Ο ιστιότοπος.

Πρόκειται για νεόκοπη σλάνγκεψη του site. Κατεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2010 από τον χρήστη Hodjas εδώ και υιοθετήθηκε με θέρμη από την σλανγκική κοϊνότητα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν προϋπήρχε της ιστορικής αυτής εκπωματώσεως.

- Πώ ρε πούστη! Τα πάντα όλα έχει το σάη! Εκφράσεις και γλώσσες απο ιταλική μέχρι μοσχαρίσα...
(η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του Hodjas)

- Οι πιο πολλοί στο σάη με λένε αλλίβε. Το alli είναι μη συνταγογραφούμενο ντεμέκ φάρμακο αδυνατίσματος.
(αλλιβέ, καθώς διαπραγματεύεται τις διακοπές του με τον ιατρικό επισκέπτη)

- άσ' τον. έχει πάρ' απ' ολά να δώσει στο σάη μ' αυτην την ιστορια
(τζίζας, απευθυνόμενος εκνευρισμένα στον αθηνέζο Hodjax)

- Ακολουθεί βαρυσήμαντος τοποθέτησις. Δυο λόγια για το πώς βλέπω το σάη πρώτα και μετά τα βαθμολογικά.
(χαλικούτσης, εκειά)

- ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα το λήμμα σκέφτηκα ότι κάτι τ. φραπεμανία ξαναχτυπά το σάη, αλλά το καταχάρηκα όταν διάβασα τον ορισμό
(ηρωνίκ, χαϊδεύοντας την γάτα της)

- Άν όμως δεν ήταν οι δικές σου φιλοσοφίες και συζητήσεις δύσκολα θα είχα κολλήσει με το σάη. (ζανουάρ, απευθυνόμενος à son petit chou σε κάποιο μη ευκλείδειο χώρο)

Ο Σλανγκοπατέρας = Σάη Μπάμπα (από HODJAS, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με όλα τα κομφόρ, αντζελιστί.

Ως λολοπαίγνιο, σερβίρεται κυρίως από αστειάτορες συνοδεία γαργαλιέρας.

Πάσα: Perkins.

- Ναι ναι και με όλα τα Ροκφόρ
(σχόλιο Perky, εδώ)

- σε ακριτικά νησιά δεν πάω επειδή δεν έχουν όλα τα ροκφόρ, θέλω τις ανέσεις μου!
(εκεί)

- Στας εξοχάς και ολα τα ροκφόρ..Θαλασσίτσα, τραγουδάκι, υψηλον φρόνημα, Περπατησιά αγέρωχη εις τας ερημικάς λεοφώρους των κοσμοπολίτικων νησιών...εεε Μακρονησος, Αι Σράτης..εεεε!
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτυχίο πανεπιστημίου της ψωροτζέφραινας, αυτό που προσφέρει κάθε εχέγγυο να ενταχθείς κι εσύ στην γενιά των 700 Ευρώ. Και δεν αναφερόμεθα σε ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, μιλάμε για Μαθηματικό Πατρών και βάλε.

Αλλά ας μη γκρινιάζουμε, υπάρχει κι η οικοδομή.

- Ήμουν κι εγώ, κάποτε, ένα συμβατικό παιδί, με τους γονείς μου και τη μικρότερη αδερφή μου, δηλαδή ένα παιδί της μάζας (άχρωμο, άοσμο και άγευστο) που κάποια στιγμή κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να πάρει το «πτωχείο» του ως Μαθηματικός.
(εδώ)

- Στη φτωχοελλάδα που ψωμολυσσαει ηρθαν ολοι και βρηκαν δουλεια και εγω με πτωχιο πανεπιστημιου δε μπορώ!!!
(εκεί)

(από Vrastaman, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποια κομπλεξάρα γράφει άσχετα ή εριστικά σχόλια σε διαδικτυακούς τόπους με αποκλειστικό σκοπό την διατάραξη της συζήτησης και να σπάσιμο των όρχεων των παρευρισκομένων.

Εκ του γνωστού τέρατος τρολ. Ως ρήμα, ανάγεται στο μεσ. Γαλλικό troller, «περιπλανώμαι άσκοπα σε άγρα θηράματος». Η πρώτη δε καταγεγραμμένη σλανγκική χρήση του ρήματος (circa 1967) αφορά το ψωνιστήρι σε κύκλους ομοφυλοφίλων. Τυχαίο; δε νομίζω.

  1. Εν προκειμένω, σ' ένα ιντερνετικό περιβάλλον, αν κάποιος έχει καταλήξει οτι κάποιος άλλος συνομιλητης είναι Τρολ, τότε πολύ απλά δεν ασχολείται καθόλου μαζί του, δεν του δίνει τροφή για να συνεχίσει να τρολιάζει και να γαμάει τα νεύρα των άλλων
    (σοφό σχόλιο Ζανουάρ, εδώ)

  2. Το να χρησιμοποιείς όμως 2 ή 3 ψευδώνυμα και με το 1 να το παίζεις κουλτουριάρα και λογοτεχνίζουσα και με το άλλο να τρολιάζεις ασύστολα, ούτε θεμιτό ούτε αποδεκτό είναι.
    (εκεί)

- Έχει ταράξει το φόρουμ με φωτογραφίες και έχω πρόσφορο (και αντίδωρο αμην) έδαφος για να τρολιάζω (παραπέρα)

σπεκ, σε όποιον το σκέφτηκε αυτό.. (από Jonas, 27/10/10)Πέρασμα Τρολ (από Vrastaman, 04/12/11)"Ψαριανός τρολλάρει Μπουμπούκο". (από patsis, 05/01/12)(από Galadriel, 12/01/12)

βλ. και τρολ, τρολάρω, τρολιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολέκτικλυ, ο πόνος του πέοντα. Προκαλείται (στην καλύτερη περίπτωση) από ξεψώλιασμα ή (στην χειρότερη) από σκουλαμέντο.

Μεταφόρικλυ, η ακαταμάχητη επιθυμία να πηδήσουμε κάποιο αντικείμενο πόθου, όταν δηλαδή της ψωλής μας ο χαβάς μας άγει και μας φέρει. Εναλλακτικά, οποιαδήποτε ακατάσχετη εμμονή.

Βλ. επίσης: κωλοκαούρα.

- Πρέπει να με δει γιατρός, έχω πεθάνει στις ψωλοκαούρες.
- Caveat fututor! Αυτά πεθαίνεις όταν ιππεύεις την Καυλάουρα ασκεπής...

- Έχω τρελή ψωλοκαούρα για το Λίλιαν.
- Σέρνει καράβι, το αμαρτωλό, σέρνει καράβι...

- Έχω ψωλοκαούρα για το iPhone 4...
- Μήπως είστε γκέϊ;

Ο πόνος για τον πέοντα εκφρασμένος τώρα και σε μπαλάντα. Στην μπαλάντα της πούτσας (από GATZMAN, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραυματίζω ή καταπονώ τον πέοντά μου σαν συνέπεια φορτικού και παρατεταμένου ξεκωλώματος συνανθρώπων μου.

Ο ξεψωλιασμένος αποκαλείται και ξεψωλιάρης, το δε αντικείμενο του ακουμπίσματός του ξεψώλι ή ξέκωλο. Εννοείται ότι κάθε ξέψωλο πού σέβεται τον εαυτό του θα ξεψωλιάσει δοθείσης της ευκαιρίας με ζήλο τον σύντροφό του.

Ο όρος μάλλον μας βρήκε εκ του αρχαίου ἀποψωλέω που όμως είχε διαφορετική έννοια, ήτοι: «επιδεικνύω το πουτσοκέφαλό μου όπου σταθώ κι όπου βρεθώ» (λατινιστί, praeputium retrahere alicui). Μεταφορικά δε, ἀπεψωλημένος απεκαλείτο πας έκφυλος ανήρ.

Εκ του αρχαίου ψωλὸς (ο έχων αποκαλυμμένη την βάλανο του μπαργαλάτσου).

εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται (Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ' εδώ πέρα)
Αθη ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος (Κ' εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή μου μέρα!)
(Λυσιστράτη, εδώ)

- Ξεκωλόμουνο ξεψωλόμουνο ξεψώλι εξεψώλιασε ευέξαπτoν ξεψωλιάρη...
(Πείτε το 5 φορές, γρήγορα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ιδιαίτερα αποβλακωμένου ανθρώπου. Στην τροφική αλυσίδα των μουρόχαβλων, οι μουνόχαυλοι διεκδικούν τον κατώτατο και ασθενέστερο κρίκο, αυτόν που ξύνει τον πάτο του βαρελιού.

Εκ του μεσαιωνικού μουνίον > αρχ. μνοῦς (μαλακό χνούδι) και του χαῦνος (ελαφρόμυαλος).

- ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΑΣ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ...ΕΙΣΑΙ ΜΥΞΙΑΡΗΣ, ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΚΑΤΟΜΠΙΝΕς .....ΛΟΙΠΟΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ;;; ΘΕΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ;;; ΕΙΣΑΙ ΠΑΠΑΤΖΗς ΠΟΡΔΟΣΤΟΥΠΗς ΧΑΣΚΟΚΩΛΗς ΚΑΙ ΜΟΥΝΟΧΑΒΛΟΣ ΜΙΝΑΡΕΣ!!! ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΜΠΑΛΑΜΟΥΤΗΣ ΣΑΚΟΡΑΦΑΣ ,ΧΡΕΖΟΠΑΣΤΑΣ ΧΩΣΣΤΑΜΕΡΗΣ ΚΑΙ ΧΟΛΟΒΛΩΤΡΙΦΤΗΣ ...ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ..ΤΩΡΑ ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΑΞΥ;;;; ΤΗΝ ΠΗΡΕΣ ΤΗ ΔΟΣΗ ΣΟΥ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΒΓΗΚΕ Η ΑΡΑΧΝΗ ;;;;;;;
(ψυχανάλυση, εδώ)

- ηρθαν και καποιοι μουνοχαυλοι, που ειτε διαβαζουν για κονσερβοκουτια και νομιζουν οτι αναστηθηκε ο Βελουχιωτης, ειτε διαβαζουν για παλουκια και ερεθιστηκε η ψωλοπροοδευτικη κωλοτρυπιδα τους, ειτε ειναι μπηχτες του διαδικτυου...
(πολιτικές επισημάνσεις, εκεί)

- Βρε αποβλημα γεννας ειπα το αντιθετο;
- α τραβα ρε μαλακα.
- τοσο μουνοχαυλος εισαι.
(εποικοδομητικός διάλογος, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοκαυλιστί, ο πεζικάριος.

Εκ του ΣΤΡ(ΠΖ), Στρατιώτης Πεζικού.

- Πέσε και παίρνε κακομαθημένε, δεν θ' απολυθείς ποτέ!
(καραβανάς προς στριπτιζέρ νεοσύλλεκτο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται ως κοσμητικό επίθετο προς δύο τουλάστιχον μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων:

Θηλυκό: σαπιοκωλού.

- Κάποια σιχαμένη βρωμόπουστα, κάποιος ξεκωλιασμένος άνθρωπος, κάποιος πουτάνας γιος, κατάπτυστος, βδελυρός, επαίσχυντος, γαύρος, αρχίδι, μουνόπανο, μουλόσπερμα, σαπιοκωλάκιας μου κάνει βουντού. Άμα τονε πετύχω θα του γαμήσω τα πάντα...
(εδώ)

- ω, πόσο ανόητος, βλάκας, ηλίθιος, μαλάκας, ξεκωλιάρης, σαπιοκωλάκιας, σαβουρογάμης, παπαροκαύλης ήμουν...
(εκεί)

- Μην ξεχνάς πως αν είναι κάποιος που βλέπει από πρώτο χέρι τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αυτός είμαι εγώ...Και δε μιλάω για παππούδες ή έστω για πατεράδες, αλλά για 25 χρονών παιδιά με εμφράγματα! (το ρεκόρ μου είναι 23 ετών :-Ρ). Αυτά που γράφω αντικατοπτρίζουν μονάχα την προσωπική μου σκωπτικήμε αρκετές δόσεις σαπιοκωλακισμούοπτική την οποία έχεις βέβαια δικαίωμα να απορρίψεις και να με βρίσεις...
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην χρηματιστηριακή αργκό, οι μικρομέτοχοι μικροεπενδυτές. Αυτοί που, όπως οξυδερκώς παρατηρεί ο σύσλανκος ατσεγκέ, πάντα τρώγονται από τα μεγάλα ψάρια.

- Το παράδοξο του να λιγουρεύονται οι «μαριδαίοι» τις τράπεζες δεν είναι καλός οιωνός! (εδώ)

- Αποτελεί μέγα ιστορικόν σφάλμα η άποψις κατά την οποίαν εις την αρχαιότητα δεν υπήρχον χρηματιστηριακοί ναοί του χρήματος.. Υφίσταντο και παρα (εκ του τουρκικού παράς) υφίσταντο. Ωσαύτως μεγίστη πλάνη εστί και η εντύπωσις πως δεν υπήρχον μαριδαίοι, κοινώς επενδυταί. Υπήρχον και παρα (δες ανωτέρω την εξήγησιν της λέξεως) υπήρχον, αλλά αλλέως τους απεκάλουν. Τους ωνόμαζον στρουθία. Ως γνωστόν, στρουθίον εστί πτηνόν μικρόσωμον ως σπίνος ή σπουργίτης.. Με την πάροδον των αιώνων τα στρουθία εμεγεθύνθησαν με αποτέλεσμα να εξελιχθούν εις τους σημερινούς παπαγάλους...
(κλούνος του Γεωργίου Ζάκκη, εκεί)

- Σιγά ρε παιδιά τόσο καιρό αγοράζουν μαριδαίοι πια!!! Η θειά μου η Σούλα ούτε ο Warren Βuffet να ήταν δεν θα αγόραζε τόσα κομμάτια. Οι μαριδαίοι είναι εκτός χαα, εδώ και χρόνια πια...τι λέμε τώρα για 40.000 κωδικούς (κι άμα); Τι μπορεί να επηρεάσουν; Τίποτε. Οι ελέφαντες πουλάνε και αγοράζουν. Κι οι ελέφαντες θα το πάνε όπου θέλουν.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified