Προς επίρρωση του σχολίου του Ντεσπ στον προϋπάρχοντα ορισμό, και πιο εξειδικευμένα στο ιατρικό χώρο και στο θαυμαστό κόσμο (ζούγκλα) των χειρουργών:

Ψιλικατζής αποκαλείται ο χειρουργός εκείνος που αναλαμβάνει μικρές και ήσσονος σπουδαιότητας επεμβάσεις π.χ. εξαγωγές ονύχων, διανοίξεις μικρών δοθιήνων, συρραφές μικροτραυμάτων, αλλαγές καθετήρων κ.α. τέτοια ψιλοπράματα με τα οποία απαξιούν ν' ασχοληθούν οι φτασμένοι συνάδελφοί του. Λειτουργεί δηλαδή, περισσότερο από ανάγκη λόγω μη ευρέσεως μεγάλων χειρουργείων, ως αποκομιστής (scavenger) των υπολειμμάτων του χειρουργικού έργου, χωρίς όμως να πρέπει να τον υποτιμούμε, καθώς ακόμη και η πιο μικρή πράξη πρέπει να εκτελείται σωστά και με ακρίβεια.

- Είκοσι χρόνια μετά το πτυχίο, ψιλικατζής ήταν και ψιλικατζής παρέμεινε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναξιόπιστος, αφερέγγυος άνθρωπος, αυτός που δεν έχει μπέσα, ο διαόλου κάλτσα, ο λέρας, αυτός που όπου τον πιάνεις λερώνεσαι.

Μπορεί να ακούγεται και ως «άτιμο μελέτι».

Προέρχεται από το τουρκ. milyet, που σημαίνει έθνος και ο χαρακτηρισμός «άτιμο μιλιέτι» απευθύνονταν τυπικά στους Έλληνες. Αν στα ελληνικά στερεότυπα ο τούρκος είναι βίαιος, στα τουρκικά ανάλογα, ο ρωμηός είναι αναξιόπιστος.

Άσ' τον αυτόν, μην ασχολείσαι καθόλου μαζί του: είναι άτιμο μιλιέτι, σου λέω. Άλλα λέει τη μια, και άλλα κάνει την άλλη.

Τίμιο μιλιέτι (φερέγγυος) (από GATZMAN, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έλκει τη μητρότητά της από την βουλευτή Ντόρα Μητσοτάκη Μπακογιάννη Κούβελου και συνοψίζει όλη την ευνοικρατία, το νεποτισμό και την ανισότητα της κοινωνίας μας. Δηλαδή διαχωρίζουμε, ανεξαρτήτως προσόντων, τον νέο πληθυσμό της χώρας σε δικά μας παιδιά (ημετέρους) που πρέπει να βολευτούν και στα παιδιά των άλλων, που είτε δύνανται, είτε υποχρεούνται να πάνε στο βρόντο, κατά το χρυσαυγιτικό “ξένοι και μπολσεβίκοι, ετούτη η γη δεν σας ανήκει”.

Κάπως έτσι ήταν και το σύνθημα με το οποίο οι Νεότουρκοι προέβησαν το 1915 στην Αρμενική γενοκτονία: “Σκοτώστε τα παιδιά των Αρμενίων, αν θέλετε να ζήσουν τα δικά μας παιδιά.”

Ομώνυμο μπλογκ υπάρχει εδώ:

  1. Παχυλές θέσεις για τα «δικά μας παιδιά» (από εδώ)

  2. Ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη όμως, έχετε υποχρέωση να προστατεύετε και τα δικά μας παιδιά. (από εδώ)

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό. Του τροχίζω τα νεύρα. Του κάνω τα νεύρα τσατάλια.

Τα κρόσσια είναι νήματα στην άκρη υφάσματος τα οποία αντί να δεθούν, αφήνονται ελεύθερα για διακόσμηση. Παρόμοια εικόνα δίνουν και οι απολήξεις των νευρώνων του ανθρωπίνου σώματος (βλ. μήδι).

  1. Με τα νεύρα... κρόσσια (από εδώ)

  2. Πήγαινε πιο κει με το μπουρου-μπούρου σου, μου έχεις κάνει τα νεύρα κρόσσια!

Nευρικό κύτταρο ή νευρώνας (από allivegp, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανοαγγλιά, μετάφραση του «Do it like X» που σημαίνει «Κάν' το όπως ο Χ», προκειμένου να παραδειγματιστούμε, να τονίσουμε ή στιγματίσουμε μια μανιέρα ή έναν ιδιαίτερο τρόπο, καλό ή κακό, ενός δημοσίου προσώπου ή άλλου υποκειμένου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θρυλικός πρώτος μισθός του έλληνα δημοσίου υπαλλήλουεπί Αχιλλέως Παράσχου, συνώνυμο της μιζέριας και της γεμάτης στερήσεις ζωής.

Τα Ημισκούμπρια χρησιμοποιούν το επίθετο «Τρεισκιεξήντογλου» στο «Δημόσιο Φορέβα» για να περιγράψουν τον τυπικό χαρτοπόντικα δημόσιο υπάλληλο.

Τί να κάνουμε κύριος; Να μη δουλέψουμε δεύτερη δουλειά ταξί; Με τρεις κι εξήντα να τη βγάλουμε δηλαδής;

(από allivegp, 07/08/11)Στο 2:56 (από allivegp, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «Τί Πλαστήρας τί Παπάγος» ειπώθηκε από τον ατακαδόρο παππού του σημερινού πρωθυπουργού, Γεώργιο Παπανδρέου τον Α', όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους για τη μεταστροφή του και τη συνεργασία του στις εκλογές του 1952, όχι με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα (που ήταν ο φυσικός του χώρος), αλλά με τον Συναγερμό του Παπάγου.

Ο ηττημένος του Εμφυλίου ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, συμπλήρωσε από την εξορία: «Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά».

Πρόκειται για ισοπεδωτικό αφορισμό που μειώνει τους πάντες και τους κατατάσσει όλους στο ίδιο σακί.

Συνώνυμο: αφεντικά και δούλοι / τα ίδια σκατά είναι ούλοι (κάπου το ανέφερε ο Χοντζ), όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν, δεν έχει σημασία αν τα καταπιείς ή όχι, αφού στο τέλος πουτάνα θα σε πουν κ.α.

Τι Παπάγος τι Πλαστήρας για οικονομία και εθνικά. (από εδώ)

Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής. Και οικονομικά και πολιτικά, η λύση πρέπει να είναι μόνο ευρωπαϊκή. Το «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι τόσο γραφικό όσο και τα περί διεκδίκησης πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία. (από εδώ)

(από Khan, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τουρκ. mecidiye ή mecit = παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα. Πήρε το όνομά του από τον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και κατέστη συνώνυμο με το μπαξίσι (= εξαγορά, δωροδοκία) και το γρηγορόσημο.

Αν δεν στάξεις το μετζίτι, μη περιμένεις χαΐρι.

Καριοφύλλης Δοϊτσίδης: "Στέργιους πισμάνιψι", 1ο μέρος μουσικής τριλογίας, όπου ο Στέργιος άλλαξε γνώμη περί γάμου, καίτοι ο πάππος του έδωσε 3 μετζίτια για ν\' αγοράσει παπούτσια... (από HODJAS, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «ο βρεγμένος βροχή δεν φοβάται». Σημαίνει ότι δεν μας έχει απομείνει πια τίποτε που να αξίζει για να χάσουμε ή να διακυβεύσουμε, οπότε το μόνο που μπορούν να μας κάνουνε είναι να μας κλάσουνε μια μάντρα αρχίδια.

- Ανέβηκε ο ΦΠΑ στο σουβλάκι στο 23%...
- Σιγά μη κάτσω να κόψω αποδείξεις.
- Μα αν σε πιάσουνε, θα σου το κλείσουνε.
- Ε, και; Την τσόχα θα χάσω ή τα ραφτικά; Στ' αρχίδια μου κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified