«Σοφτ» (εκ του αγγλ. soft= απαλός, μαλακός), χαρακτηρίζουμε έναν άνθρωπο μαλθακό, μη σκληραγωγημένο, που δεν έχει καν συναντήσει δυσκολίες στη ζωή του ή τις έχει ξεπεράσει αβρόχοις ποσί και ωσεκτούτου έχει όλα τα χαρακτηριστικά του φλώρου.

Στον αθλητισμό και ειδικά στα ομαδικά σπορ, ο σοφτ παίχτης είναι επιφυλακτικός, μη τσαμπουκαλεμένος, δεν βάζει τα πόδια του στη φωτιά από φόβο μη τραυματίσει εαυτόν ή αντίπαλο και μαρκάρει με τα μάτια, γι΄αυτό και σπάει τα νεύρα των οπαδών της ομάδας του. Παράδειγμα σοφτ ποδοσφαιριστή με αέρινες κινήσεις είναι ο ολλανδός Αριέν-τιτίκα-Ρομπέν.

Το λήμμα όμως μπορεί να προσδιορίζει και άλλα ουσιαστικά, όπως μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή, οπότε καταλαβαίνουμε ότι η τσόντα που διαλέξαμε βγήκε μάπα και πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστο 75 λεπτά με τον πέοντα στο χέρι προκειμένου ν΄ατενίσουμε φευγαλέα λίγο βυζί.

  1. Πάλι από απόσταση ασφαλείας μαρκάρει ο Βενετίδης. Δεν έχω δει πιο σοφτ αμυντικό, μήπως πάει για το βραβείο fair play της χρονιάς;

  2. Ο χωρισμός του με το Λίλιαν ήταν τόσο σοφτ, που το Λίλιαν του γνώρισε καινούρια γκόμενα την άλλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γνώση των νομίμων συνεπειών, αφού τα μπαμπαδίστικα λήμματα σπάνια προβιβάζονται πάνω από το βαθμό του λοχαγού (δλδ πάνω από 3άστερα), αναλαμβάνω το ρίσκο να καλύψω το κενό από την απουσία μιας φράσης τετριμμένης και παλιάς όσο οι λάσπες.

Η φράση χρησιμοποιείται σαν απάντηση όταν μας ζητάνε το λόγο για κάτι που υπόκειται στη διακριτική ευχέρειά μας, και για το οποίο δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουμε στον πασαένα. Με άλλα λόγια του δίνουμε να καταλάβει πως γράφουμε τον ενοχλητικό συνομιλητή μας στον πέοντα μας, βγάζουμε τα γούστα μας, και είμαστε από πάνω και άρχοντες, όπως δηλώνει η αναφορά στο καπέλο, σύμβολο κιμπαρισμού.

Συνώνυμο: έτσι μου γουστάρει, έτσι μου καύλωσε, ρε άει πάενε παρακεί, λογαριασμό θα σου δώσω; κ.α.

- Το πρωί στην Τράπεζα εκεί που κόβαμε χαρτάκι και περιμέναμε τη σειρά μας, ήταν ένας μπάρμπας που σουλατσάριζε όλη την ώρα μπροστά μας και έκοβε συνεχώς χαρτάκια. Όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, μου απάντησε αυθάδικα Γούστο μου και καπέλο μου! Τσκ, τσκ, καθόλου σεβασμό δεν έχει η νέα γενιά...

(από Vrastaman, 05/08/09)Γούστο μου σομπρέρο μου! (από Khan, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ σλανγκίζουμε με τη διευκρίνηση «άνθρωπος» που αποδίδουμε σε έναν παπά (ιερέα), λες και θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο.

Η επισύναψη της ιδιότητας «άνθρωπος» σε έναν παπά, έχει διαφορετική χροιά απ΄ ότι όταν την αποδίδουμε σε κάποιο ηλικιωμένο («γέρος άνθρωπος») ή άρρωστο («άρρωστος άνθρωπος») καθ΄ ότι σε αυτές τις περιπτώσεις γέρος ή άρρωστος μπορεί να είναι και άλλο έμβιο όν εκτός από άνθρωπος, αλλά παπάς μπορεί να είναι μόνο άνθρωπος, οπότε η διευκρίνηση είναι περιττή.

Το πηγαίο (και αλάνθαστο) λαϊκό γλωσσικό ένστικτο χρησιμοποιεί τη φράση αυτή για να αποδώσει στον παπά έναν ψόγο ή μια αρνητική κριτική για μια κουτσουκέλα του ή κάτι στραβό που έκανε και ποτέ για να τον επαινέσει για κάτι καλό. Π.χ., ποτέ δεν θα λέγαμε «Τί καλά που ψέλνει, παπάς άνθρωπος», αλλά θα λέγαμε «Καλά, δεν έμαθε να ψέλνει, παπάς άνθρωπος»;

Συνώνυμα: κοτζάμ παπάς, παπάς πράμα.

- Είδες ο παπα- Κοσμάς; Άφησε τη γυναίκα του και τέσσερα παιδιά για μια Αλβανέζα!

- Τσκ, τσκ, παπάς άνθρωπος!

Tσκ, τσκ, παπάς άνθρωπος (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος μαγαζιού νυχτερινής διασκέδασης, εξέλιξη του ορθάδικου, που γνώρισε μεγάλη άνθηση προς τα τέλη της δεκαετίας του '90. Στα χαρακτηριστικά του χοροπηδάδικου συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη τραπεζοκαθισμάτων (με εξαίρεση μια σειρά σκαμπώ για πελαργούς κατά μήκος του μπαρ) σε έναν πολύ στριμόκωλο άλλωστε χώρο, το στριμωξίδι που αποτελεί πόλο έλξης για εφαψίες, κοινό αυστηρά από 16 ως 23 και την ασταμάτητη ντάπα ντούπα μουσική υπόκρουση (πριόνια) σε εκκωφαντική ένταση.

Οι θαμώνες ενός χοροπηδάδικου επιδίδονται ανηλεώς σε μια ιδιόμορφη χορογραφία που περιλαμβάνει αδιάκοπα επιτόπια άλματα που συνοδεύονται από ακανόνιστα τινάγματα (jerks) της κεφαλής και των άνω (κυρίως) άκρων.

Όπως όλα τα πράγματα γνωρίζουν ακμή και παρακμή, έτσι και το συγκεκριμένο είδος νυχτερινής διασκέδασης έχει πάρει την κατιούσα και κινδυνεύει μάλιστα με ολική εξαφάνιση, προς μεγάλη βέβαια τέρψη των περιοίκων των χοροπηδάδικων. Μουσειακά δείγματα διατηρούνται ακόμη στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης (Verykoko) και στο 12ο χλμ Θεσ/νίκης - Βασιλικών (Therapy).

(από εδώ:)

Τι έκαναν τέλος, ο Δήμος Αθηναίων και η Νομαρχία, που τώρα άρχισαν να φωνάζουν για το Εφετείο; Το μόνο που τους ενδιέφερε, φαίνεται, ήταν να μαζέψουν όλα τα νυκτερινά κέντρα για να εισπράττουν έσοδα από τη νύκτα. Και κάτι ακόμα: Στη δεκαετία του 1990 όταν ήθελαν να μετατρέψουν το Γκάζι σε περιοχή-απέραντο νυκτερινό χοροπηδάδικο, άφησαν να κουβαληθούν εκεί εκατοντάδες εξαθλιωμένες οικογένειες τσιγγάνων. Έτσι, κατάφεραν να διώξουν και τους τελευταίους κατοίκους που αντιστέκονταν και είχαν σχηματίσει μάλιστα και συλλόγους.

Πελαργός σε χαρακτηριστική στάση (από allivegp, 02/08/09)Γκρεμίστε τα τρελάδικα και κάντε τα χοροπηδάδικα (από johnblack, 02/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έναν πιο καθωσπρέπει τρόπο για να πούμε ότι δεν δίνω σημασία σε κάποιον, τον γειώνω ή, τέλος, τον γράφω στην καραπουτσακλάρα ή μαλαπέρδα ή μπαργαλάτσο μου. Απλά, η διαφορά έγκειται στο ότι χρησιμοποιούμε έναντι άλλου λήμματος τον αποδεκτό -ιατρικό άλλωστε- όρο «πέος», για να δηλώσουμε το ανδρικό αναπαραγωγικό μόριο που, στην περίπτωσή μας, λειτουργεί ως ο καταρράκτης του Νιαγάρα που ξεπλένει όλες μας τις έγνοιες και τις σκοτούρες.

(Από πραγματικό παραλήρημα καραβανά σε πρωινή αναφορά του Έψιλον Σου:)

Γιατί άργησες να κάνεις «Κλίνατε επ' ααα ιιι ου»; Δηλαδή εγώ μιλάω κι εσύ με γράφεις στο πέος σου; Έχεις μεγάλο πέος, ε; Ε, επειδή το δικό μου είναι μεγαλύτερο, πάρε 5 και βγες αναφερόμενος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται έτσι η καληνύχτα στα Αρχαία Ελληνικά και στα μοντέρνα coolέζικα.

- Άντε, καληνύξ.

- Όχι, Οβελίξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα παραπέμπει στην αρετή της αγνότητας, δηλαδή της παρθενίας, ή, για να γινόμαστε πιο απλοί, στην παρθενιά της γυναίκας.

Η αρετή της παρθενιάς έχει υμνηθεί ποικιλοτρόπως, από όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές. Έτσι, στην Αρχαία Αθήνα οι ιέρειες που καλούνταν να υπηρετήσουν στον Ναό του Παρθενώνα, έπρεπε να διατηρούν μέχρι τούδε ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Το ίδιο και οι εξιδανικευμένες γυναικείες μορφές των Επών του Μεσαίωνα, όπως η Δουλτσινέα στο «Δον Κιχώτης», η Ιζόλδη στο «Τριστάνος και Ιζόλδη», η Αρετούσα στο «Ερωτόκριτος και Αρετούσα», η Ιουλιέττα στο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα», την ίδια στιγμή που σε κανέναν δεν καίγεται καρφί για τον αν είναι εξίσου παρθένοι ο Δον Κιχώτης, ο Τριστάνος, ο Ερωτόκριτος και ο Ρωμαίος - μάλιστα δε, επιβάλλεται το αντίθετο, διαφορετικά οι ήρωες αποκτούν το προφίλ του μαμάκια, φλώρου, ενώ εγείρονται και εύλογα ερωτήματα αν έχουμε στην τελική να κάνουμε όχι με άντρες βαρβάτους, αλλά με πισωγλέντηδες.

Αλλά και στην καθ' ημάς πραγματικότητα, η απώλεια του «ό,τι πολυτιμότερου» έχει μια γυναίκα, αποτελούσε μέχρι πρόσφατα αιτία για να εισέλθει το δίχως άλλο και ανυπερθέτως εις γάμου κοινωνίαν με τον δράστη-διακορευτή-περφορατέρ και ο,τιδήποτε άλλο ήταν κοινωνικά κατακριτέο και άφηνε τη γυναίκα με το στίγμα πως έχει χάσει «ό,τι πολυτιμότερο» είχε. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται γραφικά και στις ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου, όπου συναντούμε και το φαινόμενο παρά τα θρυλούμενα, να διαπιστώνεται την κρίσιμη ώρα (μετά γάμον) ότι δεν υπάρχει το «ό,τι πολυτιμότερο». Εάν όμως πράγματι υπάρχει, το πειστήριο (η σινδόνη της πρώτης νύχτας) αναρτάται σε περίοπτη θέση έξωθεν της οικίας του ζεύγους.

Τέσπα, το ζήτημα είναι αστείρευτο και πολυεπίπεδο, ενώ μπορεί να προκαλέσει και ενστάσεις επί προσωπικού. Όπως και νά 'χει, no pun intended και όποιος έχει τη μύγα, να τη φέρει πίσω.

Στην καθολική Ιταλία, η αρετή της παρθενίας βρίσκεται ακόμη υψηλά στον κώδικα αξιών και δεν είναι λίγες οι Ιταλίδες που καταφεύγουν στην παρθενορραφή για να επανακτήσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν και έχασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπόροι από ποικιλία κάνναβης που δίνονται ως τροφή στα πουλιά όπως και άλλοι σπόροι (νίζερ, κεχρί, λινάρι, σπόροι γρασιδιού, περίλλα, μαρουλόσπορος κ.α.). Η εν λόγω ποικιλία κάνναβης έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή και ωσεκτουτού αποφεύγεται το μαστούρωμα των πουλιών.

Ωστόσο, το λήμμα αντικαθιστά πολύ συχνά τη λέξη «κάνναβη» και μ΄αυτή τη σημασία το συναντάμε σε ρεμπέτικα τραγούδια και σε συνομιλίες μεταξύ χρηστών μαριχουάνας.

Υπάρχει δε και προσωπική μαρτυρία του γράφοντα, ο οποίος συνάντησε προ 10ετίας σε επαρχιακή πόλη της Ιταλίας μαγκρεμπέ μετανάστη να περιφέρει ένα κλουβί με ένα καναρίνι και να ρωτά με νόημα τους υποψήφιους αγοραστές αν θέλουν να το ταΐσουν.

  1. Από ρεμπέτικο τραγούδι:

Δεν θέλω μόνιμη αγκαλιά, δεν θέλω μόνιμα φιλιά
Δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και που πάω
Τi ώρα γύρισα εχθές, με ποιες αλήτευα προχθές
Τέτοια σκλαβιά δεν την μπορώ, δεν τη βαστάω
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω
Θέλει η ζωή μας αλλαγές και ας τσαντίζονται πολλές
Δεν δίνω φράγκο κάθε μια τι θα μου σούρει
Και το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν' αλλάζει τη τροφή
Κι όχι σκέτο κανναβούρι κανναβούρι
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

  1. - Φίλος ...έχω ...έχω. Έχω.
    - Μπα...
    - Έχω σου λέω. Κανναβούρι!
    - Μπα, είπαμεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αποστομωτική, σλανγκική απάντηση στην ερώτηση-χαιρετισμό «Τί κάνετε;», όταν μας την υποβάλλει κάποιος σπάστης ή εν γένει ενοχλητικός. Στην απάντηση αυτή, είναι ευνόητο ότι ως «περίεργο» χαρακτηρίζουμε τον συνομιλητή μας που μόλις μας υπέβαλλε μια προσωπική ερώτηση, δηλαδή το τι κάνουμε, και του δίνουμε να καταλάβει ότι δεν γουστάρουμε πολλά-πολλά μαζί του και καλά θα κάνει να συμμαζευτεί και να μη ξεθαρρεύεται.

- Καλημέρα σας
- Καλημέρα.
- Τί κάνετε;
- Γαμάμε περίεργους.

Παραλλαγή του εν λόγω λήμματος (από allivegp, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια και ανοίξαμε τη συζήτηση με τον ταμπαβιόλη/παρμπριζουόζο για τους αλλοδαπούς συμπολίτες μας και τα σπορ στα οποία επιδίδονται, η συνέχεια έρχεται με τον πορτοφολέσκου, τον Ρουμάνο (με την έννοια του κατέχοντα Ρουμανική υπηκοότητα και όχι του κλασσικού σλανγκικού ρουμάνου) πορτοφολά, κλέπτη δηλαδή πορτοφολιώνε.

Οι πορτοφολέσκου δρουν σε μέρη όπου επικρατεί συνωστισμός (αστικά λεωφορεία, στάσεις, ουρές, γήπεδα κ.λπ.) και στοχεύουν κυρίως στα πορτοφόλια ανυποψίαστων πολιτών που διατηρούνται στην κωλότσεπη. Άλλες τακτικές των πορτοφολέσκου περιλαμβάνουν την δια τέμνοντος οργάνου διάρρηξη τσαντών και αφαίρεση του περιεχομένου τους καθώς και την όροφο-προς-όροφο λεηλασία κλειστών χώρων όπως Νοσοκομεία όπου οι άνθρωποι δεν έχουν την προσοχή τους στα πράγματα τους.

  1. (Από βλόγιο:)
    Ανεξέλεγκτη η δράση πορτοφολέσκου στο Ηράκλειο. Πάνω από 100 κρούσματα κλοπών πορτοφολιών σε μία εβδομάδα.

  2. (Μέσα σε αστικό:)
    - Το νου σου στον πορτοφολέσκου που σε πλευρίτωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified