Χρησιμοποιείται όπως και τα "μα μου ιστορίες", "σού 'πα μού 'πες μανταλάκια" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη ενός διαλόγου που παραλείπεται είτε για ευνόητους λόγους, είτε γιατί είναι περιττό να αναφερθεί.

- Τι έκανε ο Βαγγέλης όταν του είπες ότι τον κεράτωσε η Φιόνα;
- Πήγα σπίτι του, του είπα α ου (σου - μου, μα μου σου του ή μα μου ιστορίες) και εκείνος την πήρε και την έκραξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας συνήθως μεταξύ 30 και 40 ετών, προκλητικά ντυμένη, με λίγα κιλά παραπάνω, πρόσωπο μέτριο έως χάλια, συνήθως ανύπαντρη και αγάμητη, αλλά εντούτοις πηδήσιμη μετά από 3-4 ποτάκια και λίγο (σπανιότερα πολύ) καλή καρδιά. Το είδος απαντάται συχνά σε lounge bars και caffe σε ομάδες 3-4 ατόμων (δεινόσαυρων) και ψάχνεται διακριτικά. Σε μια συζήτηση ο δεινόσαυρος έχει συνήθως ευτελή επιχειρήματα ή κάνει copy paste τα επιχειρήματα του "ισχυροτερου" άντρα στην παρέα εκτός αν η συζήτηση αφορά τις γυναίκες. Σύνηθες χρώμα μαλλιών το ξανθό. Διακρίνονται ωστόσο ποικιλίες όπως ο τυραννόσαυρος, ο μονοκερόσαυρος και ο σαβουρογαμόσαυρος.

- Κοίτα έναν δεινόσαυρο δεξιά...
- Αυτό το μπάζο με το μίνι;
- Μια χαρά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει την προσδοκία και την έντονη επιθυμία να συνουσιαστεί με ομόφυλό του.

- Τον ξέρεις τον Αριστείδη;
- Ναι τον ξέρω, την πέφτει πολύ επίμονα στο Χρήστο. Μιλάμε για μεγάλο καψοκώλη.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.

-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπάρα (πέος). Αυτός που αρέσκεται στην παραφύση ασέλγεια. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τον ενεργητικό ετερόφυλο ή ομοφυλόφιλο λάτρη του πρωκτικού σεξ αλλά και για τον παθητικό ομοφυλόφιλο.

  2. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπαρ. Σπανιότερα ως κωλομπαράς χαρακτηρίζεται ο θαμώνας του κωλόμπαρου.

  1. - Για πες ρε Γιάννη ποια είναι η αγαπημένη σου στάση.
    - Το πρωκτικό.
    - Α κι εσύ κωλομπαράς είσαι;

  2. Ο Γιάννης όλο comfusio είναι. Σταθερός κωλομπαράς.

(από Vrastaman, 07/07/08)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλόμπα, κολομπαράς

Για τη δεύτερη σημασία, δες και κονσομίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για μπαρ που δεν συνάδουν με τα χρηστά ήθη ή για μπαρ κακής ποιότητας με κριτήριο τη μουσική, τους θαμώνες ή τις σχέσεις του μαγαζιού με τον υπόκοσμο. Συχνά αποκαλούνται έτσι τα:

  1. Μαγαζιά με strip show ή κονσομασιόν
  2. Κακόφημα και παρακμιακά σκυλάδικα
  1. - Το VIP είναι μεγάλο κωλόμπαρο. Δε γουστάρω να πηγαίνω εκεί.

  2. - Το END είναι και γαμώ τα κωλόμπαρα. Φοβερό show.

(από Galadriel, 16/02/09)Ο τύπος έστησε αυτή την μπίζνα και μετά αυτή του πρώτου μηδιού. (από Galadriel, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γυναίκα. Που δε βλέπεται. Η εξαφανίσου να μη σε βλέπω.

- Πω πω τι παιδί είναι αυτό. - Την είδες από μπροστά; Μεγάλη μπετόσαυρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο της εμπλοκής. Όταν κάτι δεν λειτουργεί.

- Γιατί δεν δουλεύει το PC;
- Έχει πάθει κοκομπλόκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να χαρακτηρίσει κάποιον γκαφατζή ή αφελώς εφευρετικό στη γκάφα. Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει τον γραφικό τύπο.

- Καλά ο Τίμος πήγε χτες για τρέξιμο και στραμπούληξε το πόδι του στο ίσιωμα.
- Εγώ το έχω πει. Ο Τίμος είναι πολύ παλικάρι.
- Παλικαράκι από τα λίγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της καλής, της εξυπηρέτησης. Χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να υποδηλώσει την εξυπηρέτηση που μπορεί να κάνει ένα παλικαράκι (από τα λίγα).

- Ρε Μήτσο θέλω λάσπη, πες μια του Τάσου.
- Τάσο κάνε μια παλικαριά και φτιάξε λίγη λάσπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified