Ο μαέστρος περιπαιχτικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

  1. - Οι Φίλοι Μοντέρνας Μουσικής, μια χορωδία που φέτος κλείνει 20 χρόνια, ζητάει τενόρους. [...] Όσοι ενδιαφέρεστε παρακαλώ στείλτε μου πμ.
    - Σαν δεν ντρέπεσαι να ζητάς τενόρους για τους Μοντέρνους και να μην ζητάς για την Χορωδία Αθηνών, που στο κάτω κάτω έχει και 85 χρόνια ιστορία.
    - Η Αθηνών μέχρι το καλοκαίρι βολεύεται με τες γυναίκαι, με τέτοια ρεπερτόρια που διαλέγει ο μανέστρος της.
    (από φόρουμ)

  2. - Πώς λέγεται το ρύζι που διευθύνει ορχήστρα;
    - Μανέστρος.
    (παιδικό ανέκδοτο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονολεκτική απειλή προς άτομο που θεωρούμε ότι παρεκτράπηκε και καλούμε προς συμμόρφωση. Χρησιμοποιείται από βαριούς τσαμπουκαλήδες ή από πατεράδες.

Πρόκειται φυσικά για την προστακτική του έρχομαι, με τη μεταβίβαση του τόνου να επιρρώνει την έμφαση. Στην προφορά, το άλφα πρέπει να ακούγεται βραχύ και δασύ (ν' ακούγεται δηλαδή ένα κοφτό χνότο εκεί στο «α»).

Συνώνυμα: για συμμαζέψου, λογικέψου, σύνελθε και τα όμοια.

  1. - Άσε με ρε μπαμπά να κατέβω κι' εγώ για μπάλα!!!... Άααντέεεε!!!... Καί ο Λάκης κατέβηκε καί ο Μάκης καί ο Σάκης καί ο Τάκης καί ο Γάκης!... Έλα ρε μπαμπάαααααα!!... Και ο Ρούλης και ο Σούλης και ο Βούλης και ο Λούλης και ο Κούλης καί ο-
    - Ελά!!...
    - ...

  2. - Ά ρε κωλλόγαυρα, δέν θ' ανέβετε ρε μουνιά να σας δείξουμε ποιόν έχετε πατέρα;
    - Ελά!... Τουμπεκί ο τουρκόγυφτος.
    - [Σηκώνεται σαν αίλουρος] Ποιόν πά' να κάνεις τσαμπουκά ρε φλλ<φάπα>ώρε μη σου γαμ<φάπα>ήσω και χριστ<φάπα>ό και παναγ<φάπα>ία και <φάπα>άγιους απ<φάπα>όστολλους και σ<φάπα>ύνταγμα και βουλλ<φάπα>ή, ανύπαρκτε... Βλλ<φάπα>άκα...
    - ...
    - <φάπα>...
    - ...
    - Ναί ρε μουνί, ΜΠΑΟΚ!...
    [Εδώ πάνω ξεκινάει υπόκρουση Μπούρζουμ ή Μητροπάνου, επαφίεται στον σκηνοθέτη.]

έλα, ελά! (από Jonas, 04/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι φρεσκολουσμένος, φρεσκοξυρισμένος, και κατεπέκταση, περιποιημένος, στην τρίχα.

- Όπα; Τί φρεσκαδούρες είν' αυτές ρε μεγάλε;
- Άσε, φίλε, παίζει γκομενάκι. Πρώτο ραντεβού κι' έτσι.
- Και γιατί πας έτσι ρε, σα μουνί κλαμένο;
- Κόφ' το ρε μάλαξ. Η τύπα είναι κυριλέ.
- Μάιστα. Ακόμα δεν την γνώρισες καλά-καλά, σ' έβαλε να ξυρίσεις και μουστάκι να 'ούμε...

Δες και σένιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική φράση παρμένη από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (Γ. Δαλιανίδης, 1967).

Λέγεται παραδοσιακά σε άντρα ο οποίος, κατά τον ομιλητή, κινδυνεύει να χάσει τον αντρισμό, τη μαγκιά, και κατ' επέκταση το στυλ και την προσωπικότητά του, για χάρη γκόμενας.

Δεν θά 'πρεπε να συγχέεται με τον τύπο του χαμαιλέοντα, ο οποίος ανά γκόμενα αλλάζει και στυλ (συχνότερα ίσως σε γυναίκες). Ξυρίζω το μουστάκι σημαίνει κάνω στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προς κάτι μάλιστα που πάντοτε κορόιδευα.

Παράβαλε: σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, σούζα

  1. Α πα πα πα... Βέρα στ' αριστερό. Να δεις που αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις το μουστάκι σου! (από ιστολόγιο)

  2. [...] να πω το πικρόχολό μου σχόλιο: Μάστορα, ξεκόλλα: Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα, και σ'έχει κάνει να κλαις [...] Να δεις που θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι, που είπε κι ο Βογιατζής... Βάστα Μητσάρα... Ένας μας έμεινες. (από φόρουμ)

  3. Ο αυθεντικός διάλογος από την ταινία του Δαλιανίδη, μεταξύ του Μεμά (Βογιατζής) και του Φώτη (Γεωργίτσης) (από ιστολόγιο):
    ΜΕΜΑΣ: Φωτάκι, γιατί 'μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
    ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω...
    ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
    ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
    ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
    ΦΩΤΗΣ: Καλά!
    ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!

(από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανισιακά άψογος, περιποιημένος, καλοντυμένος. Συνώνυμα: κυριλέ

  1. Έχω στείλει το βιογραφικό μου και με καλούν για συνέντευξη. Για ποιο λόγο να ντυθώ στην τρίχα και να μην παρουσιαστώ στην συνέντευξη έτσι όπως θα με βλέπουν κάθε μέρα στο χώρο εργασίας μου; (από φόρουμ)

  2. Χαμογελαστοί πορτοφολάδες που ντύνονται «στην τρίχα» [...] Είναι καλοντυμένοι, χαμογελαστοί, ευγενικοί -αλλά δεν θα διστάσουν να κλέψουν το πορτοφόλι μας. (από την Καθημερινή)

Επίσης δες πένα, σένιος, τσίλικος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική στην κιθάρα, κατά την οποία η άκρη της παλάμης (αριστερή άκρη αριστερού χεριού για αριστερόχειρες) αγγίζει τη χορδή ελαφρά και δίπλα στον καβαλάρη, ταυτόχρονα με τη νύξη της. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί το πλάτος ταλάντωσης και κατά συνέπεια η διάρκεια της νότας, η οποία, χωρίς να σιγαστεί πλήρως, παράγεται με μία «υπόκωφη» πλέον χροιά.

Σε ροκ και μέταλ ιδιώματα η τεχνική συνδυάζεται σχεδόν αποκλειστικά με εφέ παραμόρφωσης, συχνά για να διευκρινίζει τον επιτονισμό φράσεων ο οποίος αλλιώς θα χανόταν, λόγω ακριβώς της παραμόρφωσης.

Στην κλασική κιθάρα η τεχνική ονομάζεται πιτσικάτο, παραπέμποντας στον ήχο της ομώνυμης –αλλά διαφορετικής– τεχνικής για έγχορδα με δοξάρι.

  1. Όχι ρε φίλε πάλι ριφ με μπουκωτές, έλεος!... Ούτ' ο Μετάλικα νά 'σουνα πιά. Όχι άλλο κάρβουνο!...

  2. Στο τέλος κάθε στίχου παίζεται αυτό [...] pm (pm=palm mute ή «μπουκωτή» στο ελληνικότερον) (απο το Kithara.vu)

Σύγκρινε με κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στύση. Καταχρηστικά, η σεξουαλική διέγερση. Συνώνυμα: καύλες.

  1. [...] Πολλά είδη τον ρίχνουν όπου βρουν τρύπα όταν έχουν «σηκωμάρες». Πάρτε για παράδειγμα τα σκυλιά και τα γουρούνια (ειδικά τα γουρούνια). (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - [...] Αυτές είναι κατά τη γνώμη μου οι 10 πιο Σέξι Ελληνίδες. Μακάρι η δημοσκόπηση να δεχότανε 50 ονόματα γιατί είναι πάρα πολλές!! Ποια είναι η πιο Σέξι Ελληνίδα λοιπόν;
    - Πρωί πρωί σηκωμάρες να έχουμε; Δεν μας λυπάσαι [...];
    (από διαδικτυακό φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση που χαρακτηρίζει στενές (φιλικές) σχέσεις. Συνώνυμα: κολλητοί, κώλος και βρακί

[Οι δικαστικοί] τα 'λεγαν μεταξύ τους [...]. Δεν είχαν επαφή με άλλους ανθρώπους, κι αυτό συνηθίζεται πολύ στους δικαστικούς κύκλους. Γιατί και η πιο απλή καλημέρα μπορεί να παρεξηγηθεί. Διότι, κύριε Άλφα ή κύριε Βήτα, [...] σε κάνω παρέα, τραβάμε κι ένα ντρινκ μαζί, λέμε κι ένα αστειάκι για να χαχανίσουμε σε πολύ φιλικό τόνο. Και αύριο μου έρχεσαι ως κατηγορούμενος να σε δικάσω [...] και τυχαίνει να έχεις δίκιο. Και σε απαλλάσσω [...]. Τι θα πουν τα φαρμακερά στόματα [...]; «Ε, βέβαια, παρέα κάνουν μαζί, φιλί κλειδί είναι, πώς να του ρίξει άδικο»!

(Π. Παπαδούκας, «Ξενοδοχείον 'Εξέλσιορ'»)

Wiki: "Love padlocs [...] sweethearts affix padlocks to a fence or similar public fixture to symbolize their everlasting love". (από Galadriel, 08/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Συνώνυμα: βλ. σχόλια στο λιάρδα

Άξαφνα το τραίνο λιγόστεψε την ταχύτητά του απ' αγάλι. Φανερόν ότι κάποια στάση ήταν... πίσω μας. (Τι; Οπισθοβατικώς πηγαίναμε;) Πράγματι, η αμαξοστοιχία εσταμάτησε. «Στάσις μόνον εξ μηνών και ημερών δώδεκα!...» (ακούστηκε ενός σιδηροδρομικού η φωνάκλα). «Οι κύριοι-κύριοι επιβάται μόλις προφταίνουν για ένα ποτήρι νερό!»...

Πήδησα χαμογελόντας με όξω. Μωρέ αυτοί –λέω– είναι στουπί. Σιδηροδρομικοί και να γίνονται κατά την υπηρεσία τους τάπα!... (Γ. Σκαρίμπας, «Η τελευταία των 6 1/2»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο ενός σουτ. Μπασκετική αργκό που έχει καθιερωθεί και χρησιμοποιείται και σε πιό τυπικά συμφραζόμενα. Συνώνυμα: φιστίκι.

O Tσέρανιτς γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1976, έχει ύψος 2.12 και παίζει στη θέση του «σέντερ». Tην τελευταία αγωνιστική περίοδο ο έμπειρος αθλητής έπαιξε για λογαριασμό της A.E. Λάρισας, με την οποία πραγματοποίησε πολύ καλές εμφανίσεις έχοντας πετύχει 268 πόντους σε 26 συμμετοχές (μ.ο. 10.3) με 84/112 βολές (75%) και 92/182 δίποντα (50%). Eπίσης πήρε 197 ριμπάουντ (115 αμ.-82 επ.), μοίρασε 40 ασίστ, έκανε 16 κλεψίματα, είχε 10 τάπες και 40 λάθη. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified