Έτσι λέγεται το αιδοίο στα γύφτικα.
Η λέξη είναι επιβεβαιωμένη από γνήσια και αξιόπιστη πηγή, μετά από πραγματική διαπροσωπική συναναστροφή.
Μανγκάβα (=θέλω) μίντζο.
Έτσι λέγεται το αιδοίο στα γύφτικα.
Η λέξη είναι επιβεβαιωμένη από γνήσια και αξιόπιστη πηγή, μετά από πραγματική διαπροσωπική συναναστροφή.
Μανγκάβα (=θέλω) μίντζο.
Got a better definition? Add it!
Λέμε ότι ανοίγουμε πετρελαιοπηγή όταν είμαστε μια παρέα από αρκετά άτομα και στεκόμαστε όρθιοι σχηματίζοντας πηγαδάκι λίγο πριν το διαλύσουμε και αποχωριστούμε, όμως το κουράζουμε πολύ το θέμα και τελικά μένουμε εκεί για πολλή ώρα.
Υποτίθεται ότι από την μακρά παραμονή μας, το πηγάδι που σχηματίζουμε βαθαίνει τόσο πολύ, που κοντεύουμε να χτυπήσουμε φλέβα πετρελαίου και να αναβλύσει ο μαύρος χρυσός, ήγουν ανοίγουμε πετρελαιοπηγή.
(μετά από 30 επαναλήψεις):
- Και πότε ταμελέ τώρα;
- Τα μελέ μελομακάρονα. Τομπούλογλου καμιά φορά; Πετρελαιοπηγή ανοίξαμε!
Got a better definition? Add it!
Τα βιμάνας (ενικ. το βιμάνα) έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό από τις λιακούρειες μεταφυσικές εκπομπές, σύμφωνα με τις οποίες αποτελούσαν ιπτάμενα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι ΕΛ για τα υπερπόντια και διαπλανητικά ταξίδια τους.
Η μέθοδος προώθησης των βιμάνας ήταν η τεχνική της «αντι-βαρύτητας», που βασιζόταν σε ένα σύστημα «μιας φυγόκεντρης δύναμης αρκετά ισχυρής ώστε να αντιδρά στη βαρυτική έλξη».
Λεπτομερή στοιχεία για τη κατασκευή και λειτουργία των βιμάνας υπάρχουν σε αρχαία ινδικά έπη και μπορεί κανείς να τα βρει σε μπλογκ όπως αυτό, που αναφέρει ακόμη ότι «Τα αρχαία ινδικά έπη περιγράφουν ένα βιμάνα ως διώροφο, κυκλικό αεροσκάφος με παραφωτίδες και θόλο, όπως θα φανταζόμαστε σήμερα έναν ιπτάμενο δίσκο. Πετούσε με την ταχύτητα του αέρα και άφηνε έναν ήχο μελωδίας. Υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικοί τύποι βιμάνας και τα αρχαία ινδικά κείμενα που τα περιγράφουν είναι τόσο πολυάριθμα, που θα έπαιρνε μεγάλους όγκους βιβλίων για να γραφτούν ό,τι αναφέρεται σε αυτά.»
Σλανγκικά, ο όρος «βιμάνας» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο του ούφο, για κάποιον δηλαδή που είναι εκτός πραγματικότητας και λέει πράγματα που δεν γίνονται ή δεν στέκουν.
- Ο φετινός Θρύλος έχει τα φόντα να φτάσει στους 4 του Τζάμπιος Λιγκ.
- Τελέρε βιμάνα.
Got a better definition? Add it!
Έτσι περιγράφουμε άτομα με ιδιόρρυθμη, απρόβλεπτη συμπεριφορά και αντιδράσεις, που δεν μπορούμε να τα εντάξουμε σε κάποια από τα γνωστά πρότυπα χαρακτήρων.
Δεν είναι απαραίτητα κακό να είναι κανείς μια κατηγορία μόνος του, αν και συνήθως η φράση λέγεται με αρνητική χροιά. Γενικά, η φράση ταιριάζει σε κάποιον που είναι ανακόλουθος, παλίμβουλος, δεν κολλάει με κανένα από τους γύρω του, τρώγεται συχνά με τα ρούχα του, έχει ασταθές θυμικό κ.α. παρόμοια.
(διάλογος στο Α2):
Λ/γος: - Έμαθες τί καπνό φουμάρει ο νέος Επιλόχ Υλικού;
Ανθύπας: - Άσε, τρεις βδομάδες κι ακόμη να καταλάβω. Τις προάλλες αιτήθηκε άδεια για το σουκού και μετά ο ίδιος ζήτησε να μπει υπηρεσία το Σάββατο. Ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή. Ο τύπος είναι μια κατηγορία μόνος του.
Got a better definition? Add it!
Το πακτούν, όπως το γνωρίσαμε από τις Λιακούρειες και Χαρδαβέλειες μεταφυσικές εκπομπές, είναι σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο των Μάγιας μια χρονική περίοδος που διαρκεί 144.000 μέρες. Σήμερα διανύουμε το 13ο πακτούν, το οποίο τελειώνει στις 21 Δεκεμβρίου 2012, οπότε και ενδέχεται να συμβεί το τέλος του κόσμου, σύμφωνα με τις Λιακουροχαρδαβέλειες προβλέψεις.
Πιο σωστά, το πακτούν λέγεται baktun.
Σε πιο σλάνγκικη ερμηνεία, το πακτούν είναι μια μη σαφώς ορισμένη, αλλά πάντως μεγάλης διάρκειας, χρονική περίοδος.
Μην ξαναπαραγγείλεις πίτσα από τον ίδιο πιτσαρά: την προηγούμενη φορά έκανε δυο πακτούν για να τη φέρει.
Κυκλοφορεί και ως μπαχτούρ όπως μας πληροφορεί ο χρήστης electron
Got a better definition? Add it!
«Δεν πάνε να κρεμασθούνε (οι Έλληνες σοφοί) πουθενά ή να γκρεμοτσακιστούνε, αφού δεν ξέρουν τί τους γίνεται;»
Μετά τις βρισιές Καραϊσκάκη, ένας ακόμη σλανγκικός λεκτικός πλούτος αναδεικνύεται μέσα από τα πατερικά κείμενα του γλωσσοπλάστη, μελίρρυτου, ανεξίθρησκου, μη μισαλλόδοξου, προστάτη των γραμμάτων, Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Συγκεκριμένα ο Ι.Χ. είναι ιδιαίτερα ευρηματικός όταν αναφέρεται με χαρακτηρισμούς στους Έλληνες εθνικούς, τους οποίους περιγράφει ως:
Περισσότερα κοσμητικά εδώ.
«Δεν πάνε να κρεμασθούνε (οι Έλληνες σοφοί) πουθενά ή να γκρεμοτσακιστούνε, αφού δεν ξέρουν τί τους γίνεται;» («Κατά Ιουλιανού και προς Έλληνας» λόγος Β' του Ιωάννου Χρυσοστόμου παρ. γ΄)
Got a better definition? Add it!
Έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον που παινεύεται για τις μαντικές του ικανότητες, την ικανότητά του να διαισθάνεται το μέλλον και γενικά για τα μεταφυσικά κληρονομικά χαρίσματα που ισχυρίζεται ότι έχει. Η φράση έρχεται σαν απάντηση πολύ φυσικά όταν ένα τέτοιο άτομο χρησιμοποιεί κλισέ όπως «θα με θυμηθείς», «άκου με που σου λέω» κ.α. παρόμοια.
Ο αστικός μύθος θέλει τον γνωστό τηλεοπτικό μάγο-μέντιουμ-ταχυδακτυλουργό-αποκρυφιστή Uri Geller που ήταν γείτονας με τον Μιχάλη Ιακωβίδη (τουπίκλην Michael Jackson), να έχει καλέσει το ασθενοφόρο πριν ο R.I.P. Μιχάλης πάθει την ανακοπή...
- Βάλε όβερ το Κιλμάρνοκ-Κουίν οφ Σάουθ και θα με θυμηθείς.
- Τσσς, Ούρι Γκέλερ!
Got a better definition? Add it!
Το διάσημο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης Tufts, προφέρεται «τά'φτ'ς», όπως λέμε «τα έφτυσε», δηλαδή παρουσίασε βλάβη και τέθηκε εκτός λειτουργίας.
Ωσεκτουτού, τα δυο λήμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξίσου στον γραπτό λόγο.
- Γιατί κλωτσάς την τρόμπα ρε; Τί σου έφταιξε;
- Ε, αφού Tufts.
Got a better definition? Add it!
Φτύνω, ή «έχω στο φτύσιμο» κάποιον /-α: κοινότατος, θεμελιακός σλανγκισμός που χρησιμοποιείται σε πληθώρα καταστάσεων και δηλώνει ότι παραμελώ, περιφρονώ κάποιον.
Ως τακτικός ελιγμός, το φτύσιμο χρησιμοποιείται στην τέχνη του γκομενίζειν, όπου αφήνουμε στο άτομο-στόχος να εννοηθεί ότι τον/την έχουμε ξεπεράσει, εφαρμόζοντας επιτηδευμένη αδιαφορία περί το άτομό του/της, για να δούμε πώς θ΄αντιδράσει. Βέβαια, πρέπει να προσέχουμε ώστε να μη περάσουμε τη λεπτή κόκκινη γραμμή και απ΄την πολλή αδιαφορία η όλη κατάσταση πάει περίπατο και θεωρηθεί λύσσαξα, οπότε περνάμε στην περίπτωση κλάνει ο πεθαμένος και το game κηρρύσσεται over.
Δεν πρέπει να συγχέεται με το τα φτύνω, βγαίνω δηλαδή εκτός λειτουργίας λόγω βλάβης.
Συνώνυμο: κλάνω, κλάσιμο, ζαρτ.
Η Καυλάουρα είναι ο χαρακτηριστικός τύπος της γκόμενας-γραμματόσημο: όσο τη φτύνεις, τόσο κολλάει.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για παρήχηση της μετοχής «λήξασα», κατά το ίδιο πρότυπο που το «ελάχιστος» γίνεται «ελάστιχος».
Το «λήξασα» είναι μετοχή παθητικής φωνής του ρήματος «λήγω» και σημαίνει ότι μια διαδικασία έχει περατωθεί, κυρίως από πλευράς χρόνου.
Αντίθετα, η λύσσα (υδροφοβία) είναι μια σοβαρή, θανατηφόρος, αλλά σπάνια ευτυχώς νευροεκφυλιστική ζωοανθρωπονόσος, που οφείλεται στον ομώνυμο ιό και μεταδίδεται στον άνθρωπο από δήγμα μολυσμένου ζώου.
Η συνεδρίαση θεωρείται λύσσαξα.
Got a better definition? Add it!