Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική λέξη για το υποκοριστικό όνομα.

— Ποιούς θέλεις να καλέσουμε στο πάρτι σου γλυκιά μου;
— Έεεε... Να πούμε το Σπύυρο... την Αλεξίια... ... ... το Σωτήηρη... τη Ζωήη... και τη Λόπη.
— Την ποιά;...
— Τη Λόπη!
— Ποιά «Λόπη»; Τί όνομά ειν' αυτό;
— Ώ ρε μπαμπάα, αυτό ειναι το καλοπιαστικό της!
— Και πώς τη βάφτισαν, «Αντιλόπη»;
— Ώωωω, όλο χαζά λές! Καλά λε' η μαμά!
— Ά μπά; έτσι σου λέει η μαμά σου η κυρα-Ανεμώνα;... Κάτσε τότε να σου πώ στ' αφτί και το δικό της το καλοπιαστικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συντακτικό σχήμα (προσωπικές αντωνυμίες σε πλάγια πτώση) + (ρήμα), απ' όπου λείπει το αντικείμενο ή το υποκείμενο του ρήματος: με πάει αίμα, μου τη βίδωσε, την κάνω, την έχω ακούσει και λοιπά.

Οι αντωνυμίες πάντα προηγούνται του ρήματος, άρα εμφανίζονται με τον ασθενή τους τύπο (πιχί μου αντί για εμένα και το αντί για αυτό) –μιλάω για αστικά ελλαδίτικα, στα κυπριακά ή άλλα διαλεκτικά δεν το 'χω ψάξει. Είναι δύο όταν το ρήμα είναι δίπτωτο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μόνο μία.

Λίγες πίπες: αργκό και ασάφεια

Αν είναι ποτέ να καταλάβουμε τι εστί αργκό, φαίνεται ότι, ανάμεσα σε άλλα, ως βασικό της χαρακτηριστικό και ειδοποιό της διαφορά από την τυπική γλώσσα πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αυξημένη ανοχή στην ασάφεια –κάτι που ήδη έχει πιάσει ο τζίζας στο μαρκούτσι.

Στην τυπική γλώσσα οφείλεις να είσαι σαφής, οφείλεις να βεβαιώνεσαι ότι οι αναφορές σου έχουν αντίκρυσμα και ότι παρέχεις στον αποδέκτη (ακροατή, και κυρίως αναγνώστη) όλη την πληροφορία που απαιτείται για να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλάς. Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, στην τυπική γλώσσα αποφεύγεις να χρησιμοποιείς προσωπικές αντωνυμίες χωρίς να έχεις εξασφαλίσει ότι το αναφερόμενο πρόσωπο έχει προηγηθεί ονομαστικά, και μάλιστα ότι δεν μπορεί να γίνει σύγχυση με άλλο πρόσωπο –μας τα πρήζαν μ' αυτά τα πράματα από παλιά οι φιλόλογοι. Ποια μας πρήζαν; Έ, ξέρετε σεις...

Στην καθομιλουμένη, με γνωστούς, οικογένεια και φίλους, αλλά και στις διάφορες ζαργκόν, με συναδέλφους ή συγχομπίστες, τα πράματα δεν είναι τόσο αυστηρά, αν μη τι άλλο γιατί βασική προϋπόθεση της επικοινωνίας εκεί είναι ότι σε μεγάλο βαθμό γνωρίζεις ή προκαταλαμβάνεις το σε ποιον απευθύνεσαι και μπορείς έτσι να θεωρήσεις κάποια πράγματα γνωστά ή ευνόητα· θυμηθείτε εδώ το νέιμ ντρόπινγκ του Βράστα.

Στην αργκό η αυστηρότητα είναι ακόμη λιγότερη, εφόσον ένα επιπλέον βασικό της χαρακτηριστικό φαίνεται να είναι η εσκεμμένη εμμεσότητα (βλέπε και γειώσεις). Εδώ κάπου κολλάει και το εξής αξιόλογο, το ιδιόμορφο αργκοτικό τακτ που δεν μπορεί να διαθέτει η τυπική γλώσσα: στην αργκό, το να μιλάς και για τα πιο ευαίσθητα θέματα χωρίς να τα κατονομάζεις δεν είναι πλέον αποκλειστικά θέμα λεπτότητας ή χιούμορ, όπως στην καθομιλουμένη και πάνω, αλλά πολλές φορές κάτι που ανάγεται σε δομικό της χαρακτηριστικό και αποτυπώνεται στην ίδια τη γραμματική· χαρακτηριστικό και πασίγνωστο παράδειγμα, το σχήμα αδερφοσύνης του ατσεγκέ.

Το «τακτ» βέβαια να μην παραπλανά· η εμμεσότητα στην αργκό είναι εντέλει άμεση, αφού καταπολύ βασίζεται στο «ξές εσύ τι εννοώ, και μή πολυπαίζουμε τα καραγκιοζάκια γιατι άμα λάχει σ' το λέω και στα μούτρα». Εδώ θα άξιζε μία αντιπαραβολή με γλωσσικούς κώδικες του φλερτ, αλλά να μην ξεφεύγω.

Επιστροφή στο λήμμα

Ένα από τα ευρύτερα γλωσσικά φαινόμενα όπου εκδηλώνονται τα παραπάνω είναι τα σχήματα γνωστού αγνώστου, που θα μπορούσαμε να τα πούμε και σχήματα ασάφειας ή σχήματα αποσιώπησης (και που ακόμη δεν έχω βρει αν υπάρχει εδραιωμένος φιλολογικός όρος γι' αυτά): η σύνταξη παγιωμένων ρηματικών φράσεων της αργκό και της καθομιλουμένης όπου το αντικείμενο ή και το υποκείμενο αποσιωπάται, και πολλές φορές δεν φέρει καν συγκεκριμένη σημασία.

Η εδραίωση αυτού του σχήματος φαίνεται καθαρά στο ότι, ακόμη κι' όταν το αντικείμενο ή υποκείμενο αναφέρονται στην πρόταση, οι ρηματικές φράσεις είτε συντάσσονται αποκλειστικά με τις αντίστοιχες αντωνυμίες, είτε μπορούν πάντα να συνταχθούν και μ' αυτές, με αποτέλεσμα να γίνεται διπλή αναφορά στο πρόσωπο: «με το που είδε τι έγινε, τού 'στριψε του Μίμη» αντί για «με το που είδε τι έγινε, * έστριψε του Μίμη».

Το αποσιωπημένο αντικείμενο ή υποκείμενο, γνωστό ή ξεχασμένο, μπορεί συχνά να συμπληρωθεί από τον ομιλητή με οτιδήποτε ασαφές: «δέν την παλεύω την κατάσταση στην καινούργια μονάδα», «ναί, αλλα εγώ τωρα θα την πληρώσω τη φάση» (αντί για τη νύφη), «πές, πές, πές δυο ώρες, το κούρασε το πράμα»· ή «μού 'κατσε έτσι η φάση και εκεί που ήταν να μείνω μόνο τρία χρόνια κοντεύω τώρα τη δεκαετία», «ξέρω κι' εγώ;... θές οι αγαμίες, θές τα οικονομικά, θές το σπυρί στον κώλο, μ' έχει πάρει απο κάτω το όλο».

Από την άλλη, υπάρχουν πολλές τέτοιες εκφράσεις όπου το παραλειπόμενο πρόσωπο είναι εξαρχής και γνήσια ασαφές. Αυτές προέρχονται από τυπικές συντάξεις του ρήματος με την ίδια σημασία: μου την κάρφωσε να κάνω κάτι < μου καρφώθηκε (η ιδέα) να κάνω κάτι, τό 'χω με τη μουσική < έχω κλίση/γνώσεις/εμπειρία στη μουσική, την πέφτω σε κάποιον < πέφτω (πάνω) σε κάποιον, τη γάμησα < γαμήθηκα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται μάλλον για καθαρά αργκοτική μετατροπή υπό την επίδραση του ήδη εδραιωμένου συντακτικού σχήματος, παρά υπάρχει κάτι που αποσιωπάται.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, όλες αυτές οι φράσεις στέκουν από μόνες τους πια στη χρήση, αυτούσιες, χωρίς την ανάγκη να κατονομαστεί το αντικείμενο ή το υποκείμενο –το οποίο, ακόμη και αν είναι ή ήταν γνωστό, τείνει να συμπεριφέρεται ως γνωστό άγνωστο.

Στοιχειώδης κατηγοριοποίηση και επιμέρους παρατηρήσεις

Φράσεις γνωστού αγνώστου αντικειμένου: όπου η αντωνυμία αντικαθιστά το αντικείμενο.

Πέρα από τη γνωστή έκφραση του δίνω και καταλαβαίνει και την εξίσου γνωστή προστακτική δίνε του, ακούω τελευταία και την έκφραση της δίνω, σε γενική, και δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες (και με άλλο ρήμα)· στις συντριπτικά περισσότερες πάντως περιπτώσεις η πτώση εδώ είναι η αιτιατική.

Όταν η αντωνυμία είναι αρσενική, τον + (ρήμα), το αντικείμενο που παραλείπεται δεν είναι και τόσο άγνωστο, παρά πρόκειται σχεδόν πάντα για τον πούτσο. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί κάποιες φορές να διατυπωθεί η ίδια φράση με θηλυκό, από το πούτσα ή το ψωλή: «τον ήπια στις εξετάσεις», «την ήπια στις εξετάσεις».

Γνωστοί άγνωστοι

Γνωστές άγνωστες

  • την ακούω με ουσία, μου τη λέει η ουσία: η ουσία, αλκοόλ ή ναρκωτικό, (αρχίζει να) επιδρά πάνω μου
  • την αμολάω: (ενν. πορδή) κλάνω
  • την ανάβω σε κάποιον: (α) πυροβολώ κάποιον (β) χαστουκίζω κάποιον (Κύπρος)
  • την ανοίγω σε κάποιον: προκαλώ κάποιον (Πάτρα)
  • την αράζω, την ξαπλαρώνω: αράζω, ξαπλώνω, βολεύομαι
  • την αρπάζω: κρυολογώ
  • την αστράφτω σε κάποιον: χαστουκίζω κάποιον
  • την αφήνω: (α) (ενν. πορδή) κλάνω (β) (ενν. πούτσα) γαμάω
  • τη βάφω (συνήθως σε στιγμιαίους χρόνους, την έβαψα, θα τη βάψω): (ενν. πούτσα;) περιέρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση με βέβαιες αρνητικές συνέπειες, την πουτσίζω
  • τη βγάζω, την περνάω: (α) αντέχω (β) ζω, διαβιώνω (καλά/άσχημα)
  • τη βγάζω καθαρή: (ενν. πούτσα) εξέρχομαι από μια επικίνδυνη κατάσταση αλώβητος, χωρίς απώλειες, τη γλιτώνω
  • τη βγάζω κάπου: περνάω το χρόνο μου κάπου, παραμένω κάπου
  • τη βλέπω: γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα
  • τη βλέπω κάποιος: συμπεριφέρομαι (υπεροπτικά) σαν κάποιος που δεν είμαι
  • τις βρέχω σε κάποιον: δέρνω κάποιον
  • τη βρίσκω: περνάω καλά
  • τη βρίσκω με κάτι: μου αρέσει κάτι, με ερεθίζει κάτι σεξουαλικά
  • τη γάμησα, την έβαψα, την έκατσα, την πούτσισα: έχω βρεθεί σε δύσκολη θέση, βρήκα το μπελά μου
  • τη γλιτώνω: γλιτώνω, τη βγάζω καθαρή
  • τη δίνω, τη σπάω σε κάποιον: εκνευρίζω κάποιον
  • της δίνω: εντείνω επίμονα αυτό που κάνω, δίνω γκάζι (πιθανώς από την προτροπή «δώσ' του / δώσ' της»)
  • την έχω για κάπου: σκοπεύω να πάω κάπου (Πάτρα)
  • τις έχω: (ενν. τις ζαριές) έχω τουλάχιστον ένα τρόπο να παίξω μια ζαριά στο τάβλι
  • την κάνω: (α) αποχωρώ, φεύγω (β) τα καταφέρνω, πιάνω την καλή
  • την κάνω ταράτσα: (ενν. την κοιλιά) τρώω υπερβολικά πολύ, του σκασμού, την τυλώνω
  • την κάνω ψώνιο: (α) γουστάρω πολύ (β) εκνευρίζομαι, τα παίρνω
  • την καταλαβαίνω: καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ, υποψιάζομαι, τη μυρίζομαι
  • την κοπανάω: (α) αποχωρώ, φεύγω, την κάνω, (β) αποχωρώ στα κλεφτά, αποδρώ, το σκάω
  • τη λέω, την πετάω (ενν. την κοτσάνα, τη μαλακία): εκστομίζω ανοησία, κακό αστείο
  • τη λέω σε κάποιον: επιπλήττω κάποιον
  • τις μαζεύω: με δέρνουν, τρώω ξύλο, τις τρώω
  • την μπαίνω σε κάποιον: (α) τσιγκλάω, πειράζω κάποιον (β) τη λέω σε κάποιον
  • τη μυρίζομαι: αντιλαμβάνομαι, υποψιάζομαι (συνήθως επικείμενο δυσάρεστο γεγονός)
  • την παλεύω: μόλις που αντεπεξέρχομαι, ανταποκρίνομαι στο ελάχιστο επιτρεπτό, τα βγάζω πέρα με δυσκολία
  • την πατάω (ενν. μπανανόφλουδα;): εξαπατώμαι, πέφτω έξω, κάνω λάθος
  • την πέφτω: πέφτω για ύπνο, κοιμάμαι
  • την πέφτω σε κάποιον: (α) επιτίθεμαι σε κάποιον (β) φλερτάρω κάποιον, τα ρίχνω σε κάποιον
  • την πηδάω: αντέχω, επιβιώνω, ξεπερνάω κρίση (υγείας, οικονομική...)
  • την πίνω: (α) αργοπίνω αλκοόλ (β) καπνίζω χασίσι (γ) τον πίνω
  • την πιστεύω: αυταπατώμαι, παραμυθιάζω τον εαυτό μου, λέω ψέματα στον εαυτό μου χωρίς να πείθω τους άλλους
  • την πληρώνω για κάτι: (ενν. νύφη) με βαραίνουν οι αρνητικές συνέπειες από κάτι (για το οποίο δεν ευθύνομαι)
  • την πουτσίζω: περιέρχομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση με αρνητικές συνέπειες, τη βάφω.
  • τη σακουλεύομαι, την ψυλλιάζομαι: υποψιάζομαι, παίρνω χαμπάρι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
  • τη σκάω σε κάποιον, τη φέρνω σε κάποιον: εξαπατώ κάποιον
  • τη στήνω σε κάποιον: (ενν. παγίδα) παγιδεύω, ενεδρεύω κάποιον
  • την τρώω: (α) (ενν. ήττα, πίπα, πούτσα, ψωλιά) περιέρχομαι σε δύσκολη, δεινή κατάσταση (β) (ενν. γροθιά) δέχομαι γροθιά
  • τις τρώω: (ενν. μπάτσες, ξυλιές) με δέρνουν, τρώω ξύλο, τις μαζεύω
  • την τυλώνω: (ενν. την κοιλιά) τρώω υπερβολικά πολύ, την κάνω ταράτσα
  • την ψάχνω με κάτι: ασχολούμαι σε βάθος με κάτι
  • την ψωνίζω: γίνομαι έξαλλος, νευριάζω, τα παίρνω

Γνωστά άγνωστα

  • τα ακουμπάω: (ενν. λεφτά) δίνω (κοροϊδίστικα και πολλά) λεφτά
  • τα ακούω: (ενν. τα σχολιανά μου) τρώω μπινελίκι, με βρίζουν, μου τη λένε
  • το βάζω για κάπου: (ενν. σκοπό να πάω) ξεκινάω για κάπου
  • τα βάζω με κάποιον: νευριάζω με κάποιον, ξεσπάω σε κάποιον
  • το βάζω κάτω: (ενν. όπλο;) παραιτούμαι απο προσπάθεια (λόγω αποθάρρυνσης)
  • τα βγάζω πέρα: (α) ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου, ξεπερνάω δυσκολίες (β) (με οικονομική σημασία) περνάω, βολεύομαι
  • τα βλέπω (όλα): εκπλήσσομαι, τρομάζω και περιέρχομαι σε αμηχανία, τα παίζω, τα χρειάζομαι
  • το βουλώνω, το κλείνω, το ράβω: (ενν. το στόμα) παύω να μιλάω, σωπαίνω
  • τα βρίσκω με κάποιον: (α) συνεννοούμαι, φτάνω σε συμφωνία με κάποιον (β) συμφιλιώνομαι, επανασυνδέομαι με κάποιον
  • τα βρίσκω σκούρα/μπαστούνια: δυσκολεύομαι, κωλύομαι
  • τα γαμάω: (α) τα παρατάω (β) οι πράξεις μου έχουν καταστροφικές συνέπειες
  • το γάμησα και ψόφησε με κάτι: το κούρασα υπερβολικά με κάτι, τράβηξα κάτι απ' τα μαλλιά χωρίς αποτέλεσμα, τό 'χεσα με κάτι
  • το γυρίζω: αλλάζω σεξουαλικό προσανατολισμό (από ετερό σε ομό)
  • τα γυρίζω: αναιρώ προηγούμενη τοποθέτηση, υιοθετώ αντίθετη άποψη / στάση
  • το διαλάμε, το σφυράμε: λήγουμε συνάντηση ή δραστηριότητα
  • το δίνω: κάθομαι σε κάποιον
  • του δίνω: αποχωρώ, φεύγω (συνήθως στην προστακτική)
  • του δίνω και καταλαβαίνει: ασχολούμαι υπερβολικά, πέφτω με τα μούτρα
  • τα έχω: (ενν. λεφτά) είμαι ευκατάστατος, πλούσιος
  • τα έχω με κάποιον: (α) έχω ερωτική σχέση με κάποιον (β) είμαι νευριασμένος με κάποιον, κατηγορώ κάποιον
  • τα ζητάω: βλέπε ορισμό εντός του τα ρίχνω
  • τα θέλω, τα θέλει ο κώλος μου, το πάω φιρί-φιρί: πάω γυρεύοντας
  • το κάνω με κάποιον: κάνω σεξ με κάποιον
  • τα κάνω πλακάκια με κάποιον: συμμαχώ με κάποιον
  • τα καταπίνω: (α) ανέχομαι επανειλημμένες προσβολές (β) καταπίνω το σπέρμα μετά από πεολειχία
  • τα καταφέρνω με κάτι: καταφέρνω κάτι, μπορώ να κάνω κάτι
  • τα κλάνω: τρομάζω, τα χρειάζομαι
  • το κλαίω: βρίσκομαι σε δεινή κατάσταση
  • τα κόβω, τα σκάω: (ενν. σκατά) αφοδεύω
  • τα κοπανάω: (ενν. τα ποτήρια στο τραπέζι;) πίνω αλκοόλ, μεθάω
  • τα κορδώνω: πεθαίνω, τα τινάζω
  • το κουράζω: γίνομαι κουραστικός, επιμένω υπερβολικά και αποτυχημένα
  • το λέει η καρδιά μου: έχω τσαγανό, είμαι θαρραλέος
  • τα λέμε: αποχαιρετισμός
  • τα λέω με κάποιον: κουβεντιάζω με κάποιον
  • τα μασάω: (ενν. τα λόγια μου) μιλάω με περιστροφές, δεν μιλάω ευθέως
  • τα μπήγω: (ενν. τα κλάματα) αρχίζω να κλαίω, βάζω τα κλάματα
  • τα ξερνάω: (ενν. λόγια) μαρτυρώ ένα μυστικό
  • το ξευτιλίζω: (κάνω κάτι) σε υπερβολικό βαθμό
  • το ξύνω, τα ξύνω: (ενν. το πουλί μου, τ' αρχίδια μου) τεμπελιάζω
  • το παίζω κάποιος: παριστάνω ή βαυκαλίζομαι ότι είμαι κάποιος
  • τα παίζω: (α) εκπλήσσομαι και περιέρχομαι σε αμηχανία (β) τρελαίνομαι (γ) κουράζομαι, εξαντλούμαι (δ) χαλάω
  • τα παίρνω (στο κρανίο): νευριάζω
  • τα παίρνω (ενν. αρχίδια): νικιέμαι, τρώω νίλα, ταπώνομαι, συχνά στην προστακτική «πάρ' τα»
  • τα παίρνω, τα πιάνω από κάποιον: (ενν. λεφτά) εξαγοράζομαι, παίρνω μίζα, λαδώνομαι από κάποιον
  • τα παρατάω: παραιτούμαι, παύω αυτό που κάνω
  • τα πάω καλά/άσχημα: είμαι καλά/άσχημα
  • τα πάω καλά με κάποιον ή κάτι: έχω καλές σχέσεις με κάποιον ή είμαι ικανός σε κάτι
  • το πάω σερί: μένω άυπνος
  • τα πετάω: (ενν. ρούχα) ντύνομαι προκλητικά, ξεγυμνώνομαι
  • το πιάνω (ενν. νόημα): αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
  • τα πίνω: (α) πίνω αλκοόλ, μεθάω (β) (ενν. χύσια) καταπίνω το σπέρμα στο τέλος πεολειχίας
  • τα πρήζω σε κάποιον: (ενν. αρχίδια) ενοχλώ κάποιον πιεστικά, γίνομαι φορτικός σε κάποιον
  • το ράβω: (ενν. το στόμα) σωπαίνω
  • το ρίχνω σε κάτι: αφιερώνω χρόνο, επιδίδομαι σε κάτι (το ρίχνω έξω: βγαίνω έξω, διασκεδάζω)
  • τα ρίχνω σε κάποιον: (α) κατηγορώ κάποιον, τα φορτώνω σε κάποιον (β) φλερτάρω κάποιον
  • το σκάω: (α) αποδρώ, φεύγω στα κλεφτά (β) ανάβω τσιγάρο με χασίσι
  • τα σκάω, τα στάζω: (ενν. τα λεφτά) πληρώνω αδρά, ακριβοπληρώνω
  • τα σπάω: (α) προκαλώ καταστροφές (β) (ενν. πιάτα) διασκεδάζω (γ) είμαι πολύ ικανός
  • το στρίβω: (α) (ενν. κέρμα) ρίχνω κορώνα-γράμματα (β) (παλιός τύπος) φεύγω (στα κρυφά), στρίβω, την κάνω (γ) (ενν. τσιγάρο) στρίβω γάρο
  • το στρώνει: (ενν. το χιόνι) χιονίζει αρκετά ώστε να καλυφθεί το έδαφος από χιόνι
  • το στρώνουμε: παίζουμε χαρτιά
  • τα τινάζω: (ενν. τα πέταλα) πεθαίνω, τα κορδώνω
  • τα τρώω από κάποιον: παίρνω από κάποιον λεφτά (χωρίς να τα δικαιούμαι)
  • το τσικνίζω: κάνω σεξ
  • τα τσούζω: μεθάω
  • τα φοράω σε κάποιον: (ενν. κέρατα) κερατώνω κάποιον
  • τα φορτώνω σε κάποιον: κατηγορώ κάποιον
  • τα φορτώνω (στον κόκορα): αναβάλλω τις υποχρεώσεις μου επειδή βαριέμαι, είμαι ανεύθυνος
  • τα φτιάχνω με κάποιον: συνάπτω σχέση με κάποιον
  • τα φτύνω: (α) κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι (β) φτύνω το σπέρμα μετά από πεολειχία
  • το/τα φυσάω: είμαι πλούσιος
  • τα χαλάω με κάποιον: διαλύω τη σχέση μου με κάποιον
  • το χάνω: τρελαίνομαι
  • το χάνω με κάτι: παύω να είμαι καλός σε κάτι, δεν το 'χω πια με κάτι
  • τα χέζω: (α) τα παρατάω όλα, τα κάνω πέρα, αδιαφορώ (β) αποτυχαίνω παταγωδώς, τα κάνω σκατά
  • το χέζω: υπερβάλλω, το παρακάνω με κάτι, τραβάω κάτι απ' τα μαλλιά, το γαμάω και ψοφάει
  • τα χρειάζομαι: τρομάζω, τα κλάνω
  • το 'χω με κάτι: (α) κατέχω κάτι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι (β) μπορώ να κάνω κάτι, έχω τον τρόπο μου με κάτι
  • τα χώνω σε κάποιον: (α) επιπλήττω κάποιον (β) (ενν. λεφτά) δωροδοκώ κάποιον
  • τα ψέλνω σε κάποιον: (ενν. ευαγγέλια) μαλώνω κάποιον, τη λέω σε κάποιον, βρίζω κάποιον
  • το ψήνω: ψήνομαι

Φράσεις γνωστού αγνώστου υποκειμένου: όπου παραλείπεται το υποκείμενο, ενώ η αντωνυμία έχει θέση αντικειμένου.

Τα ρήματα εδώ συμπεριφέρονται ως απρόσωπα, αλλά παίρνουν κατηγόρημα (την αντωνυμία). Ως τέτοια πάντως, εμφανίζονται πάντα στο τρίτο πρόσωπο.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση, η γενική εδώ εμφανίζεται πολύ συχνότερα.

Αιτιατική

Γενική

  • μου ανοίγει: (ενν. ο κώλος) στέκομαι τυχερός
  • μου βρομάει (κάτι): είμαι καχύποπτος απέναντι σε κάτι
  • μου έρχεται / καπνίζει / καυλώνει / κοκώνει / σηκώνεται: καταλαμβάνομαι από ξαφνική παρόρμηση
  • μου κάθεται (κάπως): μου έρχονται τα πράγματα κάπως (συνήθως καλά, βολικά),
  • μου κάνει κλικ: συνειδητοποιώ, κάνω μία νοητική σύνδεση, έχω μία ιδέα
  • μου καρφώνεται (κάτι): με καταλαμβάνει κάτι έμμονα
  • μου κόβει: (ενν. το μυαλό) είμαι εύστροφος
  • μου σαλεύει: τρελαίνομαι, μου στρίβει
  • μου σηκώνεται: (ενν. το πέος) ερεθίζομαι σεξουαλικά, καυλώνω, έχω σηκωμάρες
  • μου στρίβει: (ενν. η βίδα) (α) τρελαίνομαι, μου σαλεύει (β) χάνω τον αυτοέλεγχό μου, γίνομαι έξαλλος
  • μου φέγγει: (συν. με στιγμιαίο ποιό ενέργειας: μού 'φεξε, θα μου φέξει) στέκομαι τυχερός, μου ανοίγει

Φράσεις γνωστών αγνώστων: όπου αποσιωπούνται καί το αντικείμενο καί το υποκείμενο.

  • μου τη βαράει: (α) με καταλαμβάνει μία ιδέα, μία παρόρμηση (β) βαριέμαι, είμαι ανήσυχος, μπαφιάζω
  • μου τη βιδώνει / στρίβει: τρελαίνομαι, γίνομαι έξαλλος, τα παίρνω, μου στρίβει, μου την καρφώνει
  • μου την καρφώνει: νευριάζω, μου τη βιδώνει, τα παίρνω

(Τα παραδείγματα ας συμπληρώνονται με τον καιρό. Κάθε αναφορά, διόρθωση ή συμπλήρωση, ευπρόσδεκτη και πολύτιμη.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλία δύο ατόμων που τηλεφωνούν ταυτόχρονα από διαφορετικές γραμμές σε τρίτο, ο οποίος έχει βάλει το ακουστικό από το ένα του τηλέφωνο στο μικρόφωνο του άλλου.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το τηλεφωνικό σεξ, εκτός κι' αν μιλάμε για τηλεφωνική παρτούζα.

Δες ακόμη: εξηνταεννιά.

— Ναί.
Έλα ρε Μίστερ Υπόχονδρε, πώς πάς;
— 'Ελα ρε. Πώς να πάω, τα ίδια σκατά, πυρετός και συνάχια κι' αηδίες. Άσ' τ' αυτά και πές μου για τη χθεσινή τώρα. Πώς ήταν;
— Ά, μεγάλη ρουφοκαυλέτα.
— Καλύτερη απο Λόλα;
— Τρρρ'λός εισαι;... Ίσαμε πέντε κιλολόλ.
— Τί λέ' ρε μαλάκα;! Και πώς την είπαμε;
— Πιπίτσα.
Αυτά ειναι. Πότε θα μας τη γνωρίσεις;
— Γίνε 'σύ καλά κι' οποτε θ-... όπ, κάτσε λίγο ρ' εσύ, το κουνιστό... [Ναί;... Ά, έλα ρε κούκλα! Πολλά χρόνια θα ζήσεις... Ναί... Νά εδώ, μιλάω στο σταθερό με τον κολλητό... Ναί, ναί...]
— ΡΕ!
— [Μπά όχι, δέ κανόνισα...]
— ΡΕΪ! ΒΑΛ' ΤΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
— (Σκάσε ρε μαλάκα!) [Ναί ρε κούκλα, αμέ... Άμα είναι μηνυματιζόμαστε... Αχά...]
— ΦΕΡΕ ΡΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΙ' ΕΜΕΙΣ, ΠΑΡΤΟΔΟΥΛΕ!
— [Δέ μου λές, θα φέρεις και καμιά φίλη σου μαζί;...] (Κόφ' το ρε βλάκα!) [Τί;... Α όκέι... Γαμώ, κυριλέ... Ναί... Έ, δέν ξέρω αν θα μπορεί, θα δώ... Έ;... Όχι-όχι! να τη φέρεις εσύ, και βλέπουμε!... Ναί... Ναί κούκλα, ναί... Έγινε, ναί... Άντε... Ναί, ναί, τσάο-τσάο, ναί, γειά...] Έλα ρε μαλάκα.
— Καλά, τί μαλάκας είσαι; Φέρ' την γιά 'να τηλεφωνικό εξηνταεννιά να κάνουμε παιχνίδι ρε πούστη, τί παρτάκιας...
— Άντε βρε βλάκα, «τηλεφωνικό εξηνταεννιά» να πούμε...
— 'Ντάξει, τουλάχιστον ξηγήθηκες ντάμπλ ντέιτ, δέ λέω. Τί ώρα είπατε;
— Άρρωστος δεν ήσουνα εσύ;...
— Έλα μωρέ, «άρρωστος»... Τριανταέξ' κι' εννιά πυρετός ειναι;...

(από vikar, 23/09/10)Αυτός μπορεί και το κάνει με τον εαυτό του! (από Vrastaman, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που σχηματίζει αρσενικό όνομα-χαρακτηρισμό. Ο χαρακτηρισμός που προκύπτει παίρνει τη σημασία του από το πρώτο συνθετικό, το οποίο πρόκειται για ουδέτερο ουσιαστικό που καταλήγει σε -μα, ή σπανιότερα -μο (ο χαρακτήρας πάντα -μ-), και δηλώνει συνήθως πράξη ή ενέργεια. Ένας -ατίας τείνει να κάνει αυτήν την πράξη συχνά, τακτικά, συστηματικά.

Προέρχεται από την γενική πτώση των ουσιαστικών αυτών σε -ατος και το γνωστό παραγωγικό επίθημα -ίας, και φαίνεται ότι στην αργκό έχει διαδοθεί σε έναν βαθμό ως παλαιοελληνισμός, αντί για επιλογές της καθομιλουμένης όπως θα ήταν πιχί το -ατάκιας (< -ατ(ος) + -άκιας). Το -ίας απο μόνο του δεν φαίνεται να λειτουργεί ως επίθημα στην αργκό, αν και υπάρχει ως κατάληξη σε απευθείας σχηματισμούς από θηλυκά που λήγουν σε -ία (αφασίας, παραλίας, σπανομαρίας και άλλα).

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη στο σλανγκ τζι αρ.

αραγματίας, γλειψιματίας, πεσιματίας, σκαλωματίας, σπασιματίας, στησιματίας, τσακωματίας, χωσιματίας

Ακόμη: απεναντίας (λογοπαίγνιο με το ομόηχο επίρρημα), επιχρηματίας (λογοπαίγνιο με το επιχειρηματίας), μεγαλολημματίας (λογοπαίγνιο με το μεγαλοκτηματίας)

Matias (από GATZMAN, 16/09/10)Κολλημένος με την... ΑΤΙ (από GATZMAN, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δερμάτινη ή υφασμάτινη θήκη για καπνό, συνήθως σε σχήμα μακρόστενου πορτοφολιού και συχνά με ειδικά τσεπάκια για την αποθήκευση συμπαρομαρτούντων (όπως χαρτάκια και φιλτράκια). Αξεσουάρ για καπνιστές στριφτών τσιγάρων ή πίπας. Λέγεται και καπνοσακούλα.

Με τη σημασία αυτή, η καπνοθήκη είναι νεολογισμός. Παλιότερα ονόμαζαν έτσι την «ταμπακιέρα», δηλαδή το κουτί, συνήθως μεταλλικό, όπου ο καπνιστής τοποθετούσε τον καπνό ή τα τσιγάρα του (παραδείγματα 1 και 2). Αυτή η σημασία σήμερα μάλλον εκλείπει, παρόλο που ταμπακιέρες θα δεις ακόμη να κουβαλάν κάποιοι παλιοί ή τίποτα μερακλήδες παλιάς κοπής.

Δευτερεύοντα, η καπνοθήκη υπήρξε είτε ανησυχητική εμμονή του δαίμονα του τυπογραφείου, είτε εσκεμμένος, δημοσιογραφικός τουλάχιστον, όρος για την «καπναποθήκη», απ' ό,τι βλέπω περιδιαβάζοντας παλιές εφημερίδες (δείτε παράδειγμα 3) –που στην περίπτωση αυτή μάλλον συμφυρμός του καπνός και του αποθήκη είναι (καπνοθήκη), παρά σοβαρή σύνθετη λέξη.

Με τη σημασία της ταμπακιέρας πάντως την έχει καταχωρισμένη και ο Μπάμπης (βήτα έκδοση), που μάλιστα μαρτυρεί από το 1886· πράγματι είναι παλιά λέξη, βρίσκω διαφήμιση για γυάλινες καπνοθήκες (μάλλον οικιακές) στο Εμπρός της 26/11/1896, και αναφορά στις «καπνοθήκες και τα αδαμαντοκόλλητα παράσημα του Σουλτάνου» στο Σκριπ της 02/10/1895.

Η καπνοσακούλα μ' αυτήν την έννοια είναι επίσης νεολογισμός. Σε αντιδιαστολή προς την τσίγκινη ταμπακιέρα, η καπνοσακούλα, ειδική περίπτωση καπνοθήκης, σήμαινε «πουγκί, σακούλι στο οποίο μπαίνει ο καπνός», προερχόμενο καμιά φορά και απο κύστεις ζώων (δείτε εδώ) (παραδείγματα 1 και 4). Καπνοσακούλα χρησιμοποιούσε κι' ο παλιός καλός Λούκι Λουκ.

Σε αντίθεση με τις ταμπακιέρες, οι καπνοθήκες του εδώ ορισμού (παραδείγματα 5 και 6) έχουν εξελιχθεί σε τρελή μόδα την τελευταία περίπου δεκαετία –βαριά δεκαπενταετία– στην ελλάδα (αλλού πρόκειται για μάλλον σπάνιο και αξιοπερίεργο αντικείμενο), και χωρίς να είναι στην πραγματικότητα μαστ, θεωρούνται ακόμα γουστόζικες· οπωσδήποτε, μ' όλα 'φτά τα τσεπάκια μπορούν ν' αποδειχθούν αρκετά πρακτικές, χώρια που, οι καιροί χαλεποί γαρ, πολλοί το γυρνάν στο στριφτό, και η φτώχεια ως γνωστό θέλει καλοπέραση και στιλ.

Βλέπεις λοιπόν στην ελλάδα καπνοθήκες προκάτ ή χειροποίητες και μονόχρωμες ή παρδαλές, με κάθε λογής σχέδιο επάνω, καπνοθήκες για τα κοριτσάκια, καπνοθήκες για τ' αγοράκια, καπνοθήκες για τους πολλά βαρείς, για τους γκέι, για τους αναρχικούς, για τους μελαγχολικούς, για για για...

Και κάτι μου λέει ότι υπάρχουνε ήδη άτομα που θά 'χουνε καναδυό-τρεις διαφορετικές –μιά που πάει με 'κείνα τα παπούτσια, μιά που πάει με 'κείνο το φόρεμα, και μιά που πάει με όλα· μιά για το γιό, μιά για την κόρη, κι' άλλη μιά για 'μένα και τη γυναίκα (που έτσι κι' αλλιώς παρά το δίπλωμα δέν οδηγεί ποτέ)· μία όταν ξεμεταλιάζεις, μία για το ακουστικό το σχήμα, και μια σέρτικη για όταν γρατζουνάς το μπαγλαμά (που σπάνια πιά ακούς Παπάζογλου, αλλα τί σκατά νεορεμπέτες είμαστε, να μήν έχεις κι' απ' αυτό στο σπίτι;...)· και ούτω καθεξής.

  1. Καπνοθήκη είναι η κοινώς λεγόμενη ταμπακιέρα. Στα παλιότερα χρόνια ήταν απαραίτητο εξάρτημα των καπνιστών, όταν δεν υπήρχαν τσιγάρα. Οι καπνοθήκες ήταν απλές θήκες(καπνοσακούλες) από δέρμα ή ύφασμα που τις κρεμούσαν στη ζώνη ή ήταν μικρά κομψά μεταλλικά κουτάκια. Οι πλούσιοι είχαν ταμπακιέρες ασημένιες σκαλιστές. Οι καπνιστές που χρησιμοποιούσαν καπνό χύμα, το βάζανε σε ταμπακιέρες (καπνοθήκες) μαζί με τα τσιγαρόχαρτα. Τα τσιγαρόχαρτα για το στρίψιμο του τσιγάρου ήταν άφθονα, δεν υπάγονταν σε κανένα έλεγχο, πουλιόνταν ελεύθερα στα μαγαζιά και έφεραν την μάρκα του εργοστασίου κατασκευής. Το στρίψιμο το μαθαίνανε από την πρώτη μέρα που άρχιζαν το κάπνισμα. (από μεστό σχετικό κειμενάκι παλιού τριγλιανού σε φόρουμ)

  2. Εντός του βαγωνίου εις το οποίον εγκατεστάθην υπήρχον και δύο άλλοι συνταξειδιώται, είς γέρων και είς νέος τριάκοντα περίπου ετών. Εκ τούτων ο δεύτερος εξήγαγε την καπνοθήκην του περιέχουσαν ωραίον ψιλοκομμένον καπνόν λαμπρού χρώματος και προσεπάθει να κατασκευάση σιγάρον. Αλλ' ήτο προφανώς ασυνήθιστος και το σιγάρον δέν υπήκουεν εις τους δακτύλους του. Τον παρηκολούθουν μετα περιεργείας και ελαφρού μειδιάματος, ως να τω έλεγον· «άν μου έδιδες την άδειαν να κάμω τσιγάρον θάβλεπες πώς το κάμνουν οι συνηθισμένοι!» (από απομνημονεύματα ενός στρατηγού Ν. Μακρή, εφημερίδα Εμπρός, 01/11/1909)

  3. Δια την ποιοτικήν βελτίωσιν των καπνών μας και δια την δημιουργίαν προσθέτου απασχολήσεως και εισοδημάτων και γενικώς ενίσχυσιν της οικονομίας των καπνοπαραγωγών της χώρας, ενεκρίθη και κατα το τρέχον έτος η διάθεσις σοβαρών πιστώσεων εκ κεφαλαίων της αγροτικής και του οργανισμού καπνού. Ούτω διατίθενται δι' ανέγερσιν ατομικών καπνοθηκών 12 εκατομμύρια, δια την αγοράν παραγωγικών ζώων και ζώων φόρτου 13.250.000 και δια την προμήθειαν κιβωτίων συσκευασίας καπνού 400.000. (εφημερίδα Μακεδονία, 06/06/1959)

  4. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός, ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο. Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθι μέσα του, σαν να 'γίνε σ' έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες και γυναίκες. Το ' λέγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ' απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του, τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε· ήθελε κουβέντα.

Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο· ν' αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.

Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα...

(από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη, εδώ)

  1. Μια δερμάτινη καπνοθήκη χρώματος καφέ εντελώς σκέτη και βαρετή....έγινε έτσι: [σ.ς.: πώς γιά;... δέν βρήκα τη φωτό, αλλ' απ' τα παρακάτω φαντάζομαι :-Ρ] Υλικά που επαναχρησιμοποίησα: Κομμάτι απο παλιο φθαρμένο καφτάνι, ασημί ανεξίτηλο μαρκαδόρο, διάφορες χαντρούλες απο παλιά/χαλασμένα κοσμήματα, μαύρη κλωστή - βελόνα, και κούμπωμα δερμάτινο απο πέδιλο που χάλασε (το έβαλα σαν πρόσθετο λουρί να το τυλίγω γύρω απο την καπνοθήκη-δεν φαίνεται καλα στην φωτο). (από εδώ)

  2. Η φετινη μου τρελα λεγεται καπνοθηκη...ξαφνικα με επιασε μια μανια να φτιαχνω καπνοθηκες...ευτυχως εχω πολλους φιλους καπνιστες...αυτη ειναι η αγαπημενη μου...τη κρατησα για μενα..τη κεντησα με ζωακια ασπρα,μαυρα,ασημι...Δυστυχως η τσοχα ειναι αρκετα χειμωνιατικο υφασμα και συντομα θα πρεπει να φτιαξω μια καλοκαιρινη...Αλλα ας ερθει το καλοκαιρακι και δε πειραζει!!! (από ιστολόι)

Καπνοσακούλα νέας κοπής εξ Ιταλίας (από lifeingr, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική και χαρακτηριστική μπαμπαδίστικη ατάκα που λέγεται ως δικαιολογία σε περιπτώσεις προσβολής της αιδούς, με τη λογική: Δικά μου είναι κύριος, δέν τα 'κλεψα. Γιατί να τα κρύβω; Εννοούνται: τα μπομπόλια, τα σώβρακα και ούτω καθεξής.

Η φράση λέγεται συνήθως στον πρώτο πληθυντικό, ενείδει εξαναγκασμένης συνενοχής –ούτε εγώ, αλλά ούτε κι' εσύ τά 'χουμε κλεμμένα–, αλλα κλίνεται κιόλας: κλεμμένα τα 'χω;, κλεμμένα τα 'χουν; και τα λοιπά.

  1. — (Ψτ! Μπαμπά!... Το φ ε ρ μ ο υ ά ρ !!...)
    — 'Ελα μωρε καημένε [στο μεταξύ το σηκώνει], κλεμμένα τά 'χουμε;

  2. Α: [...] Για ξενοδοχείο γυμνιστών πρώτη φορά μαθαίνουμε. Πρόκειται για το ξενοδοχείο Ροζενγκάρντεν, που αναμένεται να ανοίξει στην Γερμανία, όπου οι πελάτες θα πρέπει να αφήνουν τα ρούχα τους στη ρεσεψιόν και να κυκλοφορούν γυμνοί σε όλους τους χώρους του κτιρίου. [...]
    Β: Αααα πολύ ωραίο...Τρομερή ιδέα!! Να μαζευτούμε ...να πάτε!!!
    Γ: Γιατί ρε παιδιά; Κλεμμένα τα'χουμε;
    (από φόρουμ)

  3. Κάποιος [...] της είπε πως έχει ωραία κοιλιά και μυθικά πόδια γι' αυτό και η ίδια προφανώς θα σκέφτηκε «κλεμμένα τα 'χω;» και έτσι τα έβγαλε όλα στη φόρα. (από ιστολόι)

  4. Στην ερημική παραλία. — Άχ, Νίνο, κάποιος έρχεται - κάποιος έρχεται!
    — Πού τον είδες βρε Νίνα;
    — Νά, απο 'κεί!
    — Άιντέεε... Πού τον σπόταρες ρε αγρίμι;
    — Εγώ ντύνομαι.
    — Ηρέμησε βρέ, θα πάρει πόση ώρα να φτάσει εδώ· και άααν έρχεται 'δώ... Και στην τελική ρε Νινί, τί, κλεμμένα τά 'χεις;
    — (Έ, γι' αυτό, όσο να πείς, τά 'χω χρυσοπληρώσει...)
    — Έλα;
    — Τίποτα Νινί μου εσύ, τίποτα. Αλλα δέ μπορώ, ντύνομαι. Αφού ειμαι ντροπαλή, ξέρεις εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω κιθάρα, μπουζούκι ή κατεπέκταση έγχορδο. Συνήθως με μειωτική σημασία: (α) παίζω μεν, αλλά δεν είμαι και κάνας δεξιοτέχνης, (β) δεν παίζω στα σοβαρά τη δεδομένη στιγμή, παίζω βαριεστημένα, (γ) παίζω ενοχλώντας τους γύρω μου –όπου παίζει διπλό παιχνίδι με τη φράση γρατζουνάω τα αφτιά κάποιου, «ενοχλώ, πρήζω κάποιον με τα λεγόμενά μου, ή επειδή κάνω φασαρία» (σε αντιδιαστολή με τη φράση χαϊδεύω τ' αφτιά κάποιου).

Το γρατζουνάω βγαίνει από τον ήχο γρατς-γρατς, όπως συμφωνούν Τριαντάφυλλος και Μπάμπης. Ας σημειωθεί πως ο τελευταίος, βήτα έκδοση, καταγράφει μόνο τον τύπο γρατζουνίζω (και τον τσαγκρουνίζω) και έτσι του ξεφεύγει και η παρούσα σημασία· ενδεικτικά, με σημερινό γκουγκλάρισμα οι φράσεις γρατζουνάω/γρατσουνάω την κιθάρα χτυπάν 377 και 8 φορές αντίστοιχα, ενώ οι γρατζουνίζω/γρατσουνίζω την κιθάρα, 3 και 0 φορές αντίστοιχα (το οποίο προσωπικά δεν έχω ακούσει ποτέ να λέγεται).

  1. Εφόσον γρατζουνάς και συ από οσο είδα στο προφίλ σου φέρε και το οργανάκι σου μαζί να κεφάρεις μαζί μας. (από το φόρουμ του ρεμπέτικο τζι αρ)

  2. Θα σε συμβούλευα να ξανασκεφτείς το θέμα του ωδείου ή κάποιου δασκάλου διοτι είναι σίγουρο ότι μετά απο μερικά χρόνια εφόσον έχεις μάθει κάποια βασικά πράγματα και έχεις καταφέρεις να την γρατζουνάς και να λές και κάνα τραγουδάκι θα κτυπάς το κεφάλι σου που όταν έπρεπε δεν έκανες μερικά μαθηματάκια για να φύγεις από το γρατζούνισμα και να άνεβεις ένα στάδιο παραπάνω... (από φόρουμ)

  3. Έπρεπε να ήσουν εδώ στις γιορτές, αγόρασε ο θείος μου κιθάρα και τη γρατζουνούσε, ενώ παράλληλα γρατζουνούσε και η μικρή το βιολί - εκεί να δεις γέλιο :p (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Την προηγούμενη φορά που είχα δει τους “Anathema” στο “fuzz club” στην Αθήνα ήταν υπέροχοι. Αυτή τη φορά μπορεί να ήταν μόνος του ο κιθαρίστας τους, αλλά σε έκανε τρεις το βράδυ να ευχαριστείς τη μάνα σου που πήρε την κιθάρα (της) στην Κέρκυρα και δεν μπήκες στον πειρασμό να ξεσηκώσεις τη γειτονιά (με τα φάλτσα μου καθώς μόνο να γρατσουνάω λίγο ξέρω)! (από ιστολόι)

«Ο γλάρος» απο Λοκομόντο, τελευταίοι στίχοι. (από vikar, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει ξενυχτήσει, που το έχει πάει σερί ώς το πρωί, ο κυριολεκτικά άυπνος, χαρακτηριστικά λόγω διασκέδασης ή φόρτου εργασίας. Κατά το πρωινός (που ξύπνησε νωρίς το πρωί).

  1. Έλα ρέι, τί γίνεται; Καλημερούδια.
    — Έλα ρε μαλάκα.
    — Σε μισή ώρα έχουμε περάσει απο 'κεί. Έτοιμος;
    — Φίλε, χί, δέν τό 'χω. Χτεσινός είμαι. Είπα το βράδυ να το σβήσω με βρόμικο, και με πήγε αίμα όλη νύχτα, δέν έκλεισα μάτι.
    Σκατάαα...
    — Μέσα έπεσες.

  2. Εφτά η ώρα το πρωί, στο γραφείο.
    — Ά! Καλημέρα σας κύριε Ρεμπελόπουλε, πρωινός βλέπω σήμερα. Πώς κι' έτσι, στον ύπνο σας μας βλέπατε;
    — (Χτεσινός κύριε Αφεντικίδη, όχι πρωινός...) [χίκ]
    — Παρακαλώ;
    — Όχι τίποτα, καλημέρα σας λέω. [βούλω το μαλάκα, έχεις το ακαφελόγιστο]

Και σερίφης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικό πληθυντικού από απόλυτο αριθμητικό δεκάδας (δέκα, είκοσι, τριάντα...) και το οποίο δηλώνει την αντίστοιχη δεκαετία: τα δέκαζ (η δεκαετία του '10), τα είκοσιζ (η δεκαετία του '20), τα τριάνταζ (η δεκαετία του '30) και λοιπά. Από την αντίστοιχη αγγλική κατάληξη -ies/-s.

Τρελή νεόκοπη αμερικανιά, που είχα την αφελή εντύπωση ότι ανήκε στην ιδιόλεκτο εδώδιμων χρηστών, αλλά είπα σήμερα να γκουγκλάρω σχετικά και είδα το φως. Να σημειωθεί ότι ο εξελληνισμός αυτός των τενζ, τουέντιζ, θέρτιζ και τα λοιπά, επεκτείνεται καί στα νότιζ (naughties), αν και ανώμαλα, με το επίθημα (δες τελευταίο παράδειγμα): ούτε μηδέναζ ούτε κουλούραζ βρήκα στο διαδίκτυο –που δεν αποκλείει καθόλου φυσικά να λέγονται στους δρόμους, ας μιλήσουν οι μάρτυρες.

  1. — Πως φανταζεστε το μελλον της μεταλ-ροκ και ολων των παρακλαδιων τους, στα 10s;
    — Στα δέκαζ δε θα υπάρχει πια μέταλ!
    (από το ρόκιν τζι αρ)

  2. Οι αφίσες που υπάρχουν στα λευκώματα του πρώιμου σοβιετικού σινεμά και που καλύπτουν όλη την εποχή μέχρι τα τέλη των είκοσιζ δεν ήταν αφαιρετικές; Επειδή δηλαδή περιείχαν και το στοιχείο της φωτογραφίας ήταν δηλαδή νατουραλιστικές; (από το ντι άι γουάι μιούζικ οργκ)

  3. To saksofwno epishs eixe molynei th tzonta sta ogdontaz. (σ.ς.: δες και γαμοτζάζ). Ekei pou to sklhro phgaine na ginei poiotiko nasou o typos me th karamouza,aloimenos me vitam ap th xaith ws ta nyxia kai meta epefte h panselhnos,ligos dialogos kai ante mish wra gia na ksanadeis kana vyzo. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Κάτω τα χέρια απ το μικρό σπίτι στο λιβάδι των ενδόξων 70's (εβδομήνταζ, που λέει και κάποιος φίλος). (από το μιούζικ χέβεν τζι αρ)

  5. Έκλεισες με υπέροχο τρόπο τη δεκαετία των μηδένς!!!... (από φωτοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified