Πρόκειται για πολυσύνθετο όρο και προέρχεται από τη δημοφιλή αθλητική διοργάνωση Champions League, της οποίας τα παιχνίδια ξεκινούν ως γνωστόν με το κυμάτισμα ενός μεγάλου πανιού. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γυναίκες υψηλής αξίας, δηλαδή κατηγορίας Champions League.

- Ρε μαλάκα, έχει θέμα το μαγαζί αυτό που πάμε;
- Ναι ρε.
- Καλό θέμα όμως;
- Ναι ρε σου λέω.
- Πανί;
- Ναι ρε, εμπιστέψου με.
- Δεν πιστεύω να είναι τίποτα ουέφα.
- Όχι ρε καραγκιόζη, πανί σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ιταλική λέξη «coglioni» που σημαίνει τα ανδρικά γεννητικά όργανα (ίδιας ρίζας με τη γνωστή ισπανική λέξη «cojones»). Χρησιμοποιείται σε όποια περίπτωση μπορείτε να φανταστείτε, αλλά κυρίως για να δηλώσει αγανάκτηση.

- Ρε μαλάκα Τάκη, όλο κλεισμένος σπίτι είσαι. Θα έρθεις σήμερα;
- Δεν μπορώ ρε, βγήκε το καινούριο expansion του Warcraft.
- Κογιόνι πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένο άτομο και χρησιμοποιείται για να δηλώσει μετάνοια για τις τεράστιες ποσότητες φαγητού που μόλις καταναλώθηκαν, χωρίς να προϋπήρχε ουσιαστική ανάγκη / πείνα.

- (τελειώνει δύο αλμυρές κρέπες) Ρε, να πάρω και μια γλυκιά;
- Ναι ρε μαλάκα, αβολοντέ
...
- (καταβροχθίζει και τη γλυκιά και σκάει) Μαλάκα, δεν το χρειαζόμουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπερβολική τριχοφυΐα. Αντίστοιχο του βερμουδιάρης, αλλά για τον κορμό και το άνω σώμα.

- Πάμε για μπάνιο ρε;
- Πάμε ρε Τέο, οκ, αλλά εσύ θα σκάσεις με το πουλόβερ; Ρόμπα θα γίνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του πασίγνωστου αγγλικού όρου «shock». Δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή θαυμασμό. Για να δοθεί έμφαση, είναι καλό στον προφορικό λόγο να προφέρεται με παχύ 'σ' (σσοκ) και στο chat να αναγράφεται ως εξής: σοκκκκκκκ. Οι χρήσεις του αμέτρητες - βλ. παραδείγματα.

  1. - Μαλάκα, φάε αυτό το μπανόφι και κλάψε.
    - Τόσο καλό;
    - Σοκκκκ λέμε...

  2. - Παίδες, χτες έβαλα ένα γκομενάκι το σοκ το ίδιο.
    (σημ.: εδώ κολλάει η απάντηση: Ηρέμησε).

  3. - Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο μουνιά-σοκ.

ή εναλλακτικά:

- Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο σοκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της έκφρασης τα σπάω, της οποίας όμως αποτελεί υπερσύνολο διότι δέχεται κτητικές αντωνυμίες και επιρρηματικούς προσδιορισμούς κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύτερο φάσμα περιπτώσεων.

  1. - Δες γκομενάκι ρε φίλε. Τα σκάει.

εναλλακτικά:

- Δες γκομενάκι ρε φίλε. Μου τα σκάει τρελά.

  1. - Κώστα, πώς σου φάνηκε το ριζότο;
    - Δεν μου τα έσκασε ιδιαίτερα...

  2. - Φίλε, άκου πώς μπαίνει το beat μετά απ' αυτό το σημείο. Τα σκάει πολύ δυνατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις σεξουαλικές συνευρέσεις με δύο άντρες. Ο όρος προέρχεται από το γνωστό τρόφιμο, στο οποίο τα υλικά τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτουζού... Τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Το βράδυ σπίτι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξυπηρετώ, κάνω το χατίρι κάποιου, επιδεικνύω ειδική μεταχείριση. Εναλλακτικά: συστήνω σε κάποιο γνωστό μου άτομα του αντίθετου φύλου.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτόλα... τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Ε, φτιάξε με ρε μαλάκα!

(μετρ σε γνωστό κέντρο διασκέδασης)
- Ρε φίλε, με γαμάς. Τέτοια ώρα που μου ήρθες πώς να σε φτιάξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον Βαρόνο Μυνχάουζεν, γνωστό ήρωα του βιβλίου του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ, δηλώνει κάποιον ο οποίος ψεύδεται ασυστόλως.

- Κι αυτή την έχεις πηδήξει ρε μαλάκα;
- Ναι ρε, στανταράκι.
- Καλά, τελικά είσαι μεγάλος Βαρόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified