Διευθύντρια οίκου ανοχής.
Για ρώτα την τσατσά πόσο έχει το τσιμπουκάκι σήμερα...
Got a better definition? Add it!
Απομάκρυνση, με απαρατήρητο τρόπο, συνήθως έπειτα από κάποιο γεγονός που μας φέρνει σε δύσκολη θέση.
Όταν αρχίζουν να σφίγγουν οι κώλοι, ο Μάκης πάντα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια.
Βλ. και έγινα φιδίσιος
Got a better definition? Add it!
Κάτοικος Ινδίας / Πακιστάν / Μπανγκλαντές κτλ. Ο όρος χρησιμοποιέιται συχνά από Έλληνες κάτοικους της Αγγλίας.
-Πήγα να πάρω μια εφημερίδα, και ο παλιο-μπανιάνος πήγε να με κλέψει.
Got a better definition? Add it!
Χοντρά γυαλιά μυωπίας –τόσο χοντρά, όσο και οι πάτοι μπουκαλιών (π.χ. μπύρας).
Όχι χρυσό μου, το (γυαλί-) πατομπούκαλο δεν είναι της μόδας.
Got a better definition? Add it!
Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.
- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!
Got a better definition? Add it!
Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.
Πάμε για μπάφκετ;
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που έχει ξεμείνει απο γυναίκα.
- Ρεβεγιόν και να έρθω σαν το μπακούρι, δε λέει τώρα.
Got a better definition? Add it!
Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».
Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.
Got a better definition? Add it!
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Got a better definition? Add it!