Έκφραση δυσαρέσκειας μετά από επιμονή του συνομιλητή. Σημαίνει: με κούρασες, με ζάλισες, με φόρτισες.
- Πότε θα πάμε να δούμε το φόρεμα που σου είπα;
- Μου έπρηξες τα αρχίδια με το φόρεμα, πήγαινε μόνη σου!
Έκφραση δυσαρέσκειας μετά από επιμονή του συνομιλητή. Σημαίνει: με κούρασες, με ζάλισες, με φόρτισες.
- Πότε θα πάμε να δούμε το φόρεμα που σου είπα;
- Μου έπρηξες τα αρχίδια με το φόρεμα, πήγαινε μόνη σου!
Για παρόμοιες εκφράσεις δες και μας τα ζάλισες.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση βαθιάς απογοήτευσης, αδιεξόδου. Το ρύζι υποδηλώνει ανέχεια, φτώχεια, κακομοιριά...
- Αν δεν κάτσεις να διαβάσεις στις εξετάσεις, βράσε ρύζι...
- Αν δεν μαζέψω τα λεφτά μέχρι την Πέμπτη, βράσε ρύζι...
Got a better definition? Add it!
Επαρχιώτης gay (καλιαρντά).
- Ήρθε κι η βλαχοντάνα να μας φάει το γλυκάκι μας.
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιρική έκφραση που υποδηλώνει ικανότητα. Παραλλαγή της λέξης παίχτης, χρησιμοποιείται ως θετικό επίθετο κυρίως σε άνδρες (παρότι θηλυκού γένους).
- Βάλε μέσα την παιχτούρα να πετάξει 3 γκολάκια!
- Τελικά είσαι μεγάλη παιχτούρα, μια χαρά τα κατάφερες πάλι.
Got a better definition? Add it!
Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.
Συναντάται και ως τακ-λάιν.
Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!
Βλέπε και τάκοταϊμ.
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της μάρκας αυτοκινήτων Μercedes.
- Θυμάσαι τον Νικολάκη που ήμασταν συμμαθητές; Τον πέτυχα προχθές να σωφάρει Μερσέντα μαύρη με φιμέ τζαμιλίκι! Ανέλαβε τη σουβλακερί του πατέρα του και τα κονόμησε!
Got a better definition? Add it!
Ο ψυχολόγος σε συντομογραφία.
Συνήθως προφέρεται μόνο το αρχικό γράμμα για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι εκείνος που μιλάει παρακολουθείται από ψυχολόγο...
- Δεν μπορώ να έρθω το απόγευμα, έχω ψι...
Got a better definition? Add it!
Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.
- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...
Got a better definition? Add it!
Λέξη που εννοούσε το χαρτονόμισμα των 5.000 δραχμών (κοινώς πεντοχίλιαρο).
Έμεινε στην ιστορία από τους στίχους του τραγουδιού:
«Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια...»
Συνώνυμο: Κολοκοτρώνης
Τσάκωσε τρία πετσετάκια τώρα και τα υπόλοιπα αύριο...
Got a better definition? Add it!