Παλιά και κλασσική έκφραση, που σημαίνει ότι δύο άνθρωποι βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον, έχουν πολλά κοινά και ταυτίζονται. Ακριβώς όπως το βρακί αποτελεί βασικό στοιχείο του κώλου (κάτι βέβαια που δεν είναι απόλυτο πια) και δεν μπορούν να υπάρξουν ξέχωρα, έτσι και δυο στενοί φίλοι είναι αχώριστοι.

- Άκουσες για μία νέα θέση στο Υπουργείο Οικονομικών;
- Όχι, αλλά θα ρωτήσω τον πατέρα μου. Ο Γενικός Γραμματέας ήταν συμφοιτητής του και είναι κώλος και βρακί εδώ και πολλά χρόνια. Θα ρωτήσω και θα σού πω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία σημαίνει ότι για να πετύχει κάποιος κάτι, πρέπει να οργανωθεί και να προσπαθήσει σκληρά. Το καλό και επιθυμητό αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που έρχεται ξαφνικά και εύκολα. Ουσιαστικά προσεγγίζει την έκφραση «τα αγαθά κόποις κτώνται». Για να βάψει κανείς αυγά, πρέπει να ακολουθήσει μία ορισμένη διαδικασία, η οποία δεν έχει τίποτα κοινό με το κλάσιμο.
Η έκφραση υπάρχει και στα Αλβανικά «Vezët, nuk ngjyhen me pordhë».

- Πατέρα, αποφάσισα να δώσω για ιατρική. Θα ξεκινήσω διάβασμα σε ένα μήνα, πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
- Χαίρομαι αγόρι μου, αλλά ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Να θυμάσαι πάντα στη ζωή σου, ότι με πορδές δεν βάφονται αυγά!

(από Khan, 06/04/14)

Επίσης και mit porden nicht vafen avgen.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ως κωλοπετσώτρα. Αν και είναι τριγενές, τις περισσότερες φορές αποδίδεται σε γυναίκα. Αναφέρεται σε άτομο γένους θηλυκού, εξαιρετικά έξυπνο και ικανό να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει με καπατσοσύνη. Σύνθετο επίθετο, από το ουσιαστικό κώλος και το ρήμα πετσώνω.

- Η θεία κατάφερε να πάρει το χωράφι στο Πανόραμα: χθες με πήρε η γιαγιά και μου το είπε.
- Έγινε ακριβώς αυτό που περίμενα. Δεν είχα αμφιβολίες ότι η κωλοπετσωμένη θα πετύχει αυτό που διεκδικούσε χρόνια. Το κυνήγησε εξάλλου με σθένος και επιμονή.

Καπάτσα, καπάτσα, έφαγε την χλαπάτσα. (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική σημασία της λέξης, η οποία είναι τουρκικής προελεύσεως (çavus), είναι στρατιωτικός βαθμός υπαξιωματικού. Το μεταφορικό της νόημα είναι ο ξεροκέφαλος και απαιτητικός άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από δυναμισμό και επιθετικότητα. Σχεδόν αποκλειστικά χαρακτηρίζει γυναίκες.

- Ωραίο γκομενάκι η ξαδέρφη του Γιώργου, αλλά πολύ τσαούσα ρε παιδί μου. Αν δε γίνει το δικό της φέρνει τα πάνω κάτω και τους παίρνει όλους ο διάλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα μεγαλόσωμη και εύρωστη, γεροδεμένη και ψηλή. Προελεύσεως ιταλικής [tartana = το πλατύ φορτηγό καράβι]. Δεν είναι απαραίτητα η ανδρογυναίκα, η νταρντάνα μπορεί να είναι και ερωτική. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιείται και ο όρος «νταρντανομούνω».

- Ρε, εκείνο το γκομενάκι το ωραίο που συναντήσαμε στο μετρό χθες πώς το λένε;
- Ποια λες, την νταρντανομούνω με το ντεκολτέ;
- Ναι, ωραίο μουνί, τη γούσταρα.
- Ξέχνα το, έχει γκόμενο και δεν είναι γαμιόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική λέξη εν είδει ρηματικού ουσιαστικού, που χρησιμοποιείται συχνά στα νέα ελληνικά. Αποτελείται από το άρθρο του αρσενικού γένους και το ρήμα γαμάω. Δομικά προσομοιάζει με το γερούνδιο στα αγγλικά και τα γερμανικά.

Το νόημα της παραπέμπει σε άτομο η γνώμη του οποίου μετράει και έχει κερδίσει το σεβασμό όλων, που επιβάλλεται χωρίς καμία αντίρρηση. Προκειμένου να καταλάβουμε ποιος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο γαμάω, μπορούμε να φέρουμε το μυαλό μας τον Μάρλον Μπράντο στο Νονό ή τον Ντε Νίρο στην «Έξαψη» («Heat»). Μία κλίμακα κάτω από τον γαμάω βρίσκεται ο γιος του γαμάω.

  1. - Τελείωσε η ιστορία, το αυτοκίνητο θα πουληθεί και τα λεφτά τα κρατάω εγώ.
    - Τι λες ρε μεγάλε, ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο γαμάω; Για κούλαρε λίγο!

  2. - Ποιος είναι αυτός που έσκασε μύτη με υφάκι, ο γαμάω του μαγαζιού;
    - Είναι εφοριακός και σκάει μύτη σαν εξουσιαστής. Όλοι του γλείφουν τ' αρχίδια γιατί δεν κόβουν αποδείξεις...

Δες και ο σκοτώνω. Ακόμη: άμεση ουσιαστικοποίηση ρήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική έκφραση, η οποία περιγράφει το σοβαρό και βλοσυρό ύφος που επιδεικνύουν κάποιοι σε διάφορες καταστάσεις, προκειμένου να δημιουργήσουν εντυπώσεις φόβου και σεβασμού. Συνώνυμο του υπερόπτη. Οι Καρδινάλιοι ως γνωστόν είναι ανώτατοι κληρικοί της καθολικής εκκλησίας, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην εκλογή του πάπα και να εκλεγούν οι ίδιοι, κάτι αντίστοιχο με τους Ορθόδοξους Επισκόπους. Πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η Εκκλησία στη Δύση είχε ακόμα πολιτική δύναμη, οι καρδινάλιοι ήταν συνώνυμο της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας.

  1. Ποιος είσαι εσύ ρε, που θα έρθεις στο σπίτι μου την ημέρα της γιορτής μου με υφάκι σαράντα καρδιναλίων, για να μου πεις να μην κάνω θόρυβο.

  2. — Πάμε κλαμπάκι σήμερα;
    — Άσε ρε, που θα πάμε να φάμε στη μάπα τις ψωνάρες που σε κοιτάνε με υφάκι σαράντα καρδιναλίων μόλις πας να πεις μία κουβέντα. Δε γαμιούνται λέω εγώ;

(από krepsinis, 18/09/08)Στο 0.42. (από Khan, 22/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που συνεχώς εκφράζει παράπονα και κλαίγεται για τη φτώχεια και τη δυστυχία του, προκειμένου να προσελκύσει τη λύπη και το έλεος του περίγυρου και να τον βοηθήσουν. Κατά πάσα πιθανότητα βυζαντινής προελεύσεως.

- Μα ήταν ανάγκη να δώσετε τόσα λεφτά για γραφεία; Δε σάς έφτανε κάτι πιο απλό;
- Σταμάτα να μεμψιμοιρείς όλη την ώρα ρε φτωχοπρόδρομε, μιά ζωή σε θυμάμαι να μιζεριάζεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό και παλαιομοδίτικο ρήμα, που σημαίνει αρπάζω με δόλο, επιτίθεμαι σε γυναίκα έχοντας ανήθικους σκοπούς, δηλαδή στοχεύοντας να της τον φορέσω. Νοηματικά το ρήμα ενέχει την πονηριά και τις υποχθόνιες διαθέσεις που προέρχονται από τις έντονες ορμές.

Πιθανότατα ο αγγλικός όρος είναι το γνωστό shag.

- Τα κατάφερε η κουφαλίτσα ο Νίκος και το κουτούπωσε τελικά το γκομενάκι από τον Βόλο.
- Πότε ρε;
- Χθες, το έφερε από 'δω, το έφερε από 'κει, τα κατάφερε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified