Τον όρο καθιέρωσε ο Γιάννης Μηλιώκας με το ομώνυμο τραγούδι, όπου το ρήμα κλινόταν σε όλα τα πρόσωπα.

Η επωδός ήταν ως εξής:

«Κι εν τω μετα-ξύνομαι, ξύνεσαι, ξύνεται,
ξυνόμαστε, ξυνόσαστε, ξύνονται,
και όλοι γενικά είναι στο ξύσιμο,
και σύννεφο πάει το βρίσιμο»!

Προφανώς, παράγεται απ' το αρχαίζον «εν τω μεταξύ» και το αγαπημένο ρήμα του Νεοέλληνα, το «ξύνομαι».

Λέγεται για μεταβατικές περιόδους, όπου έχουμε χάσει κάτι σημαντικό, ελπίζουμε σε κάτι σημαντικότερο, κι εν τω μεταξύ τα ξύνουμε. Εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην επαγγελματική, ερωτική και πολιτική ζωή. Πιστεύω ότι για την κυριαρχία του ρήματος στην καθημερινή ζωή του Νεοέλληνα έχει παίξει ρόλο η θρησκευτικότητά του. Με τους απωλεσθέντες παραδείσους και τα μεγάλα εσχατολογικά οράματα, στο μεσοδιάστημα των οποίων εντωμεταξύνεται, περιμένοντας τον Γκοντό, τον Μπψηλό, τον Χοντρό ή όποιον άλλο. Έχει παίξει ρόλο και η γραφειοκρατία μας, με θεσμούς, όπως το αλήστου μνήμης ΔΙΚΑΤΣΑ (το ΔΟΑΤΑΠ έχει κάπως βελτιωθεί προς τιμήν του), την θητεία στο στρατό που πετσοκόβει κάθε επαγγελματική συνέχεια, και δημιουργεί κάπου μια τριετία ξυσαρχιδιού πριν, κατά την διάρκεια και μετά. Επίσης, οι κυβερνήσεις που ούτε κάνουν την δουλειά τους, ούτε πέφτουν (και δεν εννοώ μόνο το προφανές παράδειγμα, τό 'χουμε ξαναδεί το έργο). Αλλά και οι αναποφάσιστες γκόμενες που σε κρατάνε στο περίμενε, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. (Υποθέτω ότι υπάρχουν κι αντίστοιχοι άντρες). Δηλαδή οι γκόμενες που θες να τις ματώσεις, αλλά εν τω μεταξύ τα ματώνεις...

Για όλους τους παραπάνω λόγους το κράτος και το σύστημα είχαν ενθαρρύνει το εθνικό μας παιχνίδι, το ΞΥΣΤΟ, ώστε να ποιούμε την ανάγκη φιλοτιμία. Αφού τα ξύνουμε, που τα ξύνουμε, να κερδίζουμε και τίποτα...

-Αλήθεια, τι κάνει ο γιος σας ο Λαλάκης;
-Τι να κάνει το παιδί; Γύρισε απ' την Οξφόρδη με το Μάστερ του και περιμένει ένα χρόνο το ΔΟΑΤΑΠ να του το αναγνωρίσει. -Κι εν τω μεταξύ;
-Εν τω μεταξύ, εντωμεταξύνεται. Άνεργος είναι...

-Και πώς πάει η ερωτική σου ζωή ρε Μένιο;
-Γάμησέ τα! Με παράτησε στα κρύα του λουτρού η Μαριλού. Κι έχω απ' την άλλη και την Λίλιαν, που την πολιορκώ δυο χρόνια, και μου κάνει τα γλυκά μάτια μα δεν λέει να ενδώσει...
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύνομαι!

-Ένα πράγμα θέλω ρε πούστη μου! Να ξημερώσει μια μέρα που δεν θα μας κυβερνάει Καραμανλής, Παπανδρέου ή Μητσοτάκης!
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύ, εντωμεταξυνόμαστε όλοι μας...

Γ. Μηλιώκας: Εντωμεταξύνομαι (από Ο ΑΛΛΟΣ, 18/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή το θέμα μ' απασχολεί, ρώτησα έναν γιατρό κι έναν ψυχολόγο να μου δώσει ο καθένας από έναν ορισμό της «Ελλεεινίδας».

Ο γιατρός μου είπε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης.

Ο ψυχολόγος συμπλήρωσε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης, που κάνει υπεραναπλήρωση αυτού του γεγονότος με το να δείχνει μια δόση παραπάνω θηλυκή από όσο θα έπρεπε.

Με λίγα λόγια, κάθε άντρας θέλει έναν ορισμένο βαθμό θηλυκότητας απ' την γυναίκα του. Έστω ο βαθμός αυτός «θ». Η Ελλεεινίδα θα είναι πάντα θ + ν . Λίγο παραπάνω. Ως ένα πρόχειρο παράδειγμα θα αναφέρω την ονομασία όλων των αντικειμένων με τα υποκοριστικά τους.

Εννοείται ότι εξαιρούνται οι παρούσες, ήτοι οι γυναικείες παρουσίες- κόσμημα για το site μας. Κι επιπλέον, νομίζω ότι πρέπει να οριστεί και ο Έλλεεινας, (προσοχή: όχι απλώς ο Ελληνάρας), που ως πατέρας, γκόμενος και γιος έχει κάνει τις Ελληνίδες Ελλεεινίδες!

Αν έχετε δει το «Ψυχραιμία. Όλα παίζουν» του Περάκη, η Θεωνά είναι η κλασική Ελλεεινίδα. Η Αλεξανδράτου η υπερβολική Ελλεεινίδα. H Καβαλιεράτου είναι η αντιδραστική Ελλεεινίδα κι η Γιακουμή, κατά την υποκειμενική μου άποψη, ο καλύτερος δυνατός τύπος Ελλεεινίδας (με την ευρύτατη δυνατή χρήση του όρου). Επαναλαμβάνω ότι η κλασική Ελλεεινίδα είναι η Θεωνά.

(Αναφέρω επίτηδες παραδείγματα σέξι γυναικών, που τιμάνε τον όρο «Ελλεεινίδα», δηλαδή οι παραπάνω είναι οι ιδεατές Ελλεεινίδες. Στην πραγματική ζωή, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη).

Τζένη Θεωνά (από Hank, 30/12/08)(από jesus, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άποψη.

Προέρχεται απ' την ατάκα του Επιθεωρητή Κάλλαχαν, ότι «οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει από μία».
Συνήθως λέγεται για τα δημοκρατικά πολιτεύματα, για την Ελλάδα, και για τα τηλεπαράθυρα.

Τη νομιμότητα της έκφρασης υποστήριξε στις μέρες μας σθεναρά ο γιατρός Ανευλαβής, ο οποίος χαρακτήριζε τις απόψεις των συνομιλητών του κατευθείαν «κωλοτρυπίδες», χωρίς να εξηγεί όλη τη συλλογιστική του.

  1. Ποια είναι η κωλοτρυπίδα σας για το συγκεκριμένο θέμα;

2 - Έχω να πω ότι η κωλοτρυπίδα του συναδέλφου μου από δω είναι απαράδεκτη κι ένα όνειδος για τον σύλλογό μας!
- Κύριε Ανευλαβή!!!

(από xalikoutis, 02/10/09)(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πατρότητα του όρο ανήκει στον Χάρρυ Κλυνν. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι απ' τον Γιάννη Ζουγανέλη.

  1. Είναι κυρίως ο όμορφος ομοφυλόφιλος, ο σέξι, ο χοτ, η πουστάρδα.

  2. Καταχρηστικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όλως αντιθέτως, για να δηλώσει τον στρέιτ άντρα, που φιλεί το όμορφον φύλον, δηλαδή το θηλυκό (απλώς οι γκέι έχουν εναλλακτική άποψη για το ποιο φύλο είναι το ωραίο).

  3. Κάπως πιο κυριολεκτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη λέσβω/λεσβόγκα που φιλεί το όμορφο γυναικείο, αντί για το άσχημο αντρικό φύλο.

  1. - Αχ, πώς μ' αρέσει ο Σάκης! Τι κορμί, τι κίνηση, τι μπράτσα!
    - Δεν το ξέρεις, λοιπόν, πως το γρασάρει το ρουλεμάν; Ο άνθρωπος είναι ομοφυλόφιλος!
    - Αλλά τι ομοφυλόφιλος! Ομορφυλόφιλος!

  2. - Να βρεις κι εσύ ένα παλληκάρι να καλοπαντρευτείς...
    - Γιατί; Για να 'μαι ασχημοφυλόφιλη; Προτιμώ να είμαι ομορφυλόφιλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δασύτριχο στέρνο του Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Οπωσδήποτε το πουκαμισάκι είναι ανοιχτό ώστε να δείχνει το ερωτικό χαλί σε όλη του την δόξα. Κι οπωσδήποτε κοσμείται απ' τον χρυσό βαπτιστικό σταυρό.

Η έκφραση έχει καθιερωθεί λυρικά απ' τον Χάρρυ Κλυνν:

«Με το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη!»

Got a better definition? Add it!

Published

Λαϊκή παραδοξολογία που η σκοπιμότητά της παραμένει αβέβαιη.

Μερικές υποθέσεις:
1. Ίσως λέγεται από ανθρώπους πολύ απαιτητικούς που δεν καταδέχονται να σαβουρογαμήσουν και θεωρούν τίποτα λιγότερο απ' το Λίλιαν ως άξιο για την πούτσα τους. Οπότε ξέρουν ότι η επόμενη φορά που θα γαμήσουν θα είναι του Αγίου Πούτσου ανήμερα και μέχρι τότε η Λίλιαν θα αποτελεί ονείρωξη όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά και μάλιστα σε όνειρο που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό το πνεύμα εκφράζει κι ο Σταμάτης Κραουνάκης στο μνημειώδες αριστούργημά του (βλέπε παράδειγμα): Πρέπει να διαφυλαχτεί το γαμήσι, για κάτι που θα σε συγκλονίσει (τι ρίμες πετυχαίνω σήμερα ο πούστης!) και μέχρι τότε είναι προτιμότερος ο κόσμος της ντροπής. Με λίγα λόγια πρόκειται για τον τύπο: Κάλλιο Λίλιαν και καρτέρει, παρά Καυλάουρα και στο χέρι...

  1. Η φράση είναι η παρηγοριά ή παραμυθία/παραμύθιασμα του μαλάκα, όπως η φράση παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι είναι η παρηγοριά αυτού που έχει μόλις φάει χυλόπιτα.

  2. Για χάρη, πάντως, της αντικειμενικότητας και μόνο, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μια μαλακία να είναι εξαιρετικά εμπνευσμένη, με καλό σενάριο, πρωταγωνίστριες για Όσκαρ Α' και Β' γυναικείου ρόλου (λ.χ. να φαντασιώνεσαι ένα ντούο Σαρλίζ Θερόν - Μόνικα Μπελούτσι), κατάλληλη μουσική υπόκρουση, εντυπωσιακά σπέσιαλ εφέκτς και τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Ενώ αντιστρόφως ένα γαμήσι να είναι τελείως ξενερουά...

Γενικά:
Τα πλεονεκτήματα του γαμησιού έναντι της μαλακίας είναι προφανή κι αστασίαστα. Σχεδόν κοινότοπα...

Οπότε θα επικεντρώσω στα πλεονεκτήματα της μαλακίας, για να προβώ σ' ένα «Μαλακίας εγκώμιον».

  1. Η μαλακία είναι σεξ με κάποιον που αγαπάς, όπως είπε ο πολύς Woody Allen, (δηλονότι τον εαυτό σου), κάτι που για το γαμήσι δεν είναι αυτονόητο.

  2. Η μαλακία είναι με διαφορά η καλύτερη αντισυλληπτική μέθοδος. (Κάτσε να σου τύχει καμιά ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και θα πεις: «Στερνή μου μαλακία να σε τράβαγα πρώτα!»).

  3. Η μαλακία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να αποφύγεις AIDS και αφροδίσια νοσήματα. Εδώ οι γνώμες διίστανται. Ο Γιάννης Ζουγανέλης έγειρε ως αντι-AIDS σύνθημα το τραγούδι «Για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου, μπες στο μπάνιο και κλειδώσου κ.τ.λ.». Όμως ο Λάκης Λαζόπουλος εύλογα αντέτεινε πως «δεν μπορείς να κάνεις τον μαλάκα σημαία μιας καμπάνιας»!

Τελικά, πρέπει να το παραδεχτώ: Το εγκώμιον της μαλακίας είναι ένα αυτοηττώμενο εγχείρημα! Πράξτε κατά συνείδησιν!

Το κλασικό παράδειγμα είναι απ' το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη, διασκευασμένο απ' τα Ημισκούμπρια.

«Και θυμάμαι τη νονά μου την φοράδα,
που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα,
είπε «το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας,
θα γίνει ντιγκιντάγκας,
θα γίνει ένας ντιντής»!

Όμως εγώ το είχα αποφασίσει,
σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι
κι ως να 'ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει,
θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής».

Το γνωστό τραγούδι με την φράση, εδώ σε διασκευή των Ημισκουμπρίων (από Hank, 08/01/09)(από xalikoutis, 16/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει λάβει μια νέα τροπή απ' όταν έγινε της μοδός ο Γιαλόμ και διαμορφώθηκε νέος τύπος γκόμενας, η Γιαλόμα, ή Γιαλόμουνο (δες οπωσδήποτε το αντίστοιχο λήμμα). Οι διαφορετικοί τρόποι που υπάρχουν να 'ξηγήσει τα όνειρα ένας ονειροκρίτης - καζαμίας αποτελούν την διελκυστίνδα στην σχέση της Γιαλόμας και του γκόμενού της Γιαλομοπαθούς.

Η Γιαλόμα ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρά της και ψάχνει να βρει για το καθένα μια βαθύτερη ψυχαναλυτική εξήγηση. Πολλά από αυτά τα όνειρα είναι explicitly (προφέρεται εξπλίσιτλjυ, κατά το «μπρόμπαμπλjυ») ή sexplicitly σεξουαλικά. Αλλά η Γιαλόμα δεν επαναπαύεται στο προφανές, αλλά συνεχίζει να ψάχνει κάτι πίσω από το σεξ. Είδωλό της είναι η Nicole Kidman στο «Μπούτια ερμητικά κλειστά», η οποία ζητούσε απ' τον άντρα της Tom Cruise να της εξηγήσει γιατί στο όνειρό της έκανε παρτούζα με καμιά εκατοστή άνδρες. (Να σημειωθεί εδώ ότι απ' όταν η Νικόλ Κίντμαν έγινε Γιαλόμα, χώρισε με τον Τομ Κρουζ).

Ο Γιαλομοπαθής έχει έναν και μοναδικό τρόπο να ξηγάει τα όνειρα. Γι' αυτό και σ' όλους τους παρόμοιους προβληματισμούς της Γιαλόμας απαντά με το γνωστό «Έλα δω, μωρό μου, να σου ξηγήσω εγώ τα όνειρα», θεωρώντας ότι η σεξοθεραπεία είναι η μοναδική αποτελεσματική μορφή ψυχοθεραπείας.

Δεν είναι όμως αυτονόητο ότι θα πετύχει το γαμήσι ως κύρια μέθοδος του ονειροκρίτη - καζαμία γκόμενου. Δεν ανέφερα την ταινία «Μπούτια ερμητικά κλειστά» τυχαία. Η πιο χαρακτηριστική φάση Γιαλόμας και γκόμενου, είναι όταν ο γκόμενος θέλει να την πηδήξει κι αυτή απαντά με ατάκες του στυλ: «Έχεις σκεφτεί ποια είναι τα βαθύτερα κίνητρά σου γι' αυτήν την επιθυμία σου να με βάλεις στο κρεβάτι; Τι προσπαθείς να αποδείξεις στον εαυτό σου; Γιατί έχεις αυτόν τον ψυχαναγκασμό να θέλεις οπωσδήποτε να κάνεις σεξ;». Η Γιαλόμα φαίνεται να θεωρεί ότι το γαμήσι δεν είναι καθαυτό αρκετό ως αυτοσκοπός, αλλά κρύβει κάτι βαθύτερο. Αν η Γιαλόμαείναι πιο ύπουλη, δεν θα κάνει σεξ μαζί σου, αν δεν κάνεις καμιά εκατοστή συνεδρίες με ψυχαναλυτή για να λύσεις το θέμα της «ψυχαναγκαστικής» εμμονής σου για σεξ. Αν είναι πιο αγαθομούνα, θα σε αφήσει τελικά να της ξηγήσεις εσύ το όνειρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σέξι Γιαλόμας στο καλυτερότερό της, αλλά στο εξίσου πρηκτικό, ήταν η Νόνη Δούνια, όταν ψυχανέλυε τον Γιώργο Παρτσαλάκη στο «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» (aka «Και οι παντρεμένες έχουν μουνί»). Αλλά μην πλανάσθε! Δεν είναι όλες οι Γιαλόμες Νόνη Δούνια!

Τελικά, ή στραβός είν' ο Γιαλόμ, ή στραβά ψωλαρμενίζουμε! Βλέπε και τα παρακάτω trivia.

Trivia: 1. Το αγαπημένο βιβλίο της Γιαλόμας είναι το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», το οποίο ο Γιαλομοπαθής παραφράζει σε «Όταν έκλασε ο Νίτσε»!

Λ.χ.:
- Αχ, Βρασίδα μου, απ' όταν διάβασα το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», έχει αλλάξει η ζωή μου!
- Κι επειδή έκλασε ο Νίτσε, πρέπει να την πληρώνουμε τώρα εμείς;

  1. Δεύτερο πιο αγαπημένο βιβλίο της είναι το «Στο Ντιβάνι». Εφόσον ο γιαλομοπαθής έχει χαρρυκλυννική παιδεία, θα απαντήσει στην Γιαλόμα:

- Στο ντιβάνι, και στο κομοδίνο, και στη ντιβανοκασέλα, δεν μας χέζεις ρε Γιαλόμ!!
(κατά το: δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα).

  1. Έτερο είδωλο της Γιαλόμας είναι ο Lacan, ο οποίος αποκαλείται από τον Γιαλομοπαθή β-Λακάν. Η Γιαλόμα είτε δεν έχει διαβάσει ποτέ της β-Λακάν, είτε το προσπάθησε λίγο, αλλά δεν την πάλεψε, γιατί δεν κατάλαβε Χριστό, ή δεν κατάλαβε Μωυσή , που είναι η αντίστοιχη έκφραση προκειμένου περί ψυχανάλυσης. Οπότε στράφηκε στον Γιάλομ, που είναι πιο κατανοητός, κι εξίσου μουράτος. Παρόλα αυτά καρυκεύει που και που το λόγο της και με βΛακάν.

  2. Τα αγαπημένα τραγούδια του Γιαλομοπαθούς είναι, όπως κατέδειξε ο jesus εδώ το «Γιαλόμ Γιαλόμ πηγαίναμε, κι όλο για σένα λέγαμε, Γιαλόμ να πας, Γιαλόμ να 'ρθεις, Γιαλόμ να πας να γαμηθείς!», και το «Ρίξε στο Γιαλόμ φαρμάκι!».

- Βρασίδα, είδα χτες ένα πολύ ενδιαφέρον όνειρο.
- Α μπα...
- Ναι, ήμουν μόνη μου στην έρημο... Και μετά ήρθαν δύο βεδουίνοι με τρεις καμήλες. Ο ένας μου χάιδεψε το κεφάλι. Ο άλλος έμοιαζε με τον μπαμπά μου. Μου πρόσφεραν μια καραμέλα. Και μετά εμφανίστηκαν καμία εκατοστή αράπηδες. Μου έκαναν έρωτα παντού σε όλες τις στάσεις, όλοι ταυτόχρονα. Ο ένας απ' αυτούς είχε τα χαρακτηριστικά σου. Δεν ξέρω, Βρασίδα, είμαι πολύ ανήσυχη. Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Τι σημαίνουν οι τρεις καμήλες; Τι θα έλεγε ο Γιαλόμ για την περίπτωσή μου;
- Άσε τον Γιαλόμ, μωρό μου, κι έλα δω να σου ξηγήσω εγώ τ' όνειρο!

- Αχ βρε Βρασίδα, γιατί δεν μπορείς να μου ξηγήσεις κι εσύ το όνειρο, όπως κάνει ο Γιαλόμ στην πρωταγωνίστρια του «Στο Ντιβάνι»; Είναι τόσο σέξι!
- Λάι ον δε κάουτς, μπέμπι, κι έρχομαι να στο ξηγήσω το όνειρο!
- Θα μου το ξηγήσεις τόσο καλά όσο ο Γιαλόμ;
- Ο Γιαλόμ μπορεί να 'ρθει να μου κλάσει το Νίτσε. Θα στο 'ξηγήσω με τον δικό μου τρόπο!

(από Khan, 04/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλγεβρικό σύμβολο, κατά το οποίο το μι τίθεται εις τη νιοστή δύναμη. Πρόκειται απλώς για το γνωστό μας «μουνί», που έτσι έχει άλλη μια ευκαιρία να δηλωθεί γραφικά και υπαινικτικά στον επίσημο λόγο, χωρίς να ξεσηκώσει αντιδράσεις.

Έλα όμως που ξεσήκωσε! Ναι μεν ο όρος υπήρχε ανέκαθεν (από τα χρόνια των πατεράδων / παππούδων μας, ή κι απ' όταν οι Άραβες ανακάλυψαν την Άλγεβρα), όμως έγινε της μόδας από το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη, που βιογράφησε τον βίο και πολιτεία πολλών διάσημων «μι εις τη νιοστή» της Ιστορίας και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών.

Ο γελοιογράφος ΚΥΡ εφηύρε την έκφραση «το μι εις τη νιοστή σέρνει καράβι», και την παρέστησε ως εξής:

Μετά την αντίδραση στο βιβλίο του Ανδρουλάκη, το παπαδαριό κάνει πραξικόπημα και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς χριστιανοταλιμπάν, με σκοπό την απαγόρευση του άσεμνου βιβλίου. Τότε οι υποστηρικτές του μι εις τη νιοστή εγκλείονται σε καράβι, που τους οδηγεί προς τη Μακρόνησο ως τόπο εξορίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο «το μι εις τη νιοστή σέρνει καράβι».

(Εντάξει, λίγο Σεφερλή θυμίζει, αλλά τό 'πε ο πολύς ΚΥΡ, δεν φταίω εγώ!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας έκανε ένα update της παραδοσιακής έκφρασης, λέγοντας σε μια συνέντευξη ότι η απόλυτη φαντασίωσή του θα ήταν να περάσει μια ειδυλλιακή βραδιά με την γνωστή ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στην Κορώνη, ώστε να μπορεί να αναφωνήσει: «έχω Μπάρμπα στην Κορώνη»!

-Ποια είναι η μεγαλύτερη φαντασίωσή σας;
-Να έχω Μπάρμπα στην Κορώνη!

Μπάρμαν στην Κορώνη... (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified