Έτσι ονομάζουμε το κατά συρροήν (ή κατά ρυπάς) κλάσιμο σε κλειστό χώρο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αφόρητης ατμόσφαιρας, που ομοιάζει με θάλαμο αερίων.

- Δεν έκλεισα μάτι χθες. Είχαμε φασολάδα και ο αδελφός μου πλάκωσε το κλανίδι, οπότε έγινε η σφαγή του Μάι Λάι...

Βλ. και κλανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, αχταρμάς. Και οι δύο λέξεις είναι αρχαία επιρρήματα που έχουν την κατάληξη –δην, την οποία συναντούμε και σε πολύ γνωστά επιρρήματα.

Το φύρδην παράγεται από το ρήμα φύρω, συμφύρω πιο συχνά, που σημαίνει ανακατεύω. Το μίγδην παράγεται από το ρήμα «μείγνυμι», δηλ. ανακατεύω. Πρόκειται για λέξεις συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολύ ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη: π.χ. Είναι όλα φύρδην μίγδην, καρέκλες, βιβλία, βάζα, πιάτα, τρόφιμα.

- Ρε, τι θα γίνει τελικά με την ασφάλισή σου, μίλησες με τον εργοδότη σου;
- Μίλησα, αλλά δεν βγάζεις άκρη, φύργδην μίγδην, άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Άλλα του λέω, άλλα μου απαντάει. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψέματα, οι λόγοι κενοί περιεχομένου.

Παράγωγο του φουμάρω, δηλ. καπνίζω. Φούμαρο=καπνός, λόγια που απομακρύνονται όπως ο καπνός. Προέλευση από τα λατινικά, συναντάται και σε πολλές λατινογενείς γλώσσες ακόμα και σήμερα.

  1. Αποσπάσματα εφημερίδων:
    «Φούμαρα» οι μελέτες. Aυτό υποστηρίζει ο Mιχ. Φυτούσης, πρώην Πρόεδρος της ΔEYAX επικαλούμενος επιστολή του TEE.

2.«Φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες» ήταν οι υποσχέσεις των υπουργών Οικονομίας Νίκου Χριστοδουλάκη και Υγείας Κ. Στεφανή, σχετικά με το θέμα της κάλυψης των ελλειμμάτων των εφημεριών, αφού μόνο στο ΠΠΝ Ρίου, που το έλλειμμα φθάνει τα 340.000 Ευρώ, το ποσό που πρότειναν δεν ξεπερνάει τις 30.000 Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος με επιλήψιμη συμπεριφορά, ο αναξιόπιστος. Τουρκικής προελεύσεως, kumaş «ρούχο».

Ο εγγύς νεοελληνικός όρος είναι μάλλον η λέξη «περιπτωσάρα».

- Θα έρθει και ο ξαδερφός σου μαζί; Αν θυμάμαι καλά, ο τύπος είναι περιπτωσάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ρωσικής προελεύσεως (хохол) που περιγράφει το μεγαλόσωμο και άχαρο άνθρωπο. Ευρέως γνωστή λέξη στη Ρωσία, αφού χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει τους Ουκρανούς ως υπανάπτυκτους. Κατά πάσα πιθανότητα είναι συνώνυμο της ελληνικής λέξης κάφρος.

Στα ελληνικά περιγράφει τον αδαή και βραδύνοα άνθρωπο, που άγεται και φέρεται.

  1. Σε ποιους νομίζουν ότι απευθύνονται, για χαχόλους μάς περνάνε; Δεν θα περάσει έτσι αυτό!

  2. Κακός Χριστόδουλος - κακή εκκλησία. Καλός Ιερώνυμος - καλή εκκλησία. ... Εμείς δεν είμαστε χαχόλοι. (απόσπασμα από blog)

Χαχόλος ουκρανικής προελεύσεως (από krepsinis, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.

Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.

Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως τσιρλιό. Ηχητικής προελεύσεως λέξη, που αναφέρεται στην εκκένωση υδαρών κοπράνων, επισήμως γνωστή ως διάρροια. Η στρατιωτική λέξη αργκό «τσιρλιπιπί» είναι παράγωγο της εν λόγω λέξης. Συχνά χρησιμοποιείται και το επίθετο τσιρλιάρης, με την έννοια του φοβητσιάρη-χέστη.

  1. Επιστολή αναγνώστη προς το ΒΗΜΑ:

Τυχαίως το βράδυ (9.30-10.00) της 13ης Δεκεμβρίου ανοίγοντας την τηλεόραση στο πρόγραμμα ΕΤ3 παρακολούθησα μάθημα «πατριδογνωσίας» από κάποιον κ. Ζούραρι και σημείωσα, μεταξύ άλλων, τα εξής πρωτοφανή, πρωτάκουστα και απαράδεκτα: «η ανάγκη δεν ελέγχεται από το εθελόμυρτον (sic)...», ή «όταν φας πιπεριά την επομένη θα έχεις τσίρλα (διάρροια) και έτσι φαίνεται η σχέση πιπεριάς και τσίρλας και με την τσίρλα τελειώσαμε το μάθημα αυτό».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξης αναφέρεται σε πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, κάτι σαν την γνωστή καρακάξα.

Υβριστικά περιγράφει την άσχημη και κακιά γυναίκα που αντιπαθούμε. Ίσως ηχητικά παραπέμπει και στην καριόλα, αλλά ετυμολογικά δεν έχει ουδεμία σχέση.

- Αν δεν μού δώσεις διατροφή, θα τη διεκδικήσω στα δικαστήρια. Σε μισώ, αλήτη!
- Φύγε από 'δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.

Βλ. και: μελεμενιά, καρακαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δηλητηριώδες φίδι, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κακού, πονηρού και επικίνδυνου ανθρώπου, που στοχεύει να βλάψει τους γύρω του.

- Ανεβαίνω Θεσσαλονίκη το Σαββατοκύριακο.
- Θα μείνεις στο θεία σου;
- Τι λες ρε, αστειεύεσαι; Δε θέλω ούτε να τη βλέπω την οχιά, σε κακό θα μου βγει. Μακριά κι αγαπημένοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός παλαιόθεν, ο οποίος περιγράφει τον νταβατζή / μαστροπό. Σύνθετη, μεταφορική, λέξη, βοσκός + πόρνες, με τις πόρνες να θεωρούνται μεταφορικά πρόβατα.

Διασχίζοντας τον έρημο δρόμο, αντίκρυσα 3-4 πορνοβοσκούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να πασάρουν κορίτσια στους μοναχικούς διαβάτες, εκμαυλίζοντας την ανθρώπινη υπόστασή τους.

Pimp up your Jesus! (από Vrastaman, 28/01/09)

Βλ. και pimp, τσάρλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified