Έκφραση δυσαρέσκειας μετά από επιμονή του συνομιλητή. Σημαίνει: με κούρασες, με ζάλισες, με φόρτισες.

- Πότε θα πάμε να δούμε το φόρεμα που σου είπα;
- Μου έπρηξες τα αρχίδια με το φόρεμα, πήγαινε μόνη σου!

Για παρόμοιες εκφράσεις δες και μας τα ζάλισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση βαθιάς απογοήτευσης, αδιεξόδου. Το ρύζι υποδηλώνει ανέχεια, φτώχεια, κακομοιριά...

  1. - Αν δεν κάτσεις να διαβάσεις στις εξετάσεις, βράσε ρύζι...

  2. - Αν δεν μαζέψω τα λεφτά μέχρι την Πέμπτη, βράσε ρύζι...

(από Stravon, 11/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαρχιώτης gay (καλιαρντά).

- Ήρθε κι η βλαχοντάνα να μας φάει το γλυκάκι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική έκφραση που υποδηλώνει ικανότητα. Παραλλαγή της λέξης παίχτης, χρησιμοποιείται ως θετικό επίθετο κυρίως σε άνδρες (παρότι θηλυκού γένους).

- Βάλε μέσα την παιχτούρα να πετάξει 3 γκολάκια!

- Τελικά είσαι μεγάλη παιχτούρα, μια χαρά τα κατάφερες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.

Συναντάται και ως τακ-λάιν.

Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!

Βλέπε και τάκοταϊμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της μάρκας αυτοκινήτων Μercedes.

- Θυμάσαι τον Νικολάκη που ήμασταν συμμαθητές; Τον πέτυχα προχθές να σωφάρει Μερσέντα μαύρη με φιμέ τζαμιλίκι! Ανέλαβε τη σουβλακερί του πατέρα του και τα κονόμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχολόγος σε συντομογραφία.

Συνήθως προφέρεται μόνο το αρχικό γράμμα για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι εκείνος που μιλάει παρακολουθείται από ψυχολόγο...

- Δεν μπορώ να έρθω το απόγευμα, έχω ψι...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.

- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εννοούσε το χαρτονόμισμα των 5.000 δραχμών (κοινώς πεντοχίλιαρο).

Έμεινε στην ιστορία από τους στίχους του τραγουδιού:

«Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια...»

Συνώνυμο: Κολοκοτρώνης

Τσάκωσε τρία πετσετάκια τώρα και τα υπόλοιπα αύριο...

(από filologas, 20/03/08)(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ, (πεντοχίλαρο) λόγω της απεικόνισης του ήρωα του 1821.

Στον πληθυντικό αντί για "κολοκοτρώνηδες" συνηθιζόταν η φράση "κολοκοτρωναίους"

Συνώνυμο: πετσετάκι

- Με πέντε κολοκοτρωναίους θα γίνει δικό σου το εξάρτημα!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified