Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.

- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή για άσκηση σωματικής βίας, συνήθως απευθυνόμενη με περιπαικτική διάθεση ιδίως σε άτακτα παιδία.

Επίσης χρησιμοποιείται στα πλαίσια ήπιων σαδομαζοχιστικών αθλοπαιδιών.

Αννούλα πρόσεξε μη χύσεις το γάλα γιατί θα σε αφαλοκόψω άτσαλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που υποδηλώνει ότι εχει πέσει πάρα πολλή δουλειά ή χώσιμο.

Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε από το αρχαιότερο επάγγελμα, στο οποίο ο βαρύς φόρτος εργασίας ενίοτε προκαλεί την εν λόγω παρενέργεια.

Αγγλιστί, our vagina has coagulated.

Σε τρέχουν οι μεγαλύτερες σειρές; Είσαι το κωλόψαρο του λόχου; Έχει πήξει το μουνί σου στις αγγαρείες; Σου έχει τεντώσει το κορμάκι ο Λοχαγός; Πάρε τον Τηλε-Παλιό!
(από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, τα αρχίδια, τα καλαμπαλίκια. Χωρίς αυτά, κοκό γιοκ!

«...οι μονίμως ανικανοποίητοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν γράφοντάς μας στα κοκόβια τους, ζητώντας αυξήσεις και προνόμοια που θα πληρώσει ο φορολογούμενος που δεν βγάζει ούτε τα μισά για διπλή εργασία...»
Από forum

Πρώην μον-άρχης, νυν Κοκός. (από Vrastaman, 26/08/08)Αντίο κοκόβια (από Vrastaman, 26/08/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον πούτσο, στην τοπική διάλεκτο της Μάνης.

- Κουμπάρε, πάω για κυνήγι.
- Θα πιάσεις ένα μπουλούκι πόντσους!

Υπτάμενος πόντσος (από Vrastaman, 26/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε έχει καταστεί της μοδός, συχνά σε εκνευριστικό βαθμό.

Η έκφραση αρχικά αφορούσε στην haute couture, φοριέται όμως πλέον παντού.

«Το διαζύγιο φοριέται πολύ στις ανεπτυγμένες κοινωνίες»
(από blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο που εμφανίζει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αντιήρωας, αουτσάιντερ. Μόνιμο θύμα αδικίας ή καταδίωξης, συχνά εκ πεποιθήσεως.

Εκ του Αγγλικού underdog.

- Τι ομάδα είσαι;
- Αεκάκι, φίλε μου!
- Καλώς το υπόσκυλο!

(Υπο)σκυλίσια ζωή! (από Vrastaman, 25/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την λέξη δεδομένα κατά όσους:
α) Έμαθαν Ελληνικά διαβάζοντας Μικυμάου (ή άλλα κείμενα γραμμένα με κεφαλαία και χωρίς τονισμό),
β) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
γ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

«Μαρία με τα κίτρινα με βάση τα δεδόμενα
εδώ ο πλανήτης σφάζεται και συ το παίζεις γκόμενα»

Η Κιβωτός, Ελένη Βιτάλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική λέξη για τον στοματικό έρωτα, και ιδιαίτερα τις πίπες μεταξύ ομοφυλόφιλων στον χώρο της μόδας.

Πιθανώς παραφθορά του Γαλλικού sucette, γλειφιτζούρι (βλ. σχόλια της karolinetto παρακάτω).

Τρίτη 10:00 - 10:20 πμ. Σουσέλ με τον Τάκη...
(Από το ημερολόγιο γνωστού μόδιστρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυρετός που πλήττει κάθε πύρκαυλο, έγκαυλο, ή οιονδήποτε έχει απολέσει τα ωά τε και τα πασχάλια λόγω ερωτικής ή άλλης διεγέρσεως.

Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.

«Καυλοπυρέσσων ων, πήγαινα στο κρεβάτι κι έκανα πλονζόν ανάμεσα στη Τζένιφερ και την Βίβιαν. Πέφτανε πάνω μου και με ξεζούμιζαν οι καριόλες. Το δωμάτιο είχε καθρέφτες παντού – όπου και να κοιτούσα έβλεπα βυζιά, μουνιά και κώλους.»

Από το blog του Πιστιρίκου

Spring fever (ξανά-μανά) (από HODJAS, 03/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified