Κωδικοποιημένη έκφραση, προκειμένου να ρωτήσεις αν κάποιος τελικά κατάφερε να ρίξει γκομενάκι στο κρεβάτι.

- Τι έγινε φιλαράκι, μπήκε η κάλτσα στο συρτάρι;
- Όχι ρε γαμώτο, μου ζαλίζει τ΄αρχίδια συνεχώς λέγοντας ότι πρέπει να περιμένουμε ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση ρητορικού χαρακτήρα η οποία εκφράζει ένα ζήτημα υψίστου σημασίας για όλα τα αρσενικά ανά την υφήλιο: γαμιέται άραγε;

Τι ωραίο γκομενάκι αυτή που μένει στον τρίτο, την έχεις προσέξει; Έχει και γαμώ τα κορμιά και νομίζω ότι το πάει το γράμμα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το τσιμπούκι στα ποδανά.

Σήμερα θα βγω για πρώτη φορά με το γκομενάκι που γνώρισα στην Πάρο. Πιστεύω ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα γίνει μόνο μπουκιτσί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις αγαπημένες λέξεις του Βύρωνα Πολύδωρα. Η ρίζα της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα και αναφέρεται σε μία μάσκα που παρίσταινε τη λυκόμορφη Μορμώ, ένα πλάσμα άσχημο και ποταπό. Η Μορμώ ήταν ο πρόγονος του σημερινού Μπαμπούλα, βρώμικη, επικίνδυνη και αποκρουστική, φόβητρο για τα παιδάκια που δεν έτρωγαν το φαΐ τους!

Δεν θα επιτρέψω σε κανένα μορμολύκειο της παράταξης που στα δύσκολα χρόνια της αντιπολίτευσης κρυβόταν, να διεκδικεί εύσημα προσφοράς στο κόμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκώ έντονη σεξουαλική δραστηριότητα με αποδέκτη γυναίκα. Αποτελείται από το γνωστό στερητικό πρόθεμα ξε- και το αντικείμενο που σέρνει καράβι.

- Πού είναι ο αδερφός σου;
- Ήρθε με άδεια ορκομωσίας προχθές και δεν τον έχω δει καθόλου. Είναι στο σπίτι της γκόμενάς του και δεν έχει ξεμυτίσει. Πρέπει να το ξεμούνιασε το κοριτσάκι, θα γίνεται πραγματική μάχη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μηχάνημα κοπής χόρτων. Η ουσία της στρατιωτικής θητείας στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι τα κομμένα χόρτα, ίσως περισσότερο και από τις βολές. Η πλειοψηφία των Διοικητών στρατοπέδων κόπτεται περισσότερο για το κόψιμο των χόρτων, παρά για την καθ' αυτού στρατιωτική άσκηση. Κατά περίπτωση, αλλά συχνά, το κόψιμο χόρτων συνεπάγεται άγραφη άδεια για τον τυχερό χλοοκόπτη. Οι μονιμάδες χρησιμοποιούν λανθασμένα τον όρο «χορτοκοπτικό».

Ψαράδες, πού είναι το χορτοκοπτικό; Έρχεται ο Διοικητής, κόψτε όλα τα χόρτα κοντά στο φράχτη, για να μην αρχίζω να μοιράζω Φι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άνδρα, από τις λέξεις σούφρα και μηλιά. Πιθανώς προέρχεται από τη δεκαετία του '60, όταν η γκροτέσκα φιγούρα του Τάκη Μηλιάδη υποτίθεται ότι καθρέφτιζε τους ομοφυλόφιλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του πονηρούλη και μουλωχτού.

Ώστε έτσι μωρή σουφρομηλιά... Μίλησες ήδη με τον προϊστάμενο για την άδειά σου και δεν μάς είπες τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θόρυβος, νταβαντούρι και ανακάτωμα. Σύμφωνα με τον ορισμό του λαογράφου Φ. Κουκουλέ:
«Ο καβαλλάριος κυρ Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα. Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται. Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη. Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ', στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της. Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε· φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «'Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Κατά τον γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης. Όπως είπαμε, ο γάμος επιτράπηκε από τον Πατριάρχη το Μάιο του 1394, τίποτα δεν μας εμποδίζει να παραδεχτούμε ότι ο ανυπόμονος Κουτρούλης παντρεύτηκε την ίδια εποχή, και επομένως όταν άρχιζε ο ΙΕ' αιώνας ήταν παροιμιώδες το ότι «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος».

Ήρθε ο αδερφός του Νίκου, άκουσες; Βγήκαμε προχθές και έγινε του Κουτρούλη ο Γάμος στα μπουζούκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, συνώνυμο συγκεκαλυμμένο της ερωτικής περίπτυξης.

- Τι έγινε Γιωργάκη, περάστε καλά με τη Μαίρη το Σαββατοκύριακο; - Μια χαρά, επιτέλους βουτήξαμε τον κολιό στο ξίδι, μετά από δύο μήνες. Καιρός ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified