Χαρακτηρισμός γυναίκας η οποία είναι σεξουαλικώς εντελώς παθητική, δεν παίρνει ποτέ καμιά πρωτοβουλία, απλά ξαπλώνει στο κρεβάτι αφήνοντας τον άντρα να κάνει τα πάντα με αποτέλεσμα να παίρνει το σχήμα αστερία.

Ρε φίλε ωραία είναι αυτή, αλλά είναι τρελός αστερίας στο κρεβάτι τι να την κάνω, εγώ θέλω μια ανάφτρα.

Ένα ικανό πουλί, μπορεί να τον φάει τον αστερία ζωντανό (και να του αρέσει κιόλας) (από Galadriel, 01/03/09)

Δες και έπιπλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψουρίζω (συνήθως παρόντος κάποιου άλλου), γκρινιάζω συνέχεια, παρατεταμένα, ενοχλητικά δοθείσης πρώτης ευκαιρίας.

Εναλλακτικά: παραπονιέμαι για τα πάντα, νιώθω ο αδικημένος της ζωής.

Προέλευση/ετυμολογία: από την αγγλική λέξη «whine». Η ελληνική έκδοση προσθέτει το στοιχείο του ενοχλητικού, του συνεχόμενου και παρατεταμένου με αποτέλεσμα το σπάσιμο νεύρων του συνομιλητή/παρηγορητή.

  1. -Τι θα κάνεις τώρα, θα συνεχίσεις να γουαϊνάρεις για τις γκόμενες ή θα κοιτάξεις λίγο τον εαυτό σου; Δεν αξίζει να χαλιέσαι γι' αυτή.

  2. - Ορεστάρα, μη γουαϊνάρεις ρε φίλε για το μέιτζ, μια χαρά είναι το κλας μας έχεις πάρει τ' αυτιά τόσην ώρα.

  3. - Μην τον φέρεις ξανά στην παρέα δεν αντέχω αυτό το γουαϊνάρισμα για την πορεία του Παναθηναϊκού όλη την ώρα, φτάνει πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι συνοδεία πολλών σε έναν (1) αντίπαλο ή σε ολιγάριθμη αντίπαλη ομάδα, κάνω ντου μαζί με πολλούς άλλους. Εναλλακτικά το παράγωγο ουσιαστικό (ζεργκ ή ελληνιστί ζεργκάρισμα) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «κοσμοσυρροή».

Προέλευση/ετυμολογία: Το ρήμα προκύπτει από τη φυλή των Ζεργκ στο Starcraft, των οποίων προσφιλής τακτική ήταν να επιτίθενται στον αντίπαλο με πολυάριθμες αδύναμες μονάδες, μην αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

  1. - Πωπω ρε φίλε εκεί που φάρμαρα έσκασε ένα ρέιντ και με ζέργκαραν. Ούτε που κατάλαβα πως πέθανα.

  2. - 'Αντε άντε πιάσε καμιά θέση γιατί μετά θα πέσει ζεργκάρισμα.

  3. -Κοίτα εδώ να δεις πως ζέργκαραν την κοπελίτσα τα λιγούρια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.

Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.

Jim Henson, Kermit the Frog. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του αγγλικού ιντερνετικού όρου for teh lulz που σημαίνει ανάλογα με το νόημα της πρότασης που χρησιμοποιείται:

  • γελάω εις βάρος κάποιου
  • κάνω κάτι για χαβαλέ το οποίο θα ζημιώσει τον άλλο
  • κάνω κάτι για πλάκα ενώ ξέρω ότι θα αποτύχω
  • κάνω κάτι εντελώς γελοίο και χωρίς νόημα που κάνει τους άλλους να γελάνε μαζί μου ή μ' αυτόν που θα ζημιωθεί απ' αυτήν την πράξη.

- Ρε φίλε τι κάνει αυτός ο καραγκιόζης εκεί, κατουράει πάνω στο αμάξι της γκόμενας;
- Ναι ρε, ο τύπος το κάνει φορ τεχ λουλζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified