Πακέτο με σπίρτα.
- Πάω να πάρω αναπτήρα και επειδή από ψιλά είχα μόνο 20 λεπτά έδωσα πενηντάρικο αλλά ο μαλάκας ο περιπτεράς δεν είχε να μου χαλάσει, οπότε αναγκαστικά έδωσα το εικοσάλεπτο και πήρα αλβανικό Zippo. Τέλος πάντων.
Πακέτο με σπίρτα.
- Πάω να πάρω αναπτήρα και επειδή από ψιλά είχα μόνο 20 λεπτά έδωσα πενηντάρικο αλλά ο μαλάκας ο περιπτεράς δεν είχε να μου χαλάσει, οπότε αναγκαστικά έδωσα το εικοσάλεπτο και πήρα αλβανικό Zippo. Τέλος πάντων.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.
- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.
Σχετικά:
παλεύεται,
μπαλεύω,
απαλεψιά, -ιές,
την παλεύω,
δεν την παλεύω
αντιπαλευόν, το
Got a better definition? Add it!
Προσβλητικός χαρακτηρισμός γιά ένα άτομο με διανοητική καθυστέρηση. Χρησιμοποείται επίσης και για άτομα υπερβολικά χαζά και ανόητα.
- Ποια είναι αυτή ρε;
- Η κυρα-Φωτούλα. Γειτόνισσά μου είναι. Καημένη κι αυτή...
- Γιατί;
- Γιατί ο μοναχογιός της είναι μπαμπαϊας, ρε συ. Πολύ την λυπάμαι.
Από υπαρκτό πρόσωπο στην Καβάλα, βλέπε σχόλια εδώ. Άλλοι ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).
Got a better definition? Add it!
Δηλαδή: για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις, πρέπει να επιμείνεις.
- Την έπεσα στην Μαίρη και έφαγα άκυρο. Σκέφτομαι να πάω για άλλα, όμως την γουστάρω υπερβολικά πολύ ρε φίλε, έφαγα σκάλωμα...
- Θα ξαναπροσπαθήσεις, αργά η γρήγορα θα πέσει, κατά βάθος σε συμπαθεί και δεν της είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, να το ξέρεις...
Got a better definition? Add it!
Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).
- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;
Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.
Got a better definition? Add it!
Ο φαντάρος που ναι μεν εισήχθη στην γιωτομπαλέ κατηγορία (Ι3-Ι4), αλλά νιώθοντας ότι έτσι αποτελεί στόχο χλεύης και περιφρόνησης από τους υπόλοιπους, προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει το στίγμα του γιωτά από πάνω του, επιδιώκοντας συμμετοχή και δείχνοντας ζήλο σε όλες τις δραστηριότητες (ασκήσεις, πορείες κ.τλ.). Διακαής του πόθος να αλλάξει η Σωματική Ικανότητα (κατά την διάρκεια της θητείας εννοείται).
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα/κοπέλα που τον έχει φάει άπειρες των απείρων φορές, τόσες που το μουνί ή ο κώλος της έχουν γίνει σαν σήραγγα τρένου, εξού και ο χαρακτηρισμός.
- Ρε μαλάκα, τό 'ξερες πως η Κατερίνα τον έχει φάει;
- Μόνο μια φορά ρε συ, αυτή είναι τρένο, όλη η πόλη την έχει ξεκωλιάσει...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποείται όταν είσαι πολύ ανοιχτός με ένα άτομο, σε τέτοιον βαθμό ώστε να παραγνωριστείτε και αυτός να σ' εκμεταλλεύεται και να μην σου δίνει καθόλου σημασία. Το χωριάτης χαρακτηρίζει το αγενές και άξεστο άτομο.
- Επειδή του κέρναγα τον καφέ όταν δεν είχε λεφτά, τώρα μου ζήτησε πάλι να του τον πληρώσω εγώ, μ' ένα ύφος λες και του χρωστάω.
- Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι...
Got a better definition? Add it!