Ο βλάκας, ο ανίκανος, ο γκασμάς, γενικά το άτομο μειωμένης αντίληψης/νοημοσύνης/ικανότητας.

Η έκφραση έχει προκύψει από τις κατηγορίες σωματικής ικανότητας (ΣΙ) των Ενόπλων Δυνάμεων, που χρησιμοποιούν το γράμμα Ι (γιώτα) ακολουθούμενο από έναν αριθμό από το 1 ως το 5.

Καλά ρε γιωτά, αντί για ζάχαρη έριξες αλάτι στο φραπέ;

Δες και γιωτιλίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)

- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περιπολικό της αστυνομίας.

frikipaideia

-...Μετά από λίγη ώρα έσκασαν δύο κωλάδικα με τους φάρους αναμμένους και τους μαζέψανε όλους και τους πήγαν στο τμήμα.

(από xalikoutis, 23/11/08)(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο αγαπημένη λέξη όσων υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, αφού δηλώνει απόλυση από το στράτευμα.

Η συνηθισμένη σύνταξη είναι: [αριθμός σειράς] λελέ, π.χ. 293 λελέ, όμως υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές (βλ. παράδειγμα)

- Απολελέ και τρελελέ (απολύομαι και τρελαίνομαι)
- Ακούω λελεδόνια
- Ακούω λελοτουρμπίνες (δηλ. έρχεται το αεροπλάνο που θα με γυρίσει πίσω για την απόλυση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.

- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία προφανής:
Είναι συνδυασμός των λέξεων πανικός και βλαμμένος και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα με
χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και αγχώδη συμπεριφορά.

-Ρε συ, τι κάνει το πανικοβλαμμένο; Πήγε για κατούρημα στις γυναικείες τουαλέτες;

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα. Εκ του: πέος + τζους (juice= χυμός)

- Λες να τα πίνει η Γεωργία;
- Αυτή; Τρελαίνεται για πεοτζούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλέγμα από σχοινί που βρίσκεται πίσω από το τέρμα ποδοσφαίρου (ή άλλου αθλήματος που χρησιμοποιεί τέρμα).

Η έκφραση «η μπάλα στο πλεχτό» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επίτευξη τέρματος.

- Πόσο ήρθε ο αγώνας;
- 0-0 αλλά παίξαμε καλή μπάλα.
- Τι να το κάνω που παίξατε καλά; Άμα δεν πάει η μπάλα στο πλεχτό, δεν κερδίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified