Παραδοσιακός τρόπος εκφοράς της λέξης «πουτάνα» στα Σφακιά.

Η προφορά έχει ως εξής: η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη σε βαθμό να δημιουργείται παύση μεταξύ αυτής και της δεύτερης και το «τ» ακούγεται σε δυο χρόνους (εξ ου και προτίμησα αυτήν την ορθογραφία), ενώ το αρχικό «π», ακόμα κι αν προηγείται «ν», δε γίνεται ποτέ «μπ» (διατήρηση που είναι σπάνια), ώστε ο ήχος φέρνει σε «πτ!»(ύελο).

Ως χαρακτηρισμός είναι αμετάκλητα απαξιωτικός για τη γυναίκα στην οποία αποδίδεται και συνδηλώνει παράλληλα την πρόθεση του χρήστη να απαξιώσει - αγνοώντας την - τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε κατ' επάγγελμα και κατά ήθος (σύμφωνα με την αντίληψή του) πόρνες.

Να σημειωθεί ότι πολλές λέξεις οι οποίες (ακόμα και σε άλλα μέρη της Κρήτης) έχουν «ου» στην πρώτη συλλαβή, στα Σφακιά έχουν διατηρήσει το αρχικό «ο» ή έχουν παρεπιδραστικά μετατρέψει το «ου» σε «ο» (ή σε κάτι ανάμεσά τους), πχ. κουρντίζω - κορντίζω, κουλαντρίζω - κολαντρίζω, κουτάλα - κοτάλα, βούπα (το ψάρι γώπα) - βώπα, ακόμα και το κουρά μπορεί να ακουστεί ως κορά κλπ.

- Πού 'ναι μρε το Στραθιό;
- Αυτός μρε τά'ει μπλεμμένα με μια ποττάνα στα Χανιά και δε γατέω ίντα θα τ'αποβγάλει....

- Και πώς σου φανήκανε οι φίλες της ξαδέρφης σου;
- Ποττάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιαρά στην Κρήτη είναι τα ανωφελή ζωύφια, το ζούδια, κατεξοχήν τα έντομα, αλλά και γενικά τα μικρά ζώα μέχρι το μέγεθος και της νυφίτσας (κρητικές ονομασίες για τα συναφή ζώα: ζουρίδα, καλογιαννού) στις πιο διασταλτικές χρήσεις του όρου (ο άρκαλος λ.χ. είναι υπερβολικά μεγάλος για μιαρό, ο σκαντζόχοιρος -ή κατσόχοιρος- όμως όχι). Εξαιρούνται σαλιγκάρια, πουλιά, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, περιλαμβάνονται τα μικρά φίδια, οι σαύρες και τα αμφίβια (αν συνεχίσω την κατηγοριοποίηση θα θυμίσει μάλλον το Celestial Emporium of Benevolent Knowledge).

Ειδική περίπτωση το σαμιαμίδι ή σαμάμιθας, το οποίο αν και μιαρό (όπως αναφέρει και ο Χότζας) είναι επωφελές σε παραλίμνιες, παραποτάμιες και ελώδεις περιοχές (ως πιτσιρικάς σε επίσκεψη σε χωριό κοντά στη λίμνη του Κουρνά είχα εντυπωσιαστεί από την άνεση με την οποία οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν τη σαμαμιθοπαρέλαση στο ταβάνι του σπιτιού).

Μεταφορικώς μιαρό είναι το προπετές νιάνιαρο, το μαλακιστήρι, το σκατό, το βλαμμένο παιδάκι...

Σπανίως ο μπασμένος ενήλικας, η μισοριξιά, η γρουσουζά ή μαγαρισά όπως λένε στην Κρήτη - όπου και πάλι το μικρό μέγεθος αποδίδεται μέσα από την έννοια της βρωμιάς, της μιαρότητας, της ύπαρξης που δεν υφίσταται παρά μόνο ως σπίλος προς κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι και η οικουμένη όλη, για την οποία ο μπασμένος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ανώφελος, σε αντίθεση με το υψηλο- και μεγαλόσωμο άνθρωπο, για τον οποίο ο όγκος του και μόνο τον καθιστά χρηστό, μέχρι αποδείξεως τουναντίου («κρίμα στο μπόι σου» και λοιπά).

Από το αρχαίο «μιαρός»: ο σωματικά, θρησκευτικά, ηθικά μολυσμένος, βδελυρός, ακάθαρτος, απόβλητος, άσχημος.

  1. - Να' θώ κι εγώ, να' θώ κι εγώ;...
    - Ίντα φωνιάζεις μωρέ τροζό, γαμώ τον Τίμιό σου γαμώ... ανε μας ακούσεις ο θείος θα μας-ε κλείσει μέσα... - Εγώ θα το πω....
    - Μιαρό, αν-ε μ-πεις πράμα στο λόγο μου θα σε μισερώσω....

  2. - Ίντα μιαρό 'ναι μωρέ κείνος ο Χριστόφορος.... είμαι άτιμος α-δεν είναι η θυγατερα μου βαρύτερη...
    - Καλό κοπέλι και μερακλής μα δεν του βοηθά καθόλου το μπόι ντου του κακομοίρη...
    - Αυτός πρέπει να χει μεγάλο κόμπλεξι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούτη η παλαιά έκφραση, με την οποία οι ελληνόφωνοι εφιστούσαμε και εφιστούμε την προσοχή ο ένας στον άλλο εν όψει κινδύνων, τείνει πλέον να μετατραπεί σε απλό φιλικό αποχαιρετισμό, κι εν μέρει να αντικαταστήσει το τα λέμε προς φίλους, μιας και προς αυτούς αυτό το «τα λέμε» ακούγεται λίγο και περιττό («σιγά που δε θα τα ξαναλέγαμε») -αντισταθμιστικά, το «τα λέμε» ακούγεται όλο και περισσότερο ως κατακλείδα σε εφήμερες μη φιλικές γνωριμίες, αν και είναι σαφές ότι δεν θα ξαναϋπάρξει συνάντηση, μισή υποκρισία δική μου, μισή δική σου, δλδ. (στην Αγγλία λένε αυτό το φρέντλι «see you» έτσι χαζά, ακόμα και στα τηλεφωνικά κέντρα, και δε χρειάζεται να πω ότι αυτό το c u έχει συμβάλει και στην καθιέρωση της καθ΄ ημάς «τα λέμε»- culture ).

Επανερχόμενος στο λήμμα: οι χρήσεις στις οποίες εστιάζω είναι εκείνες κατά τις οποίες αυτό το «το νου σου» ακούγεται σκέτο στο τέλος ενός διαλόγου -αντικαθιστά, δηλαδή, ακόμα και τα «γεια σου», «άντε γεια» κ.τ.ο. καμιά φορά- και, κυρίως, ενώ δεν δικαιολογείται από την περίσταση (δεν έχει, δλδ, επισημανθεί, συζητηθεί κάποιος κίνδυνος, ενώ δεν συντρέχει κάποια άμεση εύλογη απειλή).

Κοινωνιοψυχοανθρωπολογικά αν το δει κανείς, το «το νου σου» αυτό δεν είναι παρά η σλανγκική έκφραση της Κοινωνίας του Ρίσκου, εσχάτως και του Πανικού, την οποία έχουν αναλύσει οι κοινωνιολόγοι και διανοητές της ύστερης κυρίως νεωτερικότητας. «Το νου σου» παναπεί κατά βάση «πρόσεχε», ο κίνδυνος είναι καταστατικό στοιχείο της ζωής (η οποία, βέβαια, ζωή ΣΟΥ είναι και πολύτιμη, αν έχεις γεννηθεί από τη σωστή πλευρά των εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων). Παναπεί επίσης: πονηρέψου μη σε φάνε, μην επαναπαύεσαι γιατί την πούτσισες. Παναπεί τελικά κοινωνία = κίνδυνος, μην εμπιστεύεσαι κανέναν -α, και μαλακίες έλεγα, κοινωνία δεν υπάρχει.

Το «το νου σου» που περιγράφω, θεωρώ ότι έχει δυο ορίζουσες:

α) η μια είναι η ανάγκη να υπάρξει ένα αντίστοιχο του αγγλοσαξονικού αποχαιρετισμού take care = πρόσεξε τον εαυτό σου. Η τάση των αγγλοσαξόνων, ρεκτών καθετί χυδαίου τις τελευταίες δεκαετίες προς την κουλτούρα της ασφάλειας (safety, security), γιγαντώθηκε μετά τους δίδυμους πύργους, κι έτσι φτάσανε στα ντεκαβλέ have a safe trip και τους λοιπούς δολοφονικούς του ζην επικινδύνως και της χαράς της ζωής γλωσσικούς αυτοματισμούς. Ως γνωστόν η κουλτούρα μας είναι αμερικανοποιημένη ως ένα βαθμό...

β)... κι έτσι έχουμε κι εμείς πλέον αυτό το «το νου σου» που, ναι μεν είναι πιο λαϊκότροπο και μάγκικο ως προέλευση, καθώς μάλιστα προς το παρόν εκφέρεται από άτομα που είναι ή -κυρίως- φαντασιώνονται ότι είναι της πιάτσας, άρα και παίρνουν «ρίσκα», και αισθάνονται καθήκον να εφιστούν ο ένας στον άλλον την προσοχή.

Δεν είναι, λοιπόν, τόσο φλώρικο όσο το take care αυτό το «το νου σου», αλλά αυτά είναι προσχήματα, υφολογικοί φερετζέδες, φόβο εκφράζουν και τα δύο.

Πολιτισμικά θα έλεγα εν τέλει ότι, ως αποχαιρετισμός, χρησιμοποιείται είτε από κάγκουρες και ανακλά την πρόθεσή τους να φανούν σχετικά εκλεπτυσμένοι («το νου σου, κι εμένα που με βλέπεις έχω πολλές φορές μπλέξει, σκατοκοινωνία, αλλά μπορείς να επιβιώσεις, αν έχεις... το νου σου»), η οποία τάση του κάγκουρα αλληλεπικαλύπτεται με την εκμάγκευση του φλώρου που προσπαθεί να επιβιώσει υπό αντίξοες πλέον συνθήκες -ανταγωνισμός, κοινωνικοποίηση της εξαπάτησης, επισφάλεια κλπ («το νου, μην είσαι μαλάκας, θέλει κωλοπετσοσύνη και μυαλό για να επιβιώσεις»).

Τέλος, να επισημάνω ότι το «το νου σου» ως αποχαιρετισμός απευθύνεται σε ένα άτομο και εκφράζει αυτήν ακριβώς τη συνθήκη του ατομισμού. Το «το νου σας» χρησιμοποιείται ως ειλικρινής προειδοποίηση και συνδηλώνει συνήθως μια συλλογική μορφή αλληλεγγύης.

- Πού πας φίλος;
- Σπίτι δικέ μου...
- Εδώ μένεις;
- Ναι ρε συ, δυο στενά πιο κάτω...
- Άντε, το νου σου!

(από jesus, 05/03/10)(από xalikoutis, 11/05/14)

Βλέπε και το νου σ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδειοδότηση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα σήμανε την ίδρυση πλήθους σχετικών μαγαζακίων ανά την επικράτεια σε πόλεις και πολίχνες. Άλλωστε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε παίξει μεγάλο ρόλο ως παράγων πίεσης στο άνοιγμα των συχνοτήτων στο δεύτερο μισό των ογδόνταζ, είτε με αμιγώς βλαχοδημαρχικά - αποκεντρωτικά κίνητρα τύπου Αλή Πασά της κακιάς ώρας, είτε ως δούρειοι ίπποι ντόπιων οικονομικών συμφερόντων, είτε και τα δυο και άλλα τόσα, άλλωστε η ήττα είναι πολυπαραγοντική και η δράση πολύμορφη.

Όχι ότι δε θα μπορούσαν τα μικρά μέσα ενημέρωσης να παίξουν ρόλο θετικό στις τοπικές κοινωνίες, αλλά στην Ελλάδα ήμασταν, που σημαίνει ότι τα τοπικά μέσα, ιδιωτικά και αυτοδιοικητικά, απ΄ αρχής υπήρξαν φτηνές απομιμήσεις των μεγάλων καναλιών, οχήματα μωροφιλοδοξιών, λαμογείωσης με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, εκφραστές κομματικών βάσεων, προβολείς τοπικής βλαχογκλαμουριάς και γενικά επαρχιώτικου πολιτισμικού ζόφου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, και όσο τα λαϊκίστικα ογδόνταζ απομακρύνονταν, τα περισσότερα και τα πιο φτηνά τοπικά ΜΜΕ άρχισαν να αντιμετωπίζονται γενικά με κυνισμό και κοροϊδία, και να περνάνε στην κατηγορία του καλτ, η επιρροή τους, ωστόσο, θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και χωρίς υπεραπλουστεύσεις, γιατί η κοροϊδία από πλευράς των τηλεθεατών δε σημαίνει απουσία ισχύος του αντικειμένου της κοροϊδίας.

Η καρναβαλική παρονοματολόγια των καναλιών - αντικείμενο λαογραφίας του μέλλοντος το δίχως άλλο - έχει κι αυτή το γούστο της. Άλλα τα έλεγαν με το όνομα του ιδιοκτήτη τους, διάφορα ονόματα με λατινικούς χαρακτήρες διαβάζονταν λάθος, κλπ.

Το πιο ωραίο που έχω ακούσει είναι το κ΄ταβ΄ για το Καρπενήσι TV ή Κ-TV, κανάλι για το οποίο δυστυχώς δε βρήκα περισσότερες πληροφορίες. Ο Δήμος Καρπενησίου ακόμα το παλεύει με ένα είδος web tv.

Δε θα ήθελα να κακοποιήσω μια διάλεχτο που αγνοώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημώδης έκφραση, την οποία άκουσα στην Ήπειρο, αν και νομίζω ότι πολλές πόλεις θα ερίσουσι... Η σημασία καταφανής, στο πνεύμα των όσων έγραψε κι ο Μαθιός (7:1-3):

«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;

... και γενικότερα ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο.

Η εθελοτυφλία έναντι της ιδίας αμαρτίας στο μεν προσωπικό επίπεδο είναι υποκρισία, στο δε κοινωνικό είναι ιδεολογία, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον φορέα της (όχι και πολλά σε τούτο τον κόσμο, σ΄αυτήν την κοινωνία).

Η φράση, η οποία είναι γιαγιαδίστικη αλλά πολύ ντούρη, δε σημαίνει κάτι παραπάνω από το «δεν κοιτάς τα μούτρα σου», είναι όμως τιραμισουρεαλιστική μιας και τον κώλο σου που χέζει υπό Κ.Σ. δεν τον βλέπεις. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς θέλει να πει: πόση λιγότερη ματαιοδοξία θα υπήρχε στον κόσμο αν βλέπαμε τον κώλο μας όταν χέζαμε, Νίκο Τσιαμτσίκα;

- Πήγε ο μαλάκας κι έγλειψε και πήρε ειδικότητα που ήθελε, ουρολογία...
- Γιατρέ μου τους άλλους τους βλέπεις, τον κώλο σου που χέζει δεν τον βλέπεις;

(από xalikoutis, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη η παλιά αυτή λέξη (απαντά και σε ριζίτικα κ.λπ.) η οποία ακόμη και σήμερα ακούγεται και από τη νεολαία ακόμα, σπάνια βέβαια, και με συνειδητή επίγνωση ότι αποτελεί γλωσσικό πλούτο.

«Αναμαζωξιάρης» είναι ο ξένος, αυτός που μας ανεμαζωχτήκενε, για την ακρίβεια αυτός «που-δε-γατέω-ίντα-διαόλους-μας-ανεμαζώχτηκενε-απού-να-μην-τονε-πω-πράμα-γι΄-αναμαζωξιάρηδες». Είναι αυτός που μας κουβαλήθηκε, που μας φορτώθηκε, ο ανεπιθύμητος ξενομπάτης ή ξενομερίτης. Είναι ουσιαστικά ο πρόσφυγας ή, όπως λεγόταν στα Χανιά ο *πρόσφυγκας******.

Αναμαζωξιάρικα ήταν και τα έκθετα κι έπειτα υιοθετημένα παιδιά, ενώ ακόμη και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς τις μανάδες στα Σφακιά να φωνάζουν το βράδυ στα παιδιά που παίζουν στο δρόμο «αναμαζωχτείτε επιτέλους», μαζευτείτε, δηλαδή, και βρείτε καταφύγιο στο σπίτι μας.

Είναι πολύ υποτιμητικός όρος, ο πιο υποτιμητικός από τους υπόλοιπους για τους μέτοικους. Αναμαζωξιάρης σημαίνει και κουρελής, φτωχομπινές.

*****Τα οποία Χανιά μόλις πριν λίγες βδομάδες έφτιαξαν επιτέλους μνημείο για το σημαντικό προσφυγικό τους μικρασιάτικο πληθυσμό (κυρίως από την περιοχή Σμύρνης) που κατοίκησε τα Τουρκοπροάστια της πόλης (Μουρνιές, Περβόλια, Πασακάκι). Με την ευκαιρία συζητήθηκε και ένα άρθρο των Χανιώτικων Νέων που σιχυριζόταν ότι ένα 40% της πόλεως των Χανίων έχουν πρόσφυγα πρόγονο (και Κινέζο ξάδερφο)... Για τους Χανιώτες που μάλλον όλοι θέλουνε να Σφακιανοφέρνουν παρά να προσφυγοφέρνουν (πλην όσων έχουν προσφυγικό επίθετο και περηφάνια) ήταν ένα πλήγμα...

Ετερόκλητα παραδείγματα:

  1. Άμε μρε να βάλεις ένα ποκάμισο κι είσαι σαν τον αναμαζωξιάρη....

  2. Σ’ ένα τέτοιο μακελειό ο μπάρμπα Γιάννης ο Σισανές, ξερακιανός άντρας, μακρές, στιβαρός, με μεγάλη καρδιά μέσα ντου, όντενε εμακελεύανε μια τουρκική φαμελιά, του παντήχνει ένα τουρκάκι πέντε-έξι χρονών. Το μαχαίρι ντου έσταζενε το αίμα των Οικολογιών του και το κοπέλι έτρεμενε σύγκορμο χλωμιασμένο σαν τα κίτρινα φάδια. Το λυπήθηκενε και το πρεμάζωξενε στο κονάκι ντου και το ανάθρεφενε μαζί με τα δικά του κοπέλια. Τα ξεδιαφωτίσματα ο μπάρμπα Γιάννης έπαιρνενε το τουρκάκι στα οζά και το ‘χενε ουλημέρα κοντά ντου και έτρωενε ε’να κομμάτι ψωμί μαζί με τα δικά ντου στο μιτάτο… Τ’ αποσπέρας που απόσωνε στο σπιτικό ντου τ’ αποχύνεντονε η γυναίκα ντου για το αναμαζωξιάρικο: “Είντα μου τ’ αναμάζωξες, για να με ταραχάς, καεί η ψυχή ντου. Ανάθεμα τσι και δεν μπορώ να τσι θωρώ μπλιο τσ’ αναθεματισμένους”.

από δω.

  1. Μάς έχει φάει ο διάλογος με κάθε αναμαζωξιάρη σατανιστή, απο παπικό μέχρι μουσουλμάνο ... Το οτι έχουμε σχήσμα στο σώμα της εκκλησίας μας , πληγη αιμοραγούσα δεν είναι πρωτο Θέμα;

από δω με την ορίτζιναλ ορθογραφία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταφατικό μόριο της νεοελληνικής καθομιλούμενης νέας κοπής. Δηλώνει πρόθεση συμμετοχής και σύμπνοια του ομιλητή με την εκπεφρασθείσα πρόταση του συνομιλητή.

Από το νωρίς απαρχαιωμένο ψήνομαι με κόψιμο και της κατάληξης και του χαρακτήρα του ρήματος και γενικά του ό, τι περίσσευε χωρίς ματιές πίσω από την πλάτη και συναισθηματισμούς, στο πνεύμα της εποχής. Να μη συγχέεται με τα ομόηχα ψι.

- Πάμε μία στις από κάτω;
- Ψη...

(από Vrastaman, 12/10/09)το χαλικάλι! (από BuBis, 12/10/09)Movement of Jah People (από Vrastaman, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντά και ως ολιγονούσης και λιγονούστης. Αυτός που έχει λίγο νου, ο βλαξ. Για την ακρίβεια, ο αισθητά πιο βλαξ από το μωρόπιστο και τον αγαθό, η περίπτωση «ελαφράς νοητικής καθυστέρης».

Ο όρος κατά κανόνα χρησιμοποιείται ως εύσχημη περιγραφή των ατόμων αυτών αλλά μπορεί να είναι και ύβρη εναντίον ανθρώπων εγνωσμένης αλλά μη διαγνωσμένης ηλιθιότητας.

Από Δ. Κρήτη.

  1. — Ίντα μρε τον έχουνε τον ολιγονούση στο τζιπάκι;... Πράμα έκαμε;...
    — Κιαμέ! (=σιγά!)... Ψευτορουφιάνο τον έχουνε και τονε παίρνουνε πότες πότες βόλιτα και θαρρεί ο κακομοίρης πως κάνει πράμα...

  2. Όποιος όμως είναι μικροπρεπής και λιγονούσης και τιποτένιος και σκέφεται ότι η Κρήτη θα είναι αυτόνομη είναι σα να προσπαθεί να χωρίσει τα γράμματα από το τετράδιο ή το κεφάλι από το σώμα!!

(Απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφηγηματικό μη καλολογικό στοιχείο που απαντά σε μακροσκελείς προφορικές επικίλες τις οποίες απαγγέλουν γλωσσοκοπανίζοντα και αεροκοπανίζοντα θήλεα νέας κοπής με ακροατήριο όμοιές τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μόριο με το οποίο δηλώνεται το τέλος μιας κατά λέξη εξιστορούμενης συνήθως τηλεφωνικής συνομιλίας, σπανιότερα δε και συνομιλίας που είχε γίνει πρόσωπο με πρόσωπο.

Περ' από τη λειτουργία του αυτή ως ένα είδος προφορικής στίξης, το γεια γεια στο λόγο επιτελεί μια σειρά από δραματικές λειτουργίες. Προσδίδει παραστατικότητα αλλά και ένταση, καθώς πλεοναστικά υπερτονίζει τη λήξη της συνομιλίας ώστε να αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτή αποτελεί τομή στην έως τώρα πλοκή-αφήγηση. Έτσι παίζει κι ένα ρόλο προοικονομίας, καθώς αναπλάθει τη συνθήκη ευτυχούς άγνοιας για την επερχόμενη μοίρα των συνομιλητών που λένε αμέριμνοι κι ευγενικοί γεια γεια, προκειμένου η συνέχεια της αφήγησης να την ανατρέψει άρδην. Δημιουργείται, δηλαδή, κι ένα είδος τραγικής ειρωνείας, εφόσον στο άκουσμα και μόνο του γεια γεια ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι κάτι θα συμβεί στους ήρωες της συνομιλίας που δεν τους ήταν τότε διαυγές.

Μέσα από την απόλυτη περιττότητά του, μπορούμε να εντοπίσουμε στο γεια γεια την πληγή από την οποία ο σημερινός προφορικός λόγος ματώνει.

Είχαμε βγει με τον Κώστα, τη Μαρία και τη Φούλα, και ξέρεις τώρα, η Μαρία γουστάρει τρελά Κώστα, και μας τα είχε πρήξει τις προηγούμενες μέρες με τη Φούλα που ήμασταν, κι εκείνο το βράδυ είχε αρχίσει να προχωράει το πράμα, ήταν από κοντά όλο το βράδυ, χορούς και τέτοια, λέω πάει, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα κείνο το βράδυ γιατί ήταν να 'ρθει ο μπαμπάς της να τη δει το πρωί, αλλά για να μη κρυώσει η φάση προτείνω εγώ όταν φεύγαμε ξημερώματα λέω να μαζευτούμε το βράδυ σπίτι μου να δούμε τους απαράδεκτους το ντιβιντί κι έτσι, ξέρεις, για να την πάει μετά σπίτι αυτός, έτσι κι αλλιώς η Φούλα σπίτι μου θα μου ζητούσε να κοιμηθεί σε μένα κλασικά, τον παίρνω εγώ λοιπόν το απόγευμα κατά τις 6, που είχε έρθει η Μαρία από το σπίτι, μου λέει ξεναπάρε με πιο μετά, του λέω πες μου, θα 'ρθεις, μου λέει θα 'ρθώ, του λέω άντε σε περιμένουμε εννιά εννιάμισι, οκ; οκ μου λέει, γεια γεια... Χαρές η Μαρία, μέχρι που κατά τις 7 έρχεται μήνυμα σε μένα, λέει τελικά δε θα 'ρθω, κάτι μου έτυχε, εν τω μεταξύ η Μαρία γάμησέ τα, έπεσε άσχημα και καλά δεν τη γουστάρει καθόλου, παίρνω τη Φούλα να της το πω, εν τω μεταξύ την έπαιρνα όλη μέρα το 'χε κλειστό, σε κάποια φάση το άνοιξε αλλά δεν απαντούσε, και είχα ανησυχήσει, γιατί το βράδυ είχε γίνει ψιλοσκατά, στην αρχή την έπεφτε αυτή στον Κώστα για πλάκα, μετά είχε βρει μια παρέα απ' τη σχολή, τελικά μαζί φύγαμε πάντως, τέλος πάντων μετά το είχε κλειστό όλη μέρα, την παίρνω στο σταθερό δεν απαντούσε, τι να κάνω, παίρνω τον Κώστα γιατί μένουνε πολύ κοντά, του λέω θα πας με τη μηχανή να δεις τι κάνει η Φούλα, μην έχει πάθει τίποτα, μου λέει οκ, του λέω πάρε με, μου λέει μην ανησυχείς, θα σε πάρω, γεια γεια... αν σε πήρε εσένα με πήρε κι εμένα, όλο το βράδυ τίποτα, ούτε απαντούσε στο κινητό, και η Φούλα που το 'χε ανοίξει για λίγο κι είχε πάρει τα μηνύματα κι αυτή κλειστό... Μαύρη νύχτα πέρασα με τη Μαρία, εν τω μεταξύ εγώ είχα καταλάβει, αλλά δεν έλεγα τίποτα, καταλαβαίνεις... Περνάνε δυο μέρες και τον βλέπω στη σχολή το απόγευμα στο κυλικείο, ενώ με τη Φούλα να μην έχουμε μιλήσει καθόλου, και κατευθείαν του λέω καλά του λέω, τι 'ν' αυτά που κάνεις; μου λέει τι; του λέω όταν σε πήρα προχτές με τη Φούλα ήσουνα, μου λέει τι δουλειά έχω 'γω με τη Φούλα, με ύφος, για ξεκάρφωμα, και του λέω εσύ τώρα είσαι άντρας και τότε άρχισε να μου τα χώνει, έλεγε κάτι μαλακίες που δεν τις θυμάμαι, αλλά μετά από λίγο άρχισε να γελάει μου λέει είσαι αλεπού, του λέω ναι, αλλά μ' αυτά που κάνετε εγώ φαίνομαι η ηλίθια και η παράξενη που χώνεται και ψάχνει, και τι γυρίζει και μου λέει ο μαλάκας, έλα λέει αφού σου αρέσω, του λέω είσαι ηλίθιος, ξεκόλλα του λέω, αυτός μετά έλεγε κάτι μαλακίες για μένα και τη Μαρία, του λέω μη μου ξαναμιλήσεις, μου λέει καλά, γεια γεια, και σηκώνομαι και φέυγω από το κυλικείο, κι από τότε δεν έχουμε ξαναμιλήσει, εν τω μεταξύ η Φούλα με παίρνει στο δεκάλεπτο, και μου έλεγε συγγνώμη, και ότι θα μιλήσει αυτή στη Μαρία, της λέω δε μ' ενδιαφέρει, είναι μαλάκας της λέω, μου λέει καλά θα τα ξαναπούμε το βράδυ γιατί έχω μάθημα, να μιλήσουμε της λέω, έχω πολλά να σου πω, ίσως για τελευταία φορά της λέω, ναι μου λέει, γεια γεια... Με παίρνει λοιπόν το βράδυ...

(το ως άνω ωτακουσθέν λάιβ και καταγραφέν υπό του χαλικούτου εις δημόσιον χώρον. Πραγματικός χρόνος διάρκειας εκφωνήσεως το πολύ ενάμισι λεπτό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανάρχαια η λέξη που απαντά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Ο ηλεκΤριανταφυλλίδης λέει:

τρόχαλος ο [tróxalos]: (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά. [αρχ. επίθ. τροχαλός = που τρέχει, στρογγυλός].

Τρόχαλος στην Κρήτη ήταν κυρίως ο σωρός από μεγάλες πέτρες, τις οποίες οι αγρότες μαζεύαν σε ένα σημείο του χωραφιού όταν το «ξεπετρίζανε» για να μπορεί να οργωθεί πιο εύκολα. Σπανιότερα ως τρόχαλος αναφερόταν η πρόχειρα κατασκευασμένη ξερολιθιά (η οποία ως λέξη δεν απαντούσε στην Κρήτη). Η πιο κοινή μεταφορική χρήση είναι στην περιγραφή ετοιμόρροπων κτισμάτων συντριμμιών - που για τα παλιά, πετρόχτιστα σπίτια ήταν βέβαια σχεδόν κυριολεξία.

[I] Τρόχαλος έγιν' η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.[/I] (από ρίμα για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου)

Όπως έχω γράψει στο περίπου και στο λήμμα πετραδίζεις;, η ενασχόληση με τις πέτρες (με τις απελέκητες, μη οικοδομικές πέτρες) εθεωρούνταν στην ύπαιθρο μια από τις πλέον βαριές, απαξιωμένες, στα όρια του νοήματος ανθρώπινες δραστηριότητες. Όπως φαίνεται και στο μύθο του Σισύφου, η μάχη του ανθρώπου με την πέτρα είναι συνώνυμη της ματαιοπονίας. Η πέτρα είναι η πιο αρχετυπική συμπύκνωση της δύναμης της φύσης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ιδιαίτερα τη νησιωτική και ορεινή. Αν η πέτρα είναι το ανώφελο, ο τρόχαλος είναι σε απόλυτο βαθμό συνώνυμο της απαξίας, της μηδαμινής χρησιμότητας. Είναι ένας σωρός από άχρηστες πέτρες.

[I]Καλλιά τροχάλους να χαλώ, καλλιά να σκάφτω λάκκους καλλιά δαιμόνους να θωρώ παρά χωροφυλάκους[/I].
(μαντιναδάρα).

Στην Κρήτη η λέξη είναι αυτό που θα λέγαμε κούργιαλο-σλανγκ. Απαντά στις φράσεις «εγινήκαμε τρόχαλος» που σημαίνει:

α) ότι μπλεχτήκαμε σε καυγά, σε μεγάλο μανικουλέ β) ότι έγινε παρτούζα γ) ότι εξετσιλακωθήκαμενε, ότι εγινήκαμε τάπα τση μεθιάς δ) ότι παρεκτράπημεν καθ΄οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Απαντά και η φράση «έκαμα-τα τρόχαλο» που σημαίνει τα έκανα πουτάνα, με όλες τις πιθανές έννοιες.

Στα Χανιά, στα Νεώρια, υπάρχει το ομώνυμο μαςπηρανειδησόμπαρο, τελευταίας υποστάθμης σταθμός για τη βραδυνή σας έξοδο, το οποίο ουκ ολίγες φορές έχει προσφέρει προς τα ξημερώματα αξέχαστα θεάματα στους λατέρνατιβ θαμώνες των μπαρ της Σαρπηδώνος.

  1. - Ιντά 'ναι μρε τα χάλια σας, τρόχαλος εγενίκετε...
    - Νικολιό, μρε Νικολιό, κατσ΄α΄πιούμε μπράμα μρε....

  2. - Αν έρθει η Σόνια και φέρει και κείνηνα τη γκαυλιάρα τη Φένια απού σε γουστάρει θα γενούμε τρόχαλος, μόνο α δεν έχεις δουλειά κάτσε σου λέω...

  3. - Και μπαίνει μέσα μέσα στο μαγαζί στσι καναπέδες και την-ε θωρεί με τον άλλο, βάνει ομπρός ένα σκαμπό και έκαμε τα τρόχαλο μα ίντα να σου λέω...
    - Σα δεν την-ε σκότωσε λέω ΄γώ έτσα τροζός που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified