Πρόθημα [τέσπα...] που δηλώνει τίτλο ευγενείας, εφάμιλλο του Μέγας Μαγίστρου, και που προσάπτεται ειρωνικά σε μεγαλόστομους και γκραν γαμάω τύπους. Επιτείνει την έννοια του χαρακτηρισμού που ακολουθεί.
Από το Δον (Don), τον ισπανικό τίτλο ευγενείας (από το λατινικό dominus) + Φον από το γερμανικό Von (από), αντίστοιχο του γαλλικού de και του ιταλικού de la που εισάγουν την καταγωγή/επικράτεια του ευγενούς. Προσφέρεται για αυτοσχεδιασμούς, ειδικά αν η επόμενη λέξη μεταλλαχθεί ώστε να ακούγεται ξενική.
Υπήρχε έργο του Ψαθά «Φον Δημητράκης», κάποιοι θυμούνται και τον Λούντβιχ φον Ντρέηκ ενώ ο El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha και ο Δον Ζουάν είναι πασίνγωστοι.

  1. - Όχι να το παινευτώ, αλλά μένω αξέχαστος στις γκόμενες... η μία με συστήνει στην άλλη...
    - Ώπα ρε Δον Φον Πουτσαρά...

  2. - Το σωματίδια Χίγκς; παλιά ιστορία...
    - Έλα ρε Δον Φον Προφεσόρ, πόσο παλιά δηλαδή;

  3. - Ο σπιτονοικοκύρης μου λέει πως είναι από τζάκι και κυκλοφορεί σα γύφτος....
    - Μιλάμε για τον Δον Φον Μαλακοπίτουρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο αμπελοφιλοσοφική (ή ραντομ σάιενς) παρά σλανγκική φράση, η οποία όμως χρησιμοποιείται κατά κανόνα μετά από ορυμαγδό σαχλαμάρας ως επιχείρημα - σύνοψη - κατακλείδα της όλης συζήτησης. Και τι κατάληξη για μια συζήτηση! Να μπορείς να προσδιορίσεις το σύνολο της ανθρωπότητας με βάση 2 και μόνο κατηγορίες...τέτοια εποπτεία!...

Αν ψάξετε τα λόγια μεγάλων ανδρών ή αλλιώς quotes, θα δείτε ότι σχεδόν κάθε μεγάλος άνδρας χώρισε τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Τη δόξα των μεγάλων ανδρών έχουν ζηλέψει χιλιάδες ακάματοι εργάτες της εξυπνάδας και του ό,τι νά 'ναι...

- Κοίταξε δικέ μου, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που τους δίνεις την ευκαιρία και την αρπάζουν από τα μαλλιά , κι αυτοί που τους δίνεις ευκαιρίες και....
- Κοίταξε δικέ μου, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων και αυτοί που δε λένε τέτοιες μαλακίες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Πτυχίον προς Οικιακήν & Ταβερνιακήν Χρήσιν. Εναλλακτική χρήσις στην οποία στρέφεται ο κάτοχος του εν λόγω τίτλου αφότου μαζέψει αρκετές σφαλιάρες στην αναζήτηση απασχόλησης...
Αν δεν έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, μπορεί πάντως να περιέχει αντικριστό*....

Κάποιοι απόφοιτοι νομικής είχαν όντως τυπώσει το πτυχίο τους σε λαδόκολλες για το σουβλατζίδικο που είχαν ανοίξει, αλλά δεν θυμάμαι πού και πότε.

  • τρόπος ψησίματος κρέατος στην κεντρικήν Κρήτη - το κρέας τοποθετείται απέναντι στην φωτιά, ούτε πάνω, ούτε κάτω.

- Το πήρες το χαρτί ρε δικέ μου; Βαρέθηκα να σε βλέπω, να 'ούμ'....
- Έχω ακόμα 28 μαθήματα και 3 πρακτικές....
- Ωραίος... μη βιάζεσαι, δικέ μου, μη βιάζεσαι... αλλά μόλις την πάρεις τη λαδόκολλα, θα θυμηθείς σε παρακαλώ κι ένα κοκκινιστό;...
- Να βάλω και μία αρχίδια καπαμά;
- Να βάλεις....

(από xalikoutis, 16/10/08)Χρειάζεται και ο σωστός κράχτης! (από Vrastaman, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερκομματική φράση για τους κάθε λογής πολιτικάντηδες, τοπικούς άρχοντες και λοιπούς Μαυρογιαλούρους οι οποίοι έχουν αναδείξει σε τέχνη όλο τo χειρονομιακό ρεπερτόριο που παραπέμπει στο «χαιρέτα μου τον Πλάτανο».
Τρεις είναι οι κύριες μορφές χειραψίας τύπου Καλοχαιρέτα:

α. Χειραψία φωλίτσα ή σου ψειρίζω και τη βέρα. Κλασική χειραψία με το δεξί, την οποία ο βουλευτής Κ. συνοδεύει με χούφτωμα του καπακιού της παλάμης του χειραπτόμενου με το αριστερό ελεύθερο χέρι. Εγκάρδιος χαιρετισμός, για τα δικά μας παιδιά.

β. Χειραψία εκ του μακρόθεν, ή αλλιώς χειραψία πανηγυρισμός πυγμάχου. Ο βουλευτής Κ. σφίγγει του χέρια στον αέρα, περίπου όπως οι πυγμάχοι. Το κάνει αυτό είτε i. κρατώντας σταθερή βλεμματική επαφή προς κάποιον στο χώρο, στον οποίο δεν μπορεί να βρεθεί κοντά λόγω συνωστισμό ή
ii. μπροστά σε πλήθος, σφραγίζοντας συμβόλαιο με τη λαοθάλλασα ότι θα τα κάνει θάλασσα.

γ. Χειράψία με πατ-πατ ή ταπ-ταπ -. Για τα μέλη της ΔΑΚΕ και λοιπούς συνδικάλους που κάνουν το περφόρμανς τους, ή για πραγματικά διαμαρτυρόμενους, που έτσι αποσπούν τη δέσμευση του βουλευτή-Κ. ότι το αιτήμά τους περνά στα υπ'όψιν .

Ο Καλοχαιρέτας είναι ο επικοινωνιακός πολιτικός, ο οποίος με την προσιτότητά του από τη μια και το ειδικό του κύρος από την άλλη συγκεντρώνει το συνδυασμό κάφρος μεν, λεβεντομαλάκας δε που τόση απήχησή έχει στο μέσο ψηφοφόρο.
Παππουδίστικη φράση, που άκουσα όμως από νεανικά χείλη στη Θεσσαλονίκη.

- Γαμώτ', για ποιο γαμημένο λόγο έχουν κλείσει το μοναδικό δρόμο του χωριού; Γαμήσια έχουμε πάλι;
- Περίπου...δεν είδες το αεροπανό; Κάνει επίσκεψη ο βουλευτής Καλοχαιρέτας, καλά κρασά!.....νάτος...ώώώχ, μας χαμογέλασε....πάμε, θα μας πάρουν τα σκάγια.....

(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικότερα αθωότερη αφορμή εξόδου από το σπίτι μετά το «πάω τα σκουπίδια», είναι ουσιαστικά ένα ισχυρότατο statement.

Σημαίνει:
«καμιά μέρα μαλάκω /-α /-ες θα την κάνω χωρίς προειδοποίηση, και μετά θα με ψάχνεις /-ετε και θα λέτε μα τι έπαθε κι εξαφανίστηκε αυτός!».

Ιδιαίτερα βαρυσήμαντη απειλή, καθώς αφενός δηλώνει ότι είμαι και λίγο τρελός εμένα που με βλέπεις, ότι δεν το 'χω και σε τίποτα να πάω γι' άλλα, και επίσης γεννά αμέσως την όσο να 'ναι ισχυρή εικόνα της πολυθρόνας, καρέκλας κ.λπ. άδειας από τον ομιλούντα. Eκφέρεται από ανθρώπους που δεν την παλεύουν άλλο, και για τους οποίους ένας Α.Κ.Τ. δεν είναι πια αρκετός.

Η φράση προφανώς προέρχεται από τις περιγραφές περιστατικών εξαφανισθέντων: «Τι να σας πω, πήγε μέχρι το περίπτερο για τσιγάρα και εξαφανίστηκε, και από τότε, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση».

  1. στιχουργικό παράδειγμα (στίχοι Γ.Οικονομέας, Μουσική + Εκτέλεση Ωχρα Σπειροχαίτη)

Θα φύγω μια μέρα
σαν όλες τις άλλες
θυμήσου
εσύ θα νομίζεις
ό,τι έχω πάει απλά για τσιγάρα....

  1. παράδειγμα
    - Καλά, έτσι ξηγιέσαι μωρή... ε ρε πούστη μου, τι τραβάω ρε γαμώτ.... Πρόσεχε, στο λέω, γιατί θα πάω καμιά μέρα για τσιγάρα κι άμα ξαναδείς Μπάμπη σφύρα μου....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένος ο όρος camper, προερχόμενος από την ιδιόλεκτο των ίντερνετ καφέ και ειδικότερα των παιχνιδιών τύπου counter strike, call of duty και γενικά παιχνιδιών 3-d shooter (που στόχος είναι να σκοτώνεις τους αντιπάλους, απλά αυτό). Ο όρος δηλώνει τον παίκτη αυτών των βιντεοπαιχνιδιών ο οποίος αντί να περιφέρεται γενναίος και λεβέντης στην πίστα με προτεταμένο στέρνο, ακολουθώντας το ρητό «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», κάθεται στα αυγά του, ενεδρεύει, λουφάζει σε κτίρια, παράθυρα, πίσω από πόρτες, γωνίες κλπ και περιμένει σαν κότα, ή αλλιώς κάνει camping, εξ ου και ο όρος. Αν δεν κάνω λάθος, στο counter strike όντως το ίδιο το παιχνίδι βγάζει μήνυμα «you are camping» όταν ο παίκτης μένει ακίνητος, στα άλλα παιχνίδια είναι απλά θέμα ηθικής και αξιοπρέπειας.

Το αν τα καμπέρια και η τακτική τους θα πρέπει να λοιδωρούνται και γενικά αν το camping αποτελεί legitimate τακτική είναι πολύ μεγάλο θέμα διεθνώς, στην Ελλάδα ωστόσο ο κώδιξ τιμής της virtual μπέσας τα καταδικάζει μάλλον ομόφωνα.

Επίσης το να σκοτώνεις καμπέρι, κατά προτίμηση προσεγγίζοντάς το από πίσω, είναι ό,τι πιο κοντά στο να κερνάς από πίσω, σύμφωνα με πολλούς 12χρονους ειδήμονες.

ένα παράδειγμα από αγγλόφωνο φόρουμ που αξίζει νομίζω:
I'm not a camper, my strategy, similar to Chuck Norris', is to kill.

κι ένα ελληνόφωνο:
Τρελαίνομαι να τρώω sniperades ή καμπέρια που αράζουν σε ένα παράθυρο με RPD και ρίχνουν αδιακρίτως. Δεν λέω πως δεν τους πάω, απλά μάρεσει να τους σφάζω εκεί που δεν το περιμένουν. Ειδικά όταν καταλάβουν πως έρχομαι.

Λέμε, τωρα! (από Vrastaman, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοβαρή και μόνιμη μυοσκελετική ανωμαλία που εντοπίζεται στους σπονδύλους της σπονδυλικής στήλης, ειδικά της μέσης και του αυχένα, οφειλόμενη στην παρατεταμένη κυρτή και δουλοπρεπή στάση του ασθενούς [οσφυοκάμπτου] έναντι εργοδοτών, πολιτικών και λοιπών τοπικών και παγκόσμιων εξουσιών, ενίοτε δε και ενώπιον της συζύγου ή της πεθεράς.

Οι συνέπειες της ασθένειας μπορούν να είναι εξαιρετικά σοβαρές, και κυμαίνονται από Σύνδρομο Μονίμης Χαμέρπειας μέχρι και παλινδρόμηση στο ψυχονοητικό επίπεδο πρωτόζωου, λ.χ. του **Τσανακογλείφτου του Κοινού** [Τsanakogloiensis Vulgaris], με τη χαρακτηριστική του άνοια και την προτίμησή του σε οικολογικά περιβάλλοντα τύπου κατουρημένης ποδιάς.

Ως κλινική οντότητα πρέπει να έχει μεγάλη ιστορία, αλλά πήρε διαστάσεις επιδημίας με το πρωτοποριακό έργο του Σπύρου Παπαδόπουλου - Ιατρού ο οποίος έκανε αβέρτα κουβέρτα τη συγκεκριμένη διάγνωση στο σίριαλ Εκμέκ Παγωτό.

Αλλά αν υπάρχει γιατρός στο πλοίο, θα μπορούσε ασφαλώς να μας διαφωτίσει περαιτέρω.

  1. (από φόρουμ για τον Φιντέλ Κάστρο)
    Ας φύγει, όλοι θα φύγουμε μια μέρα, αλλά ότι και να πείτε όσο κρυφοαμερικανάκια ή κρυφοραγιάδες και να είσαστε, την ξεφτίλα στον κόλπο των χείρων δε μπορείτε να τη σβήσετε απ την ιστορία. Τουλάχιστον άλλοι φεύγουν με μόνιμη οσφυοκαμψία και παλάμη σε θέση αναμονής πακέτου και ελεημοσύνης

  2. (από φόρουμ για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις)
    Όσο και να το θέλουν κάποιοι δεν πρόκειται να κλειστούμε στο καβούκι μας και να σκύβουμε το κεφάλι «γιατί δε βγαίνει τίποτα» (καραμπινάτη οσφυοκαμψία που λένε...).

  3. - Καλά ο Άδωνις έχει γείρει κυριολεκτικώς... λες να είναι από τη μαλακία;
    - Αυτό, συν την οσφυοκαμψία, πολύ θέλει ο άνθρωπος;

τύπος οσφυοκαμψίας, προσέξτε το χαρακτηριστικό μάζεμα των μυών του λαιμού (από xalikoutis, 21/10/08)το καμπανάκι για οσφυοκαμψία χτυπάει! μην το αγνοήσετε! (από xalikoutis, 21/10/08)τελικό στάδιο, παρατηρήστε ότι τα άκρα έχουν ατροφήσει (από xalikoutis, 21/10/08)μορφή της ασθένειας σε χαριτωμένο χορτοφάγο θηλαστικό (από xalikoutis, 21/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό ή γυναικείο γεννητικό όργανο. Unisex παλαιομοδίτικος όρος, όπως ώς ένα βαθμό και το πουλί.

Επήγε ο Μανωλιός να κάμει βεντούζες στη μάνα του που ήταν γριά και είχε γρίπη... εκείνη την εποχή όμως ποτήρια δεν είχανε και πήρε ο Μανώλης ένα κατσαρολάκι... και το ζεσταίνει και της το καθίζει βεντούζα στην κοιλιά... αλλά έτσι που δημιουργήθηκε μεγάλο κενό, τραβήχτηκε μέσα στο κατσαρόλι όλη την κοιλιά της γριάς και τραβούσε και τραβούσε, μέχρι που η γριά άρχισε να φωνάζει:

«Ώφου μωρέ Μανώλη, ώφου ίντα έπαθα, μου ρούφηξε η βεντούζα το πράμα μου!».

(παλιά Κρητική ιστορία)

το πράγμα του κάρπεντερ  (από xalikoutis, 21/10/08)Το πράμα της οικογενείας Άνταμς (από Vrastaman, 22/10/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο των τσιγάρων Καρέλια Κασετίνα (όχι της νεόκοπης χρυσής, μιλάμε φυσικά για το παλιό, Φίλτρο ή Πλακέ ή...). Αγαπημένο φτηνό τσιγάρο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτως ηλικίας (με μόνο ανταγωνιστή το άσο φίλτρο και τα διάφορα άφιλτρα, αλλά με αρκετά σαφή υπεροχή, αν όχι στην συγκριτική κατανάλωση, τουλάχιστον στην αναπαράσταση της εργατιάς) και κάποιων μποέμ τύπων (όχι όμως των διανοουμενίζοντων που προτιμούσαν τα sante ή τα gauloises). Όλ' αυτά βέβαια πριν τα στριφτά, αλλά υπολειμματικά ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτές οι αντηχήσεις.

Ως φτηνό και βαρύ τσιγάρο έχει γενικά ταυτιστεί με τον εμβληματικό εργάτη της Ελλάδας, τον οικοδόμο, με το καρέλια στην κωλότσεπη ή την τσέπη του ποκαμίσου. Σχεδόν αποκλειστικά αντρικό τσιγάρο (αν δείτε γυναίκα να τα παίρνει, είναι πιθανά αντρολεσβία), που έχει ταυτιστεί και με άλλα σκληρά επαγγέλματα όπως του νταλικέρη (βλ. και την επίδρασή του στις φωνητικές χορδές) εξού καμιά φορά και νταλικέρικο, αλλά και του ναυτικού.

Γενικά το Καρέλια Κασετίνα θεωρείται τσιγάρο που «βρωμάει» λόγω του μη αρωματισμένου χαρμανιού (αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα), γι' αυτό και αποτελεί τον καλύτερο τρακαδιώκτη εναντίον ακόμα και των πιο των φανατικών καπνιστών Απόλλων.

Το παρατσούκλι μαστόρικο το άκουσα στην Ήπειρο, αλλά ενδεχομένως να λέγεται έτσι και αλλού. Μάλιστα, πέρα από την προτίμηση που του έδειχναν οι μάστοροι, λεγόταν έτσι γιατί το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως πρόχειρη γωνιάστρα, λόγω του τετράγωνου σχήματός του.

Εντελώς παρεκβατικά, να αναφέρω ότι οι Ηπειρώτες μαστόροι των γεφυριών δεν ξέρω αν κάπνιζαν καρέλια κασετίνα, αλλά είχαν τη δική τους slang, ειδικά οι εκ Κονίτσης, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα». Μια σχετική φράση των κουδαρίτικων ήταν:
«Άραξι μια φουντιάρα» = Δώσε μου ένα τσιγάρο (κάποιες πληροφορίες εδώ).

- Πιάσε ένα καρέλια κασετίνα
- ... (πιάνει τη χρυσή)
- Όχι αυτό, το άσπρο.
- ... (Πιάνει μια χρυσή lights)
- Όχι αυτό, το παλιό, το φίλτρο...
- Το οικοδομικό;
- Το οικοδομικό... (γαμώτ, από πότε καρέλια κασετίνα είναι η χρυσή κασετίνα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σομπρέρο είναι στην πολιτική –με μεγάλη χρήση στην ακρο/αριστερή και αναρχική– αργκό ο υπερθετικός του καπελώματος, το πολύ μεγάλο καπέλο (κινηματικά το Μεξικό είναι γενικά πηγή έμπνευσης). Είναι σχετικά πρόσφατος όρος με τάσεις γλωσσικού καπελώματος απέναντι στο παραδοσιακό καπέλο (το μεγάλο καπέλο άλλωστε καλύπτει το μικρό), λόγω και της υπερβολής που χαρακτηρίζει τα πολιτικά ήθη.

(Καπέλωμα αφενός είναι η μονοπώληση και ο σφετερισμός από ένα συγκεκριμένο κομμάτι ενός κινήματος, οργάνωσης κλπ του πολιτικού οφέλους (ή της ορατότητας) μιας κίνησης, εκδήλωσης και γενικά πολιτικής πράξης με ευρύτερη στήριξη. Αφεδύο είναι η λεγόμενη πολιτική εργολαβία, να αυτοπροβάλλεται δηλαδή μια πολιτική πλευρά ως η μόνη που ασχολείται ή που δικαιούται να ομιλεί για κάποιο κοινωνικό ζήτημα. Σε τρίτο gestalt, και πιο πολύ το βάζω ως αρχικό νόημα-προέλευση του όρου, σύμφωνα με τον ηλεκΤριανταφυλλίδη, σημαίνει: «επιβάλλω τις απόψεις μου σε μια οργανωμένη ομάδα, με το πρόσχημα της προστασίας ή της υποστήριξης».

Ακολουθεί διπλή πολιτική διαφήμιση:
α) Καπέλωμα είναι μια καραμέλα που όλοι τη μασάνε, αλλά και όλοι την κερνάνε (όλοι καπελώνουν εκτός από την ΚΝΕ, η οποία δεν καπελώνει, αλλά πρωτοπορεί). β) Με αυτό το βιολί, αν η αριστερά καταφέρει κάτι σε τούτη τη ζωή, εγώ θα φάω το καπέλο μου (ας το φάω δηλαδή...).

από athens indymedia

  1. «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥΣ ΑΚΗΔΕΜΟΝΕΥΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕ»
    υπογραφή: αλλεργικός στα σομπρέρο«

  2. ΕΛΕΟΣ! Τόσο καιρό δείχνουμε -μέχρι παρεξηγήσεως- ανεκτικότητα (και καλά κάνουμε) σ' όλα τα παραπάνω χωρίς καμία ηγεμονίζουσα λογική, χωρίς καμία διάθεση καπελώματος. Κι όμως...Κάποιος πάντα θα βρίσκεται για να ανακαλύψει τα »σομπρέρο« ...

ε λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα (από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified