Άλλη μια παραδοσιακή ύβρις από Κρήτη (Χανιά μεριά) που διαδόθηκε έναν καιρό από την ύπαιθρο στην πόλη μέσα από τη γνωστή οδό η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως
«τ' ακούω στο χωριό μου, το λέω στο σχολειό μου»
η οποία είναι νομίζω πολύ συνήθης για τις σλανγκ των επαρχιακών πόλεων.

Κυριολεκτικά σημαίνει: «άντε στο διάολο για να ξέρω που σε έχω [τοποθετήσει, αφήσει, εντοπίσει]»...

- Ουσιαστικά είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να μειωθεί κάπως η ένταση της αποστολής κάποιου στο διάολο μέσα α. από το γεγονός ότι σε στέλνω στο διάολο όχι για άλλο λόγο, παρά μόνο χρηστικά για να ξέρω πού βρίσκεσαι τοπικά, πού συχνάζεις....
β. από το γεγονός ότι, για να χρησιμοποιώ τον διάολο ως αποθηκευτικό μου χώρο, παναπεί πως κι εγώ τα ξέρω τα κατατόπια, είμαι δλδ κι εγώ διαολοσταλμένος ουκ ολίγες...
- Καμιά φορά λέγεται και σε 2 χρόνους δηλαδή «άμε στο διάολο [παύση] να κατέω που σ' έω«, και τότε πραγματικά έχει στόχο να ελαφρύνει λίγο το πράμα, δλδ να τονίσει ότι σε στέλνω στο διάολο καθαρά για λόγους γεωεντοπισμού.
- Από την άλλη όμως, το ότι με τη βρισιά αντιμετωπίζεις τον άλλο ως αντικείμενο ή και ζώο που το πας, το φέρνεις και το αποθηκεύεις, κάνει τη φράση αρκετά ηχηρή βρισιά....

- Μανώλη, σου βάλε απουσία ο Ρακοκαζανάκης...
- Κι εσύ ρε τσίρακα γιατί την έγραψες...
- Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς γιατί το υπογράφει αμέσως...
- Ο μπεκρής ρε μαλάκα; Τ' αρχίδια του ελέγχει... απουσιολόγε, άμε στο διάολο... άμε στο διάολο να κατέω που σ' έω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον τοπικό (Κρήτη, Χανιά), αυτός που φλυαρεί και λέει βλακείες, ή και τα μασάει, εν μέρει συνώνυμο του χαλικούτης, χαλικουτίζω.

- Μίλα καθαρά ρε αμπλαούμπλη, τί σού 'πε δηλαδή και παρεξηγήθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη η παλιά αυτή λέξη (απαντά και σε ριζίτικα κ.λπ.) η οποία ακόμη και σήμερα ακούγεται και από τη νεολαία ακόμα, σπάνια βέβαια, και με συνειδητή επίγνωση ότι αποτελεί γλωσσικό πλούτο.

«Αναμαζωξιάρης» είναι ο ξένος, αυτός που μας ανεμαζωχτήκενε, για την ακρίβεια αυτός «που-δε-γατέω-ίντα-διαόλους-μας-ανεμαζώχτηκενε-απού-να-μην-τονε-πω-πράμα-γι΄-αναμαζωξιάρηδες». Είναι αυτός που μας κουβαλήθηκε, που μας φορτώθηκε, ο ανεπιθύμητος ξενομπάτης ή ξενομερίτης. Είναι ουσιαστικά ο πρόσφυγας ή, όπως λεγόταν στα Χανιά ο *πρόσφυγκας******.

Αναμαζωξιάρικα ήταν και τα έκθετα κι έπειτα υιοθετημένα παιδιά, ενώ ακόμη και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς τις μανάδες στα Σφακιά να φωνάζουν το βράδυ στα παιδιά που παίζουν στο δρόμο «αναμαζωχτείτε επιτέλους», μαζευτείτε, δηλαδή, και βρείτε καταφύγιο στο σπίτι μας.

Είναι πολύ υποτιμητικός όρος, ο πιο υποτιμητικός από τους υπόλοιπους για τους μέτοικους. Αναμαζωξιάρης σημαίνει και κουρελής, φτωχομπινές.

*****Τα οποία Χανιά μόλις πριν λίγες βδομάδες έφτιαξαν επιτέλους μνημείο για το σημαντικό προσφυγικό τους μικρασιάτικο πληθυσμό (κυρίως από την περιοχή Σμύρνης) που κατοίκησε τα Τουρκοπροάστια της πόλης (Μουρνιές, Περβόλια, Πασακάκι). Με την ευκαιρία συζητήθηκε και ένα άρθρο των Χανιώτικων Νέων που σιχυριζόταν ότι ένα 40% της πόλεως των Χανίων έχουν πρόσφυγα πρόγονο (και Κινέζο ξάδερφο)... Για τους Χανιώτες που μάλλον όλοι θέλουνε να Σφακιανοφέρνουν παρά να προσφυγοφέρνουν (πλην όσων έχουν προσφυγικό επίθετο και περηφάνια) ήταν ένα πλήγμα...

Ετερόκλητα παραδείγματα:

  1. Άμε μρε να βάλεις ένα ποκάμισο κι είσαι σαν τον αναμαζωξιάρη....

  2. Σ’ ένα τέτοιο μακελειό ο μπάρμπα Γιάννης ο Σισανές, ξερακιανός άντρας, μακρές, στιβαρός, με μεγάλη καρδιά μέσα ντου, όντενε εμακελεύανε μια τουρκική φαμελιά, του παντήχνει ένα τουρκάκι πέντε-έξι χρονών. Το μαχαίρι ντου έσταζενε το αίμα των Οικολογιών του και το κοπέλι έτρεμενε σύγκορμο χλωμιασμένο σαν τα κίτρινα φάδια. Το λυπήθηκενε και το πρεμάζωξενε στο κονάκι ντου και το ανάθρεφενε μαζί με τα δικά του κοπέλια. Τα ξεδιαφωτίσματα ο μπάρμπα Γιάννης έπαιρνενε το τουρκάκι στα οζά και το ‘χενε ουλημέρα κοντά ντου και έτρωενε ε’να κομμάτι ψωμί μαζί με τα δικά ντου στο μιτάτο… Τ’ αποσπέρας που απόσωνε στο σπιτικό ντου τ’ αποχύνεντονε η γυναίκα ντου για το αναμαζωξιάρικο: “Είντα μου τ’ αναμάζωξες, για να με ταραχάς, καεί η ψυχή ντου. Ανάθεμα τσι και δεν μπορώ να τσι θωρώ μπλιο τσ’ αναθεματισμένους”.

από δω.

  1. Μάς έχει φάει ο διάλογος με κάθε αναμαζωξιάρη σατανιστή, απο παπικό μέχρι μουσουλμάνο ... Το οτι έχουμε σχήσμα στο σώμα της εκκλησίας μας , πληγη αιμοραγούσα δεν είναι πρωτο Θέμα;

από δω με την ορίτζιναλ ορθογραφία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, που σημαίνει χωρίς επιφύλαξη, ευθέως.

Μπορεί στο κατάλληλο πλαίσιο (καταστάσεις μέθεξης και γλωσσικής ελευθεριότητας) να εκπέσει σχεδόν σε επιφώνημα και μονολεκτική καταφατική απάντηση γενικής χρήσης κλπ (διατηρώντας μάλλον συντακτικά την επιρρηματική θέση).

«Ανοιχτά» σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει:

- αβλεπί, χωρίς δεύτερη σκέψη, αβολοντέ, χύμα, έως και με ντου...
- σίγουρα, αυτονόητα, στάνταρ, κάργα, ψήνομαι....

  1. - Το αδερφάκι σου μου χει σπάσει τα νεύρα φίλε... θα του την πω, δε γίνεται....
    - Ανοιχτά μαλάκα, μην κολλάς, άμα τον παίζει χώσε τον, καλό του κάνεις....

  2. - Την καθίζουμε την πρόκα στον αρχιδάκο;
    - Ουου, ανοιχτά, να πα να γαμηθεί ο λούλης....

  3. - Την πέφτω στο Μαριώ απόψε, έτσι; - Ανοιχτά δικέ μου, κι εγώ μαζί σου....
    - Χμμμμμ, λες;

  4. - Να κάνω clopy paste αυτή την εισαγωγή ρε συ;
    - Ανοιχτά! Μη μασάς ρε, πάρε ό,τι γουστάρεις....

  5. - Λέμε και στον Παύλο για το εκδρομάκι;
    - Ανοιχτά!

  6. - Μάλλον νίτσα η Ξένια, ε;
    - Ανοιχτά!... μη σε ξεγελάει το μουτράκι και το υφάκι, στο interrail είχαμε μείνει μαλάκες, είχε πάει με την Ευρώπη των 25....

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός «αντρούλα» προσδίδεται στα Σφακιά της Κρήτης στους μεγαλόσωμους και ρωμαλέους άντρας, και συνδηλώνει παλικαροσύνη, λεβεδιά αλλά ενδεχομένως και μια κάποια βραδύτητα και βαρύτητα στη σκέψη και τη δράση - η οποία ακριβώς αντισταθμίζεται από το εκτόπισμα της δράσης, όταν αυτή τελικά λαμβάνει χώρα.

Είναι θηλυκού γένους, και αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές φορές το μικρό όνομα «αντρούλων» θηλυκοποιείται και μένει έτσι ως παρατσούκλι: Γιάννης - Γιαννουλιά, Αντρέας - Αντρουλιά, Γιώργος - Γιωργουλιά κλπ

Γιατί γίνεται αυτό δεν ξέρω, δεν ξέρω αν είναι είδος «χαϊδευτικού μεγεθυντικού», που κρατάει από σχετικά απονήρευτες εποχές, στις οποίες η αλλαγή του γένους (ακόμα και) σε θηλυκό συνδήλωνε «όγκο» τρόπον τινά και όχι εκθήλυνση.

Σημειωτέον ότι το πράμα είναι πολύ μπερδεμένο: στην Κρήτη δεν υπήρχαν μεγεθυντικά σε -άρας, -άρα, αλλά σε -άρος με μετάθεση και του τόνου (π.χ. κώλαρος, ντομάταρος και όχι ντοματάρα) ενώ και η αρσενικοποίηση λέξεων με την κατάληξη «-ουλος» χρησιμοποιούνταν στο σχηματισμό ιδιότυπων μεγεθυντικών κατ' ευθείαν από υποκοριστικά σε -ούλι, όπως λ.χ. κάτσουλος = ο μεγάλος γάτος [κατσούλι=το γατάκι], σακούλι - σάκουλος κλπ.

Σκεφτείτε όμως: η σακούλα δεν είναι το μεγάλο σακούλι, το οποίο είναι ο μικρός σάκος; Τώρα, μπορώ να σκεφτώ άλλη μια λέξη που υπάρχει παρεμφερές μεγεθυντικό σε -ούλα, το μεγάλο πεζούλι (το μεγάλο μπεντένι) λέγεται πεζούλα, έτσι ίσως και το παιδί που κάποτε ήταν «αντρούλι» (το οποίο όμως δεν απαντά), δηλαδή, μεγαλόσωμο, παιδί ήδη άντρας, μεγαλώνοντας γίνεται «αντρούλα» (σημειωτέον επίσης ότι στην Κρήτη δε λεγόταν το «άντρακλας»).

- Και μπαίνομε στην αυλή μεσημέρι και θωρούμε το Βαρδή που δεν τον εγνωρίζαμε τότεσάς κι εκοιμούντανε κι εροχάλιζε, μα ίντα θαρρείς, πασπάλους [=κονιορτό] εσήκωνε...
- Τέθοια αντρούλα στο χωριό δεν υπάρχει δεύτερη... - Αυτός λέει ξυπνά, αρμέγει μιαν αίγα και πίνει το γάλα κι ύστερα λέει καλημέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα απλά σπεκ διακρίνονται από τα σύνθετα σπεκ, καθώς εμφανίζουν λιτή μορφολογία, άρα και διέπονται και από σοβαρή, ειλικρινή και σταράτη διάθεση χωρίς σπεκουλαδόρισμούς - ο τελευταίος είναι ίδιον ακριβώς των σύνθετων σπεκ.

Καμιά φορά μπορεί όμως να συμβαίνει και ακριβώς το αντίθετο, οπότε με ασφάλεια συμπεραίνουμε ότι τα απλά σπεκ έλκουν την προέλευση τους από τα απλά πράσινα μπίου-μπίου.

- απλά σπεκ φίλε!

(συνήθης τρόπος έκφρασης θαυμασμού ντόμπρων διαθέσεων που απαντά στα σχόλια του παρόντος site)

Απλά... (από Vrastaman, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάσταση μειωμένης εγκεφαλικής λειτουργίας, ντάγκλας, μετά από κατανάλωση ικανής ποσότητας σουβλακοειδών. Μπορεί να εμφανιστεί και έντονη εφίδρωση, αίσθημα ματαιότητας και ενοχής.

- Πω πω αποσουβλάκωση, πού να χωνέψεις τέτοια ώρα...
- Ναι ρε πστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαιρετικά ατσούμπαλος (ή στην Κρήτη «ανατζούμπαλος»), χαζός, κακοφτιαγμένος, χοντροκομμένος και χοντρόπετσος, αλλά ενιότε και θρασύς, σκληραγωγημένος και καταφερτζής άνθρωπος.

Έχει στοιχεία από λέτσο, χαρμπαγιάγκαλο, αρούγκανο, Αρναούτη, γκάβακα κ.α..

Λέγεται στην Κρήτη, όπου άρκαλος είναι η τοπική ονομασία για τον ασβό (ονομασία Λινναίου Meles Meles). Οι αρκάλοι γενικά θεωρούνταν ηλίθια και επιβλαβή ζώα, επειδή κυρίως κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, σκάβοντας μεγάλες τρύπες και λαγούμια. Γράφει λ.χ. ένας Αμαριότης (εδώ):
«Είναι αλήθεια πως μασε κάνανε αρκετές ζημιές στσοι πατάτες κυρίως, που σκάβανε και ανεχουμίζανε τον κόσμο για να τσοι βγάλουνε και να τσοι φάνε».

1) -Που πάεις μωρέ άρρρκαλε με τη μηχανή μέσα στο μαγαζί;!!

2) Ε το μπούστη τον Αντρέα τον άρκαλο, μπαίνει εκεία στσι ξένες κι ότι πιάσει, δε κωλώνει κι ας μη κατέει να μιλήσει γρι εγγλέζικα...

(από xalikoutis, 02/03/09)(από xalikoutis, 03/03/09)Peace \'n\' Love in da Ghetto! (από Vrastaman, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified