'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:
1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.
2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.
Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.
Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».
- Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.
- Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.
- Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!