'Οταν μου περισσεύουν κάποια λεφτά και γουστάρω να τα ξοδέψω χωρίς να πολυνοιάζομαι πού.

- Με γαργαλάει ένα κατοστάρικο, πάμε μπουζουκλερί;
- Αν κερνάς φίλε μέσα, ειδεμή ούτε να το σκέφτεσαι. Έσκασαν κάτι λογαριασμοί και έχω μπει μέσα με τα τσαρούχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταξύ «γρήγορων». Όταν σε κόντρα ο ένας ρίξει πολύ του άλλου, ο πίσω τον κοιτάζει με το κυάλι.

- Τι άκουσα ρε Μπάμπη, θα τα στήσετε το βράδυ με το Νιόνιο;
- Ψηνόταν ο μαλάκας, τον γαργαλάνε 100 ευρώ και θέλει να μου τα σκάσει. Με το καβουρντιστήρι που έχει για μηχανάκι με το κυάλι θα με ψάχνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάτι το οποίο είναι απίθανο να γίνει σε αυτή τη ζωή αλλά υπάρχει κάποια πιθανότητα να πραγματοποιηθεί σε κάποια επόμενη...

- Ρε Γιακουμή, πότε λες να πάρεις αυτό το ταχύπλοο που ζαχάρωνες;
- Στην άλλη ζωή φιλαράκι, εδώ δεν έχουμε λεφτά να πάρουμε παπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτοιμος να τα κακαρώσει, με το ένα πόδι στον τάφο, ζει και κρίνεται... Ετοιμάζεται να παραδώσει πνεύμα εις Κύριον.

- Τι κάνει ρε Τάκη ο σκύλος σου ο Τζακ;
- Άσε, τι να κάνει, 16 χρονών είναι, βαστά τα κόλλυβά του, όπου να 'ναι θα του το ανοίξω το λακάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, προς κάποιον που ενοχλεί ή πειράζει.

Το ίσιωμα προκαλείται από τα χτυπήματα στην περιοχή των πλευρών.

-Ρε συ, πως είναι έτσι τα αυτιά σου, σα λαγάνες.
-Αν το ξαναπείς αυτό, θα σου ισιώσω τα παΐδια παλιομαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ δυνατό χασμουρητό.

-Τι νύστα είναι αυτή ρε φιλαράκι.
-Το πήγα σερί χθες και είμαι κομμάτια (χασμουρητό). Θα σκίσουμε το στόμα μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρέφω ολοσχερώς αυτοκίνητο ή άλλο όχημα με με μετωπική σύγκρουση. Προέρχεται προφανώς από το χαρακτηριστικό σχήμα που παίρνει το όχημα, το οποίο μοιάζει με φυσαρμόνικα.

- Άσε ο Ζάχος, το 'χε δεν το 'χε ένα μήνα το αυτοκίνητο, το έκανε φυσαρμόνικα. Ήπιε λίγο παραπάνω και σε μια στροφή ξέχασε να στρίψει, έπεσε πάνω σε μια μάντρα.

(από Vrastaman, 27/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, σαλτάρω, με μαζεύουν για τρελάδικο.

Άσε φίλε, τον Τάκη τον χώρισε η δικιά του από το τηλέφωνο. Πριν ένα μήνα μπήκε φαντάρος. Δεν κόβω να την παλεύει το παλληκάρι, θα βαρέσει μπιραλάχ ή θα πάει να φουντάρει.

Δες και βαράω διάλυση, βαράω μπιέλα. Ακόμη: βαράω, μπιρ αλλάχ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.

Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει το ίδιο νόημα με το «μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια», «μας τα 'χεις κάνει νταούλια» κ.τ.λ.

Η κρεμμυδασκέλα είναι η γνωστή αυτοφυής κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά στα σπίτια μας (Scilla Maritima), η οποία είναι αρκετά μεγάλη για να προσομοιάζει με πρησμένα μπαλάκια.

-Ρε φίλε, έχεις σημειώσεις Δυναμικής για την Πέμπτη που δεν ήρθα;
-Μας τα 'χεις κάνει κρεμμυδασκέλες με τις σημειώσεις κάθε μέρα. Πάτα και λίγο στη σχολή, εμείς δηλαδή μαλάκες είμαστε;

(από ioannios, 25/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified