Το κινητό τηλέφωνο (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

  1. Εχτές κάποιος με πήρε τηλέφωνο στο κουνιστό και τον άκουγα να βαριανασαίνει απειλητικά [...]. (απο το διαδίκτυο)

  2. Σήμερα πρώτη μέρα παιξίματος mp3 από το κουνιστό, διαπίστωσα ότι η μπαταρία άντε να κράτησε 10 ώρες με 1 ωρίτσα μουσική και καμία κλήση. Άντε και 2 μηνύματα. Είναι λογικό; Τόσο πολύ τρώει ο mp3 player; (απο το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ καλά, τέλεια.

Περάσαμε «μπόμπα» και έπεσε και πάρα πολύ γέλιο [...]. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερματοφύλακας ειρωνικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

Ο Μορέτο, όταν τον πήραμε, φάνηκε από την αρχή τι τερματοτύφλακας είναι. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες ακόμη μεσολογγίτης, τρύπας, χαρταετός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο έχει καταντήσει τόσο συνηθισμένο, που έχει ή κοντεύει να εξευτελιστεί, το κλισέ. Συνήθως στο ρηματικό τύπο γίνομαι σούπα.

  1. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 2 thread με το ίδιο ακριβώς κείμενο (που έχει γίνει σούπα πλέον).

  2. (Περί «Κωνσταντίνου και Ελένης» ο λόγος:)
    Αίσχος δε την αντέχω άλλο αυτή τη σειρά έχει γίνει σούπα 2-3 χρόνια παίζει ασταμάτητα 40-50 επεισόδια. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    [...] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξενέρωμα την στιγμή που παίζεις και έχεις μπει στο παιχνίδι (βράδυ με μουσική υπόκρουση στο τέρμα με τα ακουστικά εννοώ) να βλέπεις την Lara να χάνει το ένα της πόδι μέσα στον τοίχο ή όταν πατάς το num 0, να βλέπεις στιγμιαία μέσα στο κεφάλι της, και όλα αυτά εν έτει 2003 όπου το 3d έχει γίνει σούπα...

  4. (από διαδικτυακό φόρουμ, για τη Μερσεντές Ε200)
    Το συγκεκριμένο αμάξι κατά την γνώμη μου, εκτός απ' το ότι έχει γίνει σούπα, έχει και μια απίστευτη έλλειψη χαρακτήρα. Εξωτερικά είναι ένα ωραίο(;) σύνολο που δεν έχει τίποτα ξεχωριστό, τίποτα που θα σε κάνει να σταθείς να το χαζέψεις λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγούδι που είναι γραμμένο σε ελάσσονα κλίμακα και βασίζεται στις συγχορδίες των βαθμίδων μικρής έκτης, μικρής έβδομης και τονικής (♭6-♭7-1). Στην ειδική περίπτωση της λα ελάσσονας, οι αντίστοιχες βαθμίδες είναι η φα, η σολ και η λα, εξού και η ονομασία.

Ο όρος χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, αλλά κυρίως υποτιμητικά, φέροντας και τις συνδηλώσεις του τύπου σούπα, μια και, πράγματι, η συγκεκριμένη αρμονική κίνηση στοιχειώνει πλέον σε εξωφρενικά μεγάλο ποσοστό το τυπικό ρεπερτόριο ενός ναμαγαπάδικου.

Τυπικά παραδείγματα είναι το «All along the watchtower» (γνωστό και ως «Ο παλιάτσος κι' ο ληστής»), το «Λιωμένο παγωτό» και ένα σωρό άλλα.

- Φίλε, έγραψα τραγουδάρα για τη Λούλα.
- Ποιά Λούλα ρε; Τη σερβιτόρα;
- Ναί ρε, θα το παίξουμε στο μαγαζί, θα λιώσει η πουτανίτσα, που μου τσινάει δύο μήνες τώρα.
- Καλό;
- Μιλάμε, η ε π ι τ ο μ ή της ροκ μπαλάντας.
- Έλα ρε...
- Χωρίς πλάκα. Άκου-άκου πως πάει... Λοιπόν: «Τώρα που πέφτει ο ήλιος χαμηλάαααα / κι' είσαι μακριάαααα, κι' είσαι μακριάαααα / σκέφτομαι πως θ' ανέβει το φεγγάρι πιό ψηλάαααα / και θα σε νιώθω πιό κοντάαααα, ω πόσο πιόοοοο κοντάααα... // Λούουουουουλαααααα... Λούλα...»
- ...
- Γαμάτο ε;...
- Ρε κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει...
- Τι λέ ρε μαλάκα, τίποτα δε θυμίζει, τί λες τώρα.
- Τι συγχορδίες παίζεις;
- Ε να, το σκέφτομαι σε ντο ματζόρε, ρε ματζόρε, μι μινόρε.
- Σούπερ. Άλλη μια φασολάδα. Και μετά μου λες γιατί σε κλάν' η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση και ταλιμπάν: και τα λοιπά.

  1. Πατρίς - Θρησκεία - Σχιζοφρένεια είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο θα κινηθεί με τα καινούργια του τραγούδια, «τα μπαλέτα, τα προζάτα ξεβρακώματα, τις ψηφιακές προβολές και ταλιμπάν και ταλιμπάν»... (από τη σελίδα του Τζίμη Πανούση)

  2. κτλπ κτλπ κτλπ. (η συντομογραφία σημαίνει «και ταλιμπάν και ταλιμπάν και ταλιμπάν...») (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified