Κατορθώνει το ακατόρθωτο.
Υπερβολική έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην εξαιρετική επιδεξιότητα που έχει κάποιος - συνήθως πρόκειται για πολύ έξυπνο, έμπειρο και καπάτσο άνθρωπο.

Παρόμοιες εκφράσεις:
Πιάνει πουλιά στον αέρα
Καλιγώνει (πεταλώνει) τον ψύλλο
Είναι γάτα με πέταλα

- Τον έκοψες πώς τύλιξε τον πελάτη σε μία κόλλα χαρτί; για πότε τον έβαλε να υπογράψει την συνφωνία ούτε ο ίδιος το κατάλαβε...
- Ναι ρε, ο Βαγγέλας είναι γριά πουτάνα...
- Και με όρους, όχι μαλακίες φίλε μου! ένα μύριο ατάκα κι επιτόπου για εξοπλισμό που ήδη είχε στο μαγαζί του! ρε, αυτός είναι ικανός να πουλήσει πάγο σ' εσκιμώο!
- Εμ καλά λέω γω ότι αυτός σκίζει την τρίχα στα δύο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά φράση που εμπνεύστηκε από τη μαγκιά, την αντρίλα και το ζοριλίκι που απέπνεε στους κινηματογραφικούς του ρόλους ο γνωστός έλληνας ηθοποιός. Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε είχαν κοινό παρονομαστή την «σκληράδα» που δεν του επέτρεπε να κωλώνει πουθενά και μπροστά σε τίποτα - σε κακούς, καλούς, άντρες, γυναίκες, με ιδιαίτερη σπεσιαλιτέ τα τσαμπουκαλέματα πάσης φύσεως.

Ο Γιώργος Φούντας απόδωσε αυτούς τους χαρακτήρες με τόσο ζήλο που η υποκριτική του τέχνη παραστρατούσε συχνά-πυκνά προς τη γραφικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση όμως άφησε εποχή με την έντονη παρουσία του στον ελληνικό (και διεθνή κάποιες φορές) κινηματογράφο των δεκαετιών του '50 και του '60.

Αυτή η γραφικότητα και η υπερβολή αποτυπώθηκαν σε αυτήν την φράση που λεγόταν/λέγεται όταν κάποιος είναι στα πρόθυρα λήψης ρίσκου, λίγο πριν προβεί σε απονενοημένο διάβημα που (εκ πρώτης τουλάχιστον) φαίνεται καταδικασμένο. Λέγεται από κάποιον είτε αυτοσαρκαστικά ή με κομπασμό για το μέγεθος των αρχιδιών του (αναλόγως των αποθεμάτων χιούμορ που διαθέτει).

1
- Ρε φίλε αυτό το Μαράκι το γουστάρω τρελά, λέω στα σοβαρά να της πω να πάμε για κανά ποτάκι...
- Πού πα ρε Καραμήτρο; Το Μαράκι είναι γκόμενα χλιδάτη, με τα φράγκα του μπαμπάκα της, να τρέχει στα Παρίσια κάθε τρεις και δύο, είναι γι' άλλα κόλπα το κορίτσι... εσύ με τις τρεις κι εξήντα θα την βγάζεις στα παγκάκια για πασατέμπο; Φιρί φιρί πας να την φας τη χυλόπιτα...
- Γάμησέ μας ρε Αλέκο… σε είδαμε κι εσένα, όλο μη αυτή και μη εκείνη, στο τέλος όλο με τη χείρα με τα πέντε ορφανά τη βγάζεις! Εγώ θα της μιλήσω κι ας φάω και χυλόπιτα στο φινάλε! ε μα πια, σιγά μην κωλώνει ο Φούντας!
- Ε καλά ρε μεγάλε, δεν είπαμε και τίποτα, πάω πάσο… αφού γουστάρεις, έμπαινε!

2
Διάλογος μεταξύ ταβλαδόρων πάνω σε κρίσιμη στιγμή στο πλακωτό:
- Καλά ρε μαλάκα, είσαι με τα καλά σου; την παραμάνα σου αφήνεις;!
- Γιατί ρε; κωλώνει ο Φούντας;

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα συχνότερα, αλλά και ο άντρας, προχωρημένης ηλικίας.
Ανήκει σε κατηγορία λέξεων που σκοπός τους είναι τα καυστικά πειράγματα γύρω από αυτό που δεν έρχεται μόνο του αλλά πάει πακέτο μαζί με άλλα όπως το πέσιμο, το χέσιμο, τα ξεμωράματα, οι γεροντοέρωτες κ.λπ. Χρησιμοποιείται όμως και για άτομα που το πόδι τους απέχει αρκετά μακρύτερα απ' το λάκκο.

Άλλες λέξεις που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: Ακρόπολη, Πελοπόννησος.

Η Καπνικαρέα είναι μικρή ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας (Ερμού) και η μνεία της σε θέματα ηλικίας προφανώς οφείλεται στο ότι υπάρχει εκεί από τον 11ο αιώνα.

- Θυμάσαι εκείνους τους σχολικούς γαμοχορούς το 80; Μωρ' τι ζωντόβολα που 'μαστε τότε!
- Κρύβε λόγια μωρή, θα μας πάρουν χαμπάρι τις καπνικαρέες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα-σκύλα. Οι διαβαθμίσεις της κυμαίνονται από τη δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της έως την συμπλεγματική που επιχειρεί να επιβάλλεται πάντα, παντού και στον οποιονδήποτε με επιθετικούς τρόπους και εξίσου συμπλεγματική συμπεριφορά, ενδίδοντας στον ψυχαναγκασμό του να αποδεικνύει συνεχώς την (κακώς εννοούμενη) αξία της. Ο χαρακτηρισμός είναι συνηθέστερος γι' αυτό το άκρο και με προσβλητική έννοια.

Σαφής η προέλευση της λέξης από την αγγλική bitch η οποία έχει ενσωματωθεί στα ελληνικά και αυτούσια (μπιτς). Καμία σχέση όμως με την παραλία (beach, όπου το ι εδώ προφέρεται πιο μακρόσυρτα) αν και αυτό δεν αποτρέπει τη μπιτσάρα να παίρνει και την στάση παραλίας, άσχετο.

  1. (Έχουσα το γνώθι σ' εαυτόν:)
    Μου 'ρθε ο Γιώργος σήμερα με λουλούδια και συγγνώμες για τα χθεσινά αλλά δεν μάσησα και τον έστειλα στον αγύριστο! Δεν τού 'φτανε το χθεσινό χεσίδι, ήθελε κι άλλο σήμερα! Θα του δείξω εγώ με τι μπιτσάρα έχει να κάνει!

  2. (Συζητούν δύο συνάδελφοι:)
    - Καλά, τι φρούτο είναι αυτή η καινούρια προϊσταμένη;
    - Άστα, απ' την μέρα που πάτησε το πόδι της στο γραφείο μας πάει κωλοφεράντζα... Αντί να ξεστραβωθεί να μάθει που παν τα τέσσερα πρώτα... Τι θέλει ν' αποδείξει δεν μπορώ να καταλάβω!
    - Τι να θέλει η μαλάκω, ότι είναι και γαμώ τα μανατζίρια, ότι αυτή είναι και κανείς άλλος!
    - Λες να το κάνει τώρα στην αρχή και με τον καιρό να το αφήσει το μαστίγιο;
    - Ας γελάσω! αυτή το 'χει στο DNA της, δεν την κατάλαβες τι μπιτσάρα είναι;

  3. (Συζητούν δύο συνάδελφοι [έχει πέραση σε εργασιακούς χώρους]:)
    - Τι είναι αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω...
    - Κοίτα, η γυναίκα το κατέχει το πράγμα καλά και έχει τεκμηριωμένη άποψη, νομίζω δικαιολογημένα στη βγήκε στο μίτινγκ...
    - Ναι δεν λέω, την είπα την πίπα μου κι εγώ, αλλά πολύ μπιτς η γυναίκα ρε φίλε...
    - Με την καλή έννοια! η Νίκη είναι τσακάλι στη δουλειά της και δεν σηκώνει έτσι για πλάκα μα και μου!

(από King_Alobar24, 21/09/08)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Κοινώς αποκαλούμενο το γυναικείο όργανο που βρίσκεται κάτω από το σημείο στο οποίο ενώνονται οι «νύμφες» (τα μικρά χείλη του αιδοίου στα αρχαία, ενώ «άμβωνες» τα μεγάλα).

Εκτός από πηγή ηδονής, ενίοτε χρησιμεύει στο να ρίχνει και κλωτσιές -έτσι τουλάχιστον νομίζουμε ως λαός κατά τα φαινόμενα (βλ. έκφραση στο παράδειγμα 1).

Συνώνυμο: η γαργαλήθρα.

Η ανατομία στα αρχαία και το συνώνυμο είναι από το blog ΖΜΠΟΥΤΣΑΜ.

  1. Η γνωστή έκφραση που πιθανότατα προέρχεται από φαλλικό αποκριάτικο τραγούδι: «του μουνιού σου το γλωσσίδι μου 'ριξε κλωτσιά στ' αρχίδι»

  2. Από παρωδία ...ομηρικού έπους (πέους):
    «Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
    και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι»

  3. «Στη συνέχεια σφυροκόπησα το μακρύ γλωσσίδι του μουνιού της και κάρφωσα την άκρη της γλώσσας μου στην σφικτή της κωλοτρυπίδα» (από εχμ.. «φόρουμ»).

Εξιδανικευμένη βερσιόν. (από Vrastaman, 19/09/08)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αδιαφορίας και γραψίματος που εμπεριέχει δόσεις επιθετικότητας και μπιτσοσύνης.

Λέγεται από γυναίκα κατ' αντιστοιχία των στ' αρχίδια μου, ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια, κ.λπ.

- Μωρή πες αλεύρι...
- Έλα λέγε.
- Είδα τον πρώην σου.
- Χεστηκαμάν!
- Ναι σιγά, κι άμα σου πω ότι τον είδα με παρέα; (κλείσιμο ματιού)
- Στο μουνί μου το ιδιότροπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διδακτορικό περιπαιχτικά, όπως προκύπτει από λογοπαίγνιο των αρχικών του τίτλου. Παραπέμπει σε άμεση σύνδεσή του με τον πούτσο, ανάγκη που προκύπτει από και για διάφορους λόγους, όπως: η διακωμώδηση και απομυθοποίησή του, η οικειότητα με το αντικείμενο, η επί μακρόν δυσκολία και τα απαιτούμενα αλλά δυσεύρετα συνήθως μέσα για την απόκτησή του.

Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία του τίτλου Doctor of Philosophy, Ph.D. δηλαδή, που κανονικά προφέρεται πι-έιτς-ντι. Είναι δημοφιλής σε κύκλους ελλήνων φοιτητών στο Αμέρικα και ιδίως σε αυτούς των υποψηφίων πουτσουντούχων.

Επίσης σημειώνεται πως άλλο πουτσουντί και άλλο P.h.D..

- Πόσο θέλει ακόμη ο Μήτσος να τελειώσει;
- 3-4 χρόνια στο νερό, τώρα τέλειωσε το μάστερ και συνεχίζει ακάθεκτος βλέπεις για διδακτορικό...
- Α καλά, 2 χρόνια μάστερ, 4 χρόνια πουτσουντί, φέξε μου και γλίστρησα... Άμα γυρίσει ποτέ Ελλάντα, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη!

Το κλιπ με τα χαμένα έξι χρόνια (από poniroskylo, 09/10/08)

Δες και δικτατορικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι αυτός που μεταμφιέζεται στις απόκριες. Αυτός που χρησιμοποιώντας μάσκα και αμφίεση (μασκαριλίκια) αποκρύπτει ή μεταβάλλει την πραγματική του ταυτότητα για να σατιρίσει πρόσωπα και καταστάσεις, να προκαλέσει γέλιο ή απλά να συμβαδίσει με τα έθιμα των ημερών.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για τον γελοίο στην εμφάνιση αλλά κυρίως στη συμπεριφορά. Στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί ύβρη για άνθρωπο (;) αναξιόπιστο, απατεώνα, λαμόγιο. Για κάποιον που είτε με φαρισαϊκά σχήματα ή με πουστιές προσπαθεί να αποσπάσει εμμέσως τα επιδιωκόμενα και να οδηγήσει τις καταστάσεις προς όφελός του, υποβιβάζοντας τη νοημοσύνη των άλλων.

Η βρισιά είναι κλασική και από τις προσφιλέστερες που πολύ εύστοχα χρησιμοποιεί ο λαός για να αποκαλεί ή να χαρακτηρίζει τους πολιτικούς που ο ίδιος επιλέγει (έτερον εκάτερον) να τον εκπροσωπούν και να τον κυβερνούν.

  1. Από στίχους των Active Member:

Και να σου πάλι η αφεντιά σου στο βήμα και είναι κρίμα
επαναστάτης να μην τα λέει όλα χύμα
με το κοινό από κάτω να γελάει ευχαριστημένο
να ακούει αυτά που θέλει από κομπάρσο πουλημένο
μασκαρά, φουκαρά, ποπολάρο, ξεχασμένο,
αναγεννημένο, με υποβολέα κρυμμένο
που 'χει μπερδέψει χαρτιά από σενάριο πειραγμένο,
μα δεν γαμιέται, άλλο ένα παιχνίδι στημένο.

  1. Οι στίχοι του «Γκρέκο Μασκαρά» από τον Γιάννη Μηλιώκα:

Τσίρκο, παράγκα, φίρμα γκρέκα
τέμπο, μουργέλα, αγγαρεία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά
μασκαρά, γκρέκο μασκαρά

Μάτσο αμάκα καπιτάλε
σκάρτο, τανάλια, πολιτσία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά...

Σβέλτα, μαντόνα, μανιβέλα
φρένο, στραπάτσο, αραμπόλα
μόδα, καβάλα, ντόλτσε βίτα
τρόμπα, φιγούρα, σαχλαμάρα κι άρπα-κόλλα

  1. Στίχοι από «Της αμύνης τα Παιδιά»

Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ' την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified