλά και στα συνθήματα σε τοίχους (αν έχει κανένας φωτό πλζ) από κάφτες, επειδή και καλά τα παιδιά που μας ζαλίζουν με την ανωτερώτητα της φυλής δεν ξέρουν να γράφουν την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.

  1. έμα, τοιμεί χρησοί αβγοί, λέμαι.

  2. (από σχόλιο στο φβ)
    Ετσι είναι, αφου η χρησοι αβγυ θεωρεί οτι προκληθηκε γτ δε πηγαινει στο αυτόφορω να τους πει '' να μαι κυριοι, εχω να καταγγειλω κ γω τα δικα μου''
    Αλλα που να παει , θα πρεπει να κατσει 1 μερα μεσα κ το συνδρομο στερησης καραδοκει!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified