Κάποιος /-α που θεωρεί τον εαυτό του/της πολύ όμορφο, έξυπνο, γενικά τέλειο, και το λέει σε όλους.

— Καλά ρε, γιατί δεν με θέλει αυτή η γκόμενα, αφού είμαι κούκλος.
— Άντε ρε, ψώνιο.

Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.

- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.

(από Khan, 29/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσκουμε και ως: με κλάνει, θα μου κλάσει τα παπάρια. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου.

- Ρε μαλάκα, θα σε δείρει.
- Θα με κλάσει/Θα μου κλάσει τα αρχίδια ή ακόμα καλύτερα: θα μου κλάσει το δεξί αρχίδι.

(από xalikoutis, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουφηξιά, λογικά από τσιγάρο.

Ρε πούστη, όλο μόνος σου θα το κάνεις, φέρε κι από δω καμιά τζούρα...

Δες και τζούρα κλαμπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος ή το μουνί.

  1. Κοίτα ένα σκατό που βγαίνει από το τούνελ της.

  2. Υγράνθηκε το τούνελ σου;

(από GATZMAN, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι σε πιο light κατάσταση.

-Εδώ και μισή ώρα με τρώει το αχρίδι.

%

Got a better definition? Add it!

Published

Συνέχεια βρόμικος, χωρίς γκόμενα, μονίμως ιδρωμένος.

-Ρε ζαμπλιάξ δεν έκανες ακόμα μπάνιο;
-Ρε μαλάκα φρεσκολουσμένος είμαι, οχτώ μέρες έχω να πλυθώ, μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι.

Μου πονάει το φιστίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος κλάνει και ένας άλλος έχει από πίσω έναν αναπτήρα. Βγαίνει πολύ ωραίο αλλά μην το δοκιμάσετε.

- Κάναμε ένα πυροκλάνι φοβερό, παραλίγο να πάρει φωτιά το σώβρακό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προδίδει, αποκαλύπτει.

Ρε καρφί, γιατί είπες στη μάνα μου ότι καπνίζω;

Βλέπε και ταβανόπροκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified