Κλέβω κάτι (συνήθως μικρό αντικείμενο).

- Πού το βρήκες ρε μαλάκα το ροζ το άιποντ; Καταρχήν, πού βρήκες τα λεφτά να τ' αγοράσεις, και δεύτερον, ρ ό ζ ;!...
- Ποιος σού 'πε οτι τ' αγόρασα ρε μαλάκα. Το σούφρωσα χθες απο την δικιά μου. Λες να το βάψω πλάκα-πλάκα να μην το πάρει πρέφα;...
- ...

Συνώνυμα: σκουφώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι υπεραπασχολημένος και αγχωμένος με κάτι, είμαι πολυάσχολος.

  2. Ως μεταβατικό ρήμα

(α) τρέχω κάποιον: κρατώ κάποιον απασχολημένο, αγχώνω κάποιον αναθέτοντάς του καθήκοντα. Συνώνυμα: αγγαρεύω (β) τρέχω ένα πρόγραμμα (ζαργκόν πληροφορικής): εκτελώ το πρόγραμμα (γ) τρέχω μία επιχείρηση: διευθύνω/είμαι υπεύθυνος για την επιχείρηση

  1. Ως απρόσωπο ρήμα τρέχει: συμβαίνει (κάτι απρόοπτο).
  1. - Μη χάνεσαι ρε βλάκα έτσι, πάμε για έναν καφέ στην τελική.
    - Δεν προφταίνω ρε συ, τρέχω ακόμη με την διπλωματική. Αν δεν τελειώσει αυτή η μαλακία, δεν με βλέπω να χαλαρώνω καθόλου.

  2. (α) Διδακτορικό είναι αυτό ή χαμαλίκι ρε πούστη; Ό,τι γραφειοκρατία και να προκύψει, εμένα θα τρέξει ο μαλάκας...
    (β) Διόρθωσα εκείνο το μπαγκ που σού 'λεγα, αλλα πάλι δεν μπορώ να το τρέξω το γαμίδι...
    (γ) Έπαθε ένα ατύχημα ο κυρ-Γιώργης, και το ουζερί για την ώρα το τρέχει ο γιος του.

  3. Τι τρέχει ρε, γιατί τέτοια μούτρα; Συνέβη κάτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω, έχω οργασμό, «ολοκληρώνω».

Συνώνυμα: τελειώνω, έρχομαι (τρελός αγγλισμός, χρησιμοποιούμενος κυρίως από θήλεα νέας κοπής), φτύνω.

- Τι έχεις ρε μαλάκα και κατέβασες μαύρες πλερέζες;
- Μαλακία ρε συ, πάνω στη γκαύλα τις προάλλες με τη μικρή έχυσα μέσα της. Κι' ήταν και στις μέρες της...
- Και τώρα;
- Γάμησέ τα, μ' έχει φάει το μαύρο άγχος. Άμα είναι λέει θα το κρατήσει.
- Χά! 'Ντάξει, μη μασάς ρε μαλάκα, εσύ μπαμπάς κι' εγώ νονός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι σκυθρωπός, στεναχωρημένος, απαισιόδοξος, πεισιθάνατος. Συνώνυμα: τα βάφω μαύρα.

Απο τότε που τον παράτησε η γυναίκα με τα παιδιά έχει κατεβάσει μαύρες πλερέζες, ούτε που μιλιέται. Θ' αυτοκτονήσει καμιά μέρα, κι' άιντε, απο 'δώ παν κι' άλλοι...

(από ironick, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομονωμένο από τη φράση είμαι μέσα: συμφωνώ σε πρόταση που έχει γίνει. Συνώνυμα: μέσα, μαζί σου/σας.

— Παίδες; Μπουρδελότσαρκα ώς τις δώδεκα, μαζεύει κόσμο το Ρέζι, σκάμε, γινόμαστε μουνί, και τελειώνουμε με πατσά στου Τσαρουχά. Είστε;
Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τον/την παίζω (ενν. τον πούτσο / την πούτσα, αλλα χρησιμοποιείται ως αμετάβατο): αυνανίζομαι.
    Συνώνυμα: τραβάω μαλακία.
    Μεταφορικά, βαριέμαι, τεμπελιάζω. Συνώνυμα: τα ξύνω.

  2. Ως απρόσωπο ρήμα παίζει: (α) είναι πιθανό, ενδέχεται, μπορεί (β) είναι δυνατό, είναι εφικτό.
    Συνώνυμα: γίνεται.

  3. Φλερτάρω, ερωτοτροπώ.

  4. Στη φράση το παίζω (μεταβατικό): παριστάνω, προσποιούμαι.

  1. Ως πότε θα κάθεσαι και θα τον παίζεις απ' το πρωί ώς το βράδυ ρε μαλάκα; Τριάντα χρονώ γαϊδούρι; Πιάσε καμιά δουλειά να γίνεις άνθρωπος.

2.(α) Παίζει να 'ναι εκεί κι' η Φιλιώ με την ξαδέρφη της το θεόμουνο.

(β) - Στάξε κάνα πενηντάρι ρε φίλε που μου λείπει να πάρω κάνα πακέτο τσιγάρα...
- Μπα φίλε, δεν παίζει.

  1. - Και τη σούταρες έτσι, στον πρώτο μήνα;
    - Ε τι να κάνω ρε συ, να την βλέπω να παίζει με τον κάθε μαλάκα όπου την πάω; Δηλαδή πώς την είδε; Μας έχει καβάτζα και ό,τι γουστάρει κάνει; Δεν κατάλαβε καλά...

  2. Τι έγινε ρε φίλε; Έρχεσαι στο μαγαζί μου, γίνεσαι λιώμα, τα ρίχνεις στη γκαρσόνα σαν καραγκιόζης και πας ν' αφήσεις και πιστόλι απο πάνω; Μάγκας μας το παίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αρνούμαι πρόταση. Συνώνυμα: ρίχνω χυλόπιτα.

  2. Δεν πληρώνω λογαριασμό. Συνώνυμα: αφήνω πιστόλι.

  1. — Τι έγινε, την κατάφερες τη Μιμή τελικά;
    — Με πιστόλιασε άσχημα, μη μου το θυμίζεις. Εγώ φταίω που της πήγα και λουλούδια ο μαλάκας.

  2. Ο τύπος είναι χυδαίος τρακαδόρος μιλάμε. Σε δέκα μαγαζιά να πάει, στα έντεκα θ' αφήσει πιστόλι.

Παράγωγο: πιστόλιασμα. Δες ακόμη: βαράω κανόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπιάνομαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Χρησιμοποιείται και με κατηγορούμενο.

Συνώνυμα: παίρνω/τραβώ ψηλά τον αμανέ.

Απο τότε που έκανε την έκθεση στην Αθήνα την έχει δει κι' εγώ δεν ξέρω πώς. Μας βλέπει στο δρόμο και δεν μας μιλάει και τριγυρνάει με φουλάρια αλα Παπάζογλου. Και ζήτημα είναι αν ξαναζωγράφισε απο τότε.

Δες ακόμη: πώς την είδες;, τουπέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω.

  1. Σκάμε παραλία να κόψουμε κίνηση;

  2. Δεν ξαναπάω για συνέντευξη ρε μαλάκα. Με το που μπαίνω στο γραφείο του τυπά, με κόβει απ' την κορφή ώς τα νύχια, σα γκόμενα ένιωσα. Παίζει βέβαια νά 'ταν και λούγκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
  2. Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
  3. Πλήττω, βαριέμαι.
  4. Ανυπομονώ.
  5. Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
  6. Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.

1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)

1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.

  1. Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.

  2. Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;

  3. Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...

  4. Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;

  5. Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...

(από Galadriel, 18/05/14)

Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified