Πλήρης ηρεμία, νηνεμία και ακινησία. Όχι φύλλο, όχι βάρκα, ούτε πούστης (κι ας έχει καταπιεί τον Εγκέλαδο).

- Τώρα με τα έργα δεν πατάει άνθρωπος στο μαγαζί... Και θα πάει κάνα εξάμηνο η δουλειά...
- Τόσο χάλια;
- Δεν κουνιέται πούστης σου λέω...

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και σαν πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία αρκετά διαδεδομένη παπάρα του προφορικού λόγου, που λέγεται στις περιπτώσεις που μια πολύ ωραία ιδέα για έξοδο, εκδρομή κλπ δεν πραγματοποιείται κυρίως λόγω ρούχλας αλλά και εξωγενών παραγόντων (κυρίως έλλειψη καυσίμου αλλά όχι μόνο.

Με αυτήν την έκφραση μπορεί να:
- γίνεται αυτοκριτική παραδοχή των βλαβερών συνεπειών του να υποκύπτεις συλλογικά στην κρυφή γοητεία της σπιτικής παρακμής (ή θα λέγαμε του μπαφο-κοκούνινγκ)
- ή να διακωμωδείται αφ' υψηλού η αγελαία τάση για έξοδο και εκδρομή που καταλαμβάνει τον κόσμο σε κινητές και ακίνητες γιορτές.

- Τι κάνατε χθες;
- Ωραία... ήμασταν σπίτι μου μαζεμένοι και λέμε «δεν πάμε στο μπαρ που δουλεύει η Εβίτα να κοζάρουμε γκομενάκια, να γνωρίσουμε και καμιά σερβιτόρα, να γουστάρουμε...;»
- Καλή φάση.
- Ναι, λέμε «και δεν πάμε, και δεν πάμε...ε, και δεν πήγαμε»...που να πάω ρε μαλάκα με τους καμμένους, μέσα κάτσαμε και ήπιαμε το σταφ...το λυγίσαμε, όμως....
- Έχετε κουρκουτιάνει, ζώα, ε ζώα....

- Πώς πήγε το πουσουκού;
- Είχε μια φοβερή ιδέα ή Λόλα, να πάμε στα λουτρά στην Αριδαία....
- Γαμώ...
- Ναι και λέμε «και δεν πάμε στα λουτρά να βαφτιστούμε στις πηγές, που κάνει και καλό στους ρευματισμούς...ε, και δεν πάμε, ε και δεν πάμε...ε, και δεν πήγαμε»...τρελός είσαι ρε, τριήμερο αργία η χαρά του καπί και του οικογενειάρχη...το σάββατο πήγαμε για ποτό και την κυριακή για καφέ...έτσι για αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκός είναι προσδιορισμός για τον άνθρωπο με λαϊκά γούστα και συνήθειες.

Εδώ δε μιλάμε φυσικά για τον όρο λαϊκός γενικά, αλλά για τον προσδιορισμό που συνήθως δίνεται σε ανθρώπους που έχουν τέτοια γούστα και συνήθειες, ενώ όμως εργάζονται, συχνάζουν, εμπλέκονται ή είναι αποδεκτοί σε χώρους που δε φημίζονται για τη λαϊκότητά τους –στους οποίους χώρους ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα και γι΄αυτό και του κολλάει ο χαρακτηρισμός «του λαϊκού». Μιλάμε για το χαρακτηρισμό που δίνεται συνήθως με αυτή τη διατύπωση «ο Χ ο λαϊκός», π.χ. ο «Χρήστος ο λαϊκός», το οποίο για συγκεκριμένους χώρους και παρέες μένει συνήθως σκέτο ως «ο λαϊκός».

1.1. Με άλλα λόγια, ένας νταλικέρης, οικοδόμος, χασάπης, ψαράς, τυροπιτάς, μπαρμπέρης, υδραυλικός, μπογιατζής, λαϊκατζής, ταρίφας, επαγγελματίας αλογομούρης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκός, αφού λίγο πολύ εξυπακούεται ότι είναι. Π.χ. η φράση «λαϊκός ταρίφας» ή «ο ταρίφας ο λαϊκός» ακούγεται γελοία, λόγω πλεονασμού.

1.2 Ένας τραπεζικός υπάλληλος, ωστόσο, ή δικηγόρος, ή γιατρός, ή και νοσηλευτής ακόμα, ένας βιβλιοπώλης, φοιτητής, καθηγητής σε σχολείο και σπανιότερα σε πανεπιστήμιο, ένας μηχανικός, φαρμακοποιός, μουσικός φιλαρμονικής, πληροφορικάριος κ.τ.ό., μπορούν να είναι «λαϊκοί» ακριβώς επειδή οι πλειοψηφικοί άλλοι σε αυτούς τους χώρους δεν είναι.

Για να ξεχωρίζουμε τους λαϊκούς τύπου 1.1. από τους λαϊκούς τύπου 1.2., και χωρίς άλλη πρόθεση (no shit), θα γράφουμε τους τελευταίους εντός «».

1.3. Οι «λαϊκοί» απαντούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ασφαλώς ο αριθμός τους φθίνει (καθώς οι νέοι που έχουν τα φόντα να γίνουν «λαϊκοί» γίνονται κάγκουρες ή μάλλον τρέντουλες, ή δε γίνονται καθόλου λαϊκοί). Απαντούν έντονα στην ηλικιακή ομάδα 45–65, υπάρχουν αρκετοί στα 35–45, αλλά πού και πού ξεπετάγεται κάποιος και στις χαμηλότερες ηλικίες. Υπάρχουν ασφαλώς και «λαϊκοί» αρκετοί μεταξύ των αιώνιων φοιτητών.

  1. Ειδική κατηγορία «λαϊκών» είναι οι αριστεροί και αναρχικοί λαϊκοί, οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί είναι ένα κλικ πιο κοντά στην εργατική τάξη, ένα κλικ λιγότερο αμπελοφιλόσοφοι, και ένα κλικ περισσότερο σεξιστές –στο λόγο τουλάχιστον– απ' ό,τι επιβάλλει η πολιτική ορθότητα ή/και η γραμμή στους χώρους αυτούς. Σε αυτούς τους χώρους, μπορεί κάποιος να χαρακτηρίζεται «λαϊκός», επειδή (ή μάλλον αν και) ασκεί λαϊκό επάγγελμα, κι έτσι ακριβώς ξεχωρίζει από τους φοιτητές και τους άλλους διανοουμενίζοντες που συνήθως είναι ενεργοί εκεί –θα πρέπει, όμως, ο «λαϊκός» να έχει και λαϊκές συνήθειες (βλ. παρακάτω) για να του κολλήσει ο τίτλος, απλά το λαϊκό επάγγελμα δεν αρκεί αλλά και δεν αποκλείει τον τίτλο.

2.1. Να τονιστεί ότι πολλοί εργατοπατέρες είναι λαϊκοί τύποι, συνήθως όμως αυτοί χαρακτηρίζονται περισσότερο ως λαμόγια επειδή, πέραν των άλλων, χρησιμοποιούν τη λαϊκότητά τους για να αποκτήσουν έρεισμα και απήχηση –και όχι μόνο.

    1. Ο λαϊκός που περιγράφουμε εδώ δε βλέπει τη λαϊκότητα εργαλειακά ή τουλάχιστον δεν τη χρησιμοποιεί με πολύ χυδαίο τρόπο, επειδή ακριβώς η λαϊκότητα δεν είναι επιλογή του, αλλά γεννήθηκε με αυτήν ή έστω ένιωσε ένα πολύ ισχυρό κάλεσμα προς αυτήν –έτσι, τη σέβεται, και τη χρησιμοποιεί, ίσως, μόνο για να μην του τα πρήζουν περισσότερο απ' όσο πρέπει με μανιαμουνιές, σε εργασιακούς ή πολιτικούς χώρους.

2.3. Q: Μπορεί ένας δεξιός να είναι «λαϊκός»; Α. Ναι, αν δεν είναι αγριοχρίστιανος ή Ελληνάρας μέχρι αηδίας (τότε είναι απλά λαϊκιστής, βλ. «εκμεταλλεύομαι τη λαϊκότητά μου για ίδιον όφελος»).

2.4. Q. Μπορεί ένας κουκουές; Ναι, αν του αρέσει περισσότερο ο Ζαγοραίος από τη Φαραντούρη και το παραδέχεται –αλλά αν είναι ο «λαϊκός» της κοβα όντως θα παραδέχεται επίσης και ότι το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

2.5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο «λαϊκός» έχει πολιτισμική αν όχι και πολιτική συγγένεια με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Για το χαρακτηρισμό όμως ενός χ ΠΑΣΟΚου ως «λαϊκού» θα πρέπει να υπάρχει περισσότερη λαϊκότητα απ΄ότι λαϊκισμός. Με τον εξαχρειωνισμό του Σημίτη, ο λαϊκός αν δεν μετεξελίχθη σε λαμόγιο, είναι πολύ πιθανό όντως να είναι γνωστός ως «ο λαϊκός».

  1. Πολιτίκ ή απολιτίκ, και ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης, ο «λαϊκός» συγκεντρώνει κάποια ή όλα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά.

3.1. μιλάει λαϊκά, αναμιγνύει δηλαδή στο λόγο του μάγκικες εκφράσεις, από τη νύχτα, το τζόγο, την αργκό της πιάτσας κάποιων δεκαετιών πριν. Καμιά φορά και φράσεις από την αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ή από χειρωνακτικά επαγγέλματα (οικοδομή πιο πολύ). Δεν είναι όμως επιδεικτικός με τη γλώσσα και κυρίως αποπνέει ότι μπορεί να σταθεί τόσο στο λιμάνι όσο και στο σαλόνι.

3.2. ακούει λαϊκά, παλιά (πέραν του Ζαγοραίου, επίσης ο Καζαντζίδης είναι οκ, αλλά κυρίως Μαργαρίτη, Μενιδιάτη, Διονυσίου ασφαλώς) και νέα κατηγορίας σκυλάδικου (λιγότερο όμως –ίσως Τερζή, άντε Γονίδη, ίσως Τερλέγκα, όχι όμως Μελά και από Μητροπάνο τα μη κουλτουρέ). Αν έχει καταγωγή από επαρχία, ακούει και δημοτικά. Δεν ακούει ρεμπέτικα (αυτά είναι για φοιτητές), δεν πίνει μπάφους (άν έχει καβαντζώσει τα 40), έχει όμως, ωστόσο, μια γενναία τάση για αλκοολίκι.

3.3. Έχει περάσει τα νιάτα του στα μπουζούκια και στη γύρα γενικότερα, έχει καταστραφεί τουλάχιστον μια φορά από κουμάρι, ώσπου διορίστηκε κάπου ή τέλειωσε τη σχολή και μπήκε στην παραγωγή ή άνοιξε μαγαζί και ψιλοηρέμησε. Πλέον, είναι καφενόβιος με στέκι. Ξέρει και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα καζίνα –ανάλογα με το βαλάντιο. Στην Αθήνα μπορεί να είναι και ερασιτέχνης πλέον αλογομούρης.

3.4. Ντύσιμο: φοράει πουκάμισο πάντα, αλλά ποτέ γραβάτα. Το πουκάμισο κλασικό. Το χειμώνα σακάκι, ή δερμάτινο μπουφάν (όχι παλτό), από μέσα πουκάμισο, ζωσμένο. Υφασμάτινα παντελόνια κυρίως, αλλά και τζιν. Ένα μεγάλο δαχτυλίδι επίσης σύνηθες, όχι όμως στους πολιτικοποιημένους (οι οποίοι φοράνε εξίσου συχνά με πουκάμισο και μπλουζάκι πόλο).
3.4.1. Τσιγάρο ελληνικό, όπως και ο καφές. .

3.5. Οδηγεί παλιά σχετικά μοντέλα από μάρκες αξιόπιστων αυτοκινήτων, κυρίως Γερμανικά (ίσως είχε κάνει και Γερμανία): bmw, opel, όχι όμως μερσεντέ.
3.5.1. Οδηγεί επίσης ακομπλεξάριστα παπί ή και βέσπα.

3.6. (Ανάλογα και με την ηλικία) υπήρξε γυναικάς και νταλκαδιάρης, αν και όχι απαραίτητα Ο γόης –δεν τις άφηνε όμως και αδιάφορες της γυναίκες. Στη σύζυγο τα έχει φορέσει πολλάκις αλλά δεν το ξέρει κανείς –αυτή το υποψιάζεται αλλά τον γουστάρει. Οι πλέον αυθεντικοί έχουν χωρίσει και ξαναπαντρευτεί μία έστω φορά και πληρώνουν διατροφή ή έχουν εξώγαμο.

  1. Οι λαϊκοί του είδους που περιγράφουμε, αν και έχουν καταφέρει να σταθούν σε πλήθος επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, είναι δεδομένο ότι μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους ανθρώπους του είδους τους (λαϊκούς και «λαϊκούς», δλδ.).

4.1. Ο «λαϊκός» δεν είναι απαραίτητα ο σούπερ κιμπάρης, αλλά σίγουρα δεν είναι και γύφτος. Κυρίως δεν είναι επιδεικτικός, ενώ είναι μερακλής. Είναι γενικά λογοτιμήτης.

4.2. Ένα επίσης γερό κριτήριο είναι ότι ο «λαϊκός» δεν έκανε ή δε θα κάνει πολλά λεφτά στη ζωή του, ούτε όμως και πείνασε/θα πεινάσει –κυρίως επειδή το χαρτί το σκορπάει. Γενικά, θεωρείται σωστός, κυρίως γιατί αυτό που κάνει το κάνει καλά. Ωστόσο, η λαϊκότητά του κάνει και πολύ κόσμο να στραβομουτσουνιάζει, κυρίως βέβαια τους πορδήθεν.

Αν ο «λαϊκός» θα επιβιώσει θα το δούμε. Υφίσταται πολλές πιέσεις και τα πράγματα είναι άσχημα.

[I]Ζητώ συγγνώμη για το σεντόνι, ελπίζω να έγινα κατανοητός με αυτήν περιγραφή ενός ιμπρεσιονιστικού ανθρωπότυπου . Ο λόγος ύπαρξης του εκτενούς και ενδεχομένως χασμουρητικού ορισμού είναι να συμβάλει στην αποφυγή καταχρήσεων του όρου «λαϊκός» στην περιγραφή λαϊκιστών, λαμογιών ή απλώς κάφρων[/I].

  1. - Καλά δικέ μου ο καρδιολόγος που εγχείρισε τον παππού κορυφή, πολύ «λαϊκός»... μέσα στο χειρουργείο λέει είχε χαμηλά Ζαγοραίο και άκουγε...
    - Άντε ρε... Και στο ιατρείο μέσα τον Αντρέα κορνίζα;
    - Αφού, μετά το Γιακούμπ, αυτός τον έβλεπε...

  2. - Πάλι ο Γιάννης ο «λαϊκός» τ' ακούει αυτά; Τι είναι, μπλάκμαν;
    - Χαμήλωσε το ρε Τζοοον...
    - Τζον: Αφού κύριοι το γνωρίζετε, όταν μελετώ δικογραφίες θέλω ν' ακούω το Στελάρα μου...

  3. Ο μαθηματικός μας ωραίος τύπος... Έρχεται κάθε μέρα με το παπί αλλά στην τρίχα... Και κάνει και γαμώ τα μαθήματα.
    - Αυτό το άφτερ σέιβ όμως ρε πούστη...
    - Έ είναι «λαϊκός» ο τύπος... Την κάσκα του την είδες, αντίκα...

  4. Έσκασε στη συνέλευση ο Πέτρος ο «λαϊκός»... Σούζα όλοι νά 'βλεπες, ακόμα και οι Δαπιτόφλωροι...
    - Έκλεισε με τσιτάτο από Μαργαρίτη;
    - Όχι, Λένιν, κατ΄εξαίρεση...

"Ο ά(ν)θρωπος ο λογικός είναι τύπος λαϊκός" (από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τους συμπολίτες μας που τα βγάζουν πέρα δύσκολα λόγω της οικονομικής κρίσης ....Δε βγαίνουνε με τίποτα και γι' αυτό γυρνοβολάνε όλη μέρα στα θλιβερά στενοσόκακα της Ζυρίχης, του Ντουμπάι και του Σίτυ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τον επιούσιο.

Το βράδυ, κατάκοποι από την κενή καθημερινότητα, νοικοκυρεύουν το τσαρδί τους με την ανεμπόδιστη θέα στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης: τακτοποιούν τις ΔΕΚΟ τους, τα βαπόρια τους, τις ΠΑΕ τους, και πέφτουν για ύπνο. Μέχρι τον άλλο μήνα το πρωί που θα πρέπει να ξαναβάλουνε καμιά τζίφρα... Δεν τα κάνουν οι ίδιοι, δηλαδή, όλ' αυτά, αλλά ξέρεις τι ευθύνη είναι, να προσέχεις να μην ψοφήσεις από την κούραση;

Άλλωστε, πάντα υπάρχουν οι άλλοι, οι ανταγωνιστές στο μεροκάματο του τρόμου... Τόσοι και τόσοι ζούνε σήμερα με πενιχρούς μιζ-θούς και λίγο να μείνεις πίσω, θα το χάσεις το ρημαδομερίδιο στην αγορά... Κι ύστερα, άντε να ορθοποδήσεις... Γαμημένη επισφάλεια! Άναβε και κανά κερί στον Άη Εφραίμ, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι.

Η φράση είναι από την εφημερίδα sport day και αφορά κυρίως στους έλληνες εφοπλιστές που «επαναπατρίζουν» κεφάλαια τελευταία... Γράφτηκε με αφορμή τον πολυμετοχικό βάζελο... Τώρα πια λέγεται γενικά για τα λαμόγια, πχ. [από σχόλιο σε blog]

«Ρε παιδιά μη τον κρίνετε σκληρά το Βουλγαράκη
Της Γενιάς των 700 ευρώ* είναι το παλληκάρι.

*Των 700.000.000 € εννοώ...»

αχχχ, ούτε να ξυριστείς δε προλαβάινεις (από xalikoutis, 02/10/08)πρέπει να βρω δουλειά ρε πούστη μου, δεν πάει άλλο (από xalikoutis, 02/10/08)ψάχνω ρε πατέρα, όλη μέρα με το βιογραφικό στο χέρι είμαι, εύκολο θαρρείς είναι; (από xalikoutis, 02/10/08)όλη μέρα στο κομπιούτερ, έχει ξεφύγει η μυωπία....και ποιος πληρώνει τώρα για εγχείρηση (από xalikoutis, 02/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για φράση ειπωμένη από χανιώλα ομολογουμένως νάρα που αυτηκόησα, summer '08.

Η φράση είναι μια ειλικρινής παραδοχή ότι «αφού πάω με το ροκοφλόκο και του δίνω κάτι -και τι κάτι!- να ασχολείται, να μη βγάλω κι εγώ το κατιτίς μου... Με τα 3 του θα μείνω;».

Λέγεται μόνο από συνειδητοποιημένα ξέκωλα, διαθέτοντα εξοπλισμό ρυμούλκησης πλοίων πιστοποιημένο με ISO και HAACP, τα οποία δεν πέφτουν με κοπλιμέντα.

- Κοίτα Χρυσούλα, εγώ με τον Ευγένιο τά 'χω λύσει αυτά τα... Τρία μου δίνει, έξι του παίρνω. Και είμαστε κι οι δυο ευχαριστημένοι....
- Καλά κάνεις εσύ.... Εγώ, δεν ξέρεις πόσο μετανιώνω που του Κωνσταντίνου του είπα κι ευχαριστώ για το smart... σιγά το δώρο, αυτά είναι αυτονόητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, από τα Ορλωφικά κι έπειτα, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν όλοι περιμένουν να έρθει ο Ρώσος να καθαρίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, Ρώσος είναι το το Lada Niva, που λέγεται έτσι από τους περήφανους ιδιοκτήτες του - με κλείσιμο ματιού, για να δηλωθεί ότι πρόκειται για όχημα σκυλί μαύρο που κοστίζει κι ένα κλάσμα της τιμής των άλλων της κατηγορίας του.
Βλ. και παράδειγμα - ανέκδοτο που κυκλοφορεί μεταξύ των ιδιοκτητών LADA.

- Έγινε πάλι ο διαγωνισμός για τα τζιπ και τα off-road σε μια πίστα βουρκολίμνη, λάσπη μέχρι το γόνατο... να δεις τσερόκια, χάμερ, τούρμπο βιτάρα, ό,τι θες... κτήνη!
- Και ποιος κέρδισε;
- Δεν ξέρω, πάντως στο τέλος φέρανε έναν Ρώσο να τα τραβήξει στο δρόμο...

(από xalikoutis, 01/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιό ελληνικό απόφθεγμα «ένα ίσον κανένα» που έλεγε ο λαός στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, της ανέχειας και των πολέμων για να σχολιάσει τη μεγάλη παιδική θνησιμότητα και να ενθαρρύνει την αβέρτα κουβέρτα τεκνοποίηση για τη διαιώνιση του έθνους, στην εποχή μας έγινε σχόλιο για το άτοπο της πίστης προς το έτερον ήμισυ.

- Ρε άνθρωπε, άντρας είσαι κι εσύ, έχεις τις ανάγκες σου, δεν πρέπει να τις καταπιέζεις, σέρνονται και ψυχολογικά διάφορα... πρέπει να γαμήσεις, εγώ στο λέω... πρέπει να γαμήσεις. Τελεία.
- Άντε πάλι τα ίδια... μη με τρελαίνεις ρε μαλάκα, εγώ δε γαμώ; Εγώ δε γαμώ; Κι η Σοφία τι είναι, καλοριφέρ; Μουνί δεν έχει η Σοφία; - Μία ίσον καμία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλύτερη συμβολή του Έλληνα πατέρα, θείου κ.λπ. στην επιστήμη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νεαρών αρσενικών. Η απαραίτητη εξισορρόπηση της ελληνικής «ars erotica», που κατά τα άλλα συνάδει με το οθωμανικό δίκαιο, φανερώνει τη λεπτότητα του Έλληνα εραστή.

Η βαθιά ποιητική αυτή φράση μαθαίνει -με βαριά καρδιά πάντως- στον πρωτόπειρο νέο που ανοίγεται στα πέλαγα της γυναικείας σεξουαλικής υδραυλικής, ότι δε γίνεται πάντα να τον ρίχνεις κρύο, χρειάζονται και τα ρημάδια τα προκαταρκτικά, που απαιτούν να κουράσεις το χεράκι σου σε παλινδρομικές και πλαγιοστροφικές τριβοειδείς διεισδύσεις, και συνάμα πρεσοειδείς επιπαλαμισμούς περιοδικά αυξομειούμενης έντασης και σταθερά κλιμακούμενης συχνότητας στο/α γυναικείο/α γεννητικό/α σύστημα/τα (μονοεστιακή ή πολυεστιακή μέθοδος).

Το κεφαλαιώδες αυτό μήνυμα, παρά τις πολιτικά μη ορθές του νοηματικές αποχρώσεις -προϋποθέτει ότι ο γιος είναι κρεατοφάγος, καμία πρόβλεψη για τους χορτοφάγους- είναι μια διδαχή που κατά κανόνα διδάσκεται, με απόλυτη υπευθυνότητα και παιδαγωγικό προγραμματισμό, ανεξαρτήτως ψυχοσεξουαλικού σταδίου... ...αν και όποτε κάτσει ο νέος να ντρέπεται να ξεκοκαλίσει με το χέρι το μπριζολίδι σε χασαποταβέρνα και μπροστά σ' όλο το σόι. Ανεκτίμητη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως «χέρι» ΔΕ νοείται ΕΔΩ τουλάχιστον ο χάστος, μπορεί όμως να νοείται η πεοθωπεία.

  1. - Τι ντρέπεσαι μωρέ Βαγγέλη, εδώ η ταβέρνα είναι δική μας, πιάσ' το με το χεράκι σου... H μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, Βαγγέλααα, αχαχαχαουχαχα...

  2. - Και δε μου λες βρε Βαγγέλαρε, με το Λενιώ καλά τα πάτε; Ελένη δεν τη λένε;...
    - Ελίνα... Καλά, καλά...
    - Το κοκό, πως πάει; Πάει καθόλου;
    - Πάει, πάει...
    - Κι όλα καλά;
    - Ε, καλά...
    - Τι «ε καλά...»;
    - Καλά...
    - Λέγε ρε να 'ούμε. Προφυλάξεις, έτσι; Στη μάχη χωρίς κράνος ποτέ... Πιτσιρίκα είναι αλλά δεν ξέρεις, κουκούλωνέ το, κουκούλωνέ το, να μην την κουκουλωθούμε κι όλας...
    - Ναι, ναι... Ε, λέει πως πονάει... Αλλά όλα καλά...
    - Πονάει; Ε, πώς να μην πονάει... Τέτοιο εργαλείο κλερονόμησες!... Ουαχαχχαχαχα, καθίκαρε! Να σου πω, τη χουφτώνεις καθόλου ή έτσι βουρ στον πατσά;... Η μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, τά 'χουμε πει έτσι; Μέχρι να μπαγιατέψει, μετά... Τά 'χουμε πει έτσι, μην τα ξαναλέμε...
    - Τά' χουμε πει ρε πατέρα, στην ταβέρνα προχθές μου τά 'λεγες... Θένξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified