Δεκατιανό είναι το γεύμα ανάμεσα στο πρωινό και το μεσημεριανό. Πήρε το όνομά του από την ώρα 10, γιατί περίπου εκείνη την ώρα λαμβάνουμε ένα ενδιάμεσο γεύμα. Είναι επίσης γνωστό ως κολατσιό.

- Θα περάσετε όλοι στη σειρά για να πάρετε το δεκατιανό σας. Σήμερα έχει κρουασάν, όποιος πετάξει το περιτύλιγμα κάτω, έχει 3 μέρες φυλακή από τον λοχαγό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διερμηνέας, ρίζα αραβική < αραβ. targumān -ος με μετάθ. του [r] και τροπή του αρχικού [t > δ], η οποία πέρασε εν συνεχεία στα τουρκικά. Μέγας δραγουμάνος ήταν τιμητικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι διερμηνείς μετέφεραν εντολές σε ξένους στρατιώτες, επισκέπτες και όπου τέλος πάντων χρειαζόταν συνεννόηση. Μετέφραζαν έγγραφα, έγραφαν εντολές και γενικά ήταν μεσάζοντες σε συμφωνίες και εντολές.

Ο Μέγας Δραγουμάνος της Πύλης κατέφθασε στο αρχηγείο του Ρωσικού Στρατού, προκειμένου να μεταφέρει την οθωμανική πρόταση για ανακωχή.

(από krepsinis, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο σκυθρωπός και κακόκεφος άνθρωπος. Μάλλον η λέξη προέρχεται από τα λατινικά [λατ. murcus (κουτσουρεμένος) + flexus (γερμένος προς τα κάτω) = μουρτζού φλ(ης) -α]

- Πέρασα το πρωί από το σπίτι και είδα τον πατέρα σου. Πολύ μουρτζούφλης ρε φίλε, μπας και με αντιπαθεί;
- Όχι ρε, τον έχει πάρει από κάτω με τις πανελλήνιες, επειδή ο αδερφός μου δεν πέρασε, γι' αυτό είναι έτσι.

Mourtzoufliko poniroskylo (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξεως είναι η παρδαλή κατσίκα ή προβατίνα, άνω των 6 ετών, που δεν γεννάει πια. Υβριστικά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός άσχημη γυναίκας προχωρημένης ηλικίας. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα αλβανικά [αλβ. gjosa, γίδα].

  1. Ο Εθνικός Σταρ είμαι εγώ και όχι η γριά γκιόσα! (δήλωση Εθνικού Σταρ Ανδρέα Ευαγγελόπουλου).

  2. (καταχώρηση από το Agrotravel.gr)
    «Επισκεφθείτε τα «γκιοσάδικα» στο Δήμο Μiδέας της Αργολίδας. Κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο , την Κυριακή του Θωμά, έως τις 14 Σεπτεμβρίου (συνήθως), είναι η καλύτερη εποχή για τα παραδοσιακά εστιατόρια της περιοχής να ετοιμάσουν , με τον μοναδικό τους τρόπο, την γκιόσα , ψημένη σε πετρόχτιστο φούρνο. Πλησιάζοντας, η μυρωδιά προμηνύει τι «μέλλει γενέσθαι» και αποχωρώντας …δεν είστε σε θέση να σκέφτεστε καθώς η γαστριμαργική σας εμπειρία και το ντόπιο κρασί δεν σας το επιτρέπουν».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρρεν σχετικά προχωρημένης ηλικίας (άνω των 55), ο οποίος γλυκοκοιτάζει γκομενάκια-τρυφερούδια ηλικίας 17-23 και φυσικά τα επιβουλεύεται, σκεπτόμενος το κλασσικό σλόγκαν «έλα στον θείο». Η συμπεριφορά του είναι τις περισσότερες φορές γλοιώδης και η στάση ζωής «θέλω να γαμήσω γκομενάκια» είναι χαραγμένη στο κούτελο του.

  1. Από site ελληνικού blog:
    «Επρεπε να γνωρίζεις αγαπητέ μου ΑΦΜ ( σαν να μιλώ στην εφορία είναι γμτ ), έπρεπε να γνωρίζεις ότι εγώ είμαι γερομπισμπίκης και ουχί πιτσιρίκος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα σχόλια που δέχομαι είναι του στίλ : «Τι έγινε με την μικρούλα γερομπισμπίκη την κατάφερες;»»

  2. Τι καργιόλες είναι οι γυναίκες ρε φίλε... Πέτυχα στο δρόμο εκείνο το βρωμιάρη γερομπισμπίκη που μένει στην πολυκατοικία μου, με ένα μουνάκι γύρω στα 20. Εμένα μ' έχει στο κλάσιμο και πάει μ' αυτόν... Απίστευτο...

(από krepsinis, 13/09/08)Τώρα ΚΑΙ σε βάρκα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «καβλομούνι». Πρόκειται για νεαρά κορασίδα, με εμφάνιση προκλητική, που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τονίσει τους βύζους, την κωλάρα και (ει δυνατόν) να φανεί και η μούνα της, και στόχο να καβλώνει κόσμο. Εννοιολογικά είναι κοντά στο καβλοράπανο, αλλά ηλικιακά έχει παραπάνω χρόνια. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η κλασική καβλομούνα είναι μεταξύ 24-35, προκαλεί μεν, αλλά δε γαμιέται απαραίτητα.

Πάμε ρε μαλάκες στο μέρος που σας λέω και θα πάθετε μουνόπλακα: είναι τίγκα στις καβλομούνες, οι οποίες αποδεδειγμένα γαμιούνται, δεν παίζουν απλώς. Ο Πέτρος που έχει έρθει κανά δυό φορές έχει ήδη πάρει μία.

Βλ. και σχετικά λήμματα -μούνα, -γκόμενα και θεόμουνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση, η οποία περιγράφει τον πολλά βαρύ και χολωμένο άνθρωπο. Όταν κάποιος για οιονδήποτε λόγο θυμώνει και το δείχνει έντονα (ο λεγόμενος τζώρας), χρησιμοποιούμε τον όρο «το παίζει βαρύ πεπόνι».

- Πάμε να φύγουμε, δεν την παλεύω στο σπίτι μία. Μάλωσα με τη μάνα μου και δεν την αντέχω, μου το παίζει βαρύ πεπόνι από χθες και τα έχω πάρει.
- Κούλαρε ρε φίλε, η γυναίκα έχει περάσει τα ελέη του Χριστού.

(από panos1962, 18/11/09)Το Βαρύ Πεπόνι (Π. Τάσιος 1977) (από HODJAS, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified