1. Το μεγάλο κλουβί

  2. Ημιφορτηγό σε στυλ βαν

  3. Όχημα που διαθέτει κάγκελα στα παράθυρά του και χρησιμεύει για την μεταφορά κακοποιών ... ή αστυνομικών. Στην πρώτη περίπτωση τα κάγκελα είναι για να μην δραπετεύσει ο κακοποιός, στην δεύτερη για να προστατευθούν οι μπάτσοι.

  4. Το καφάσι

  1. Το κατάστημά μας διαθέτει κλούβες αναπαραγωγής, διαβίωσης, πτήσης, μεταφοράς σε ό,τι τιμές και μεγέθη θέλετε.

  2. από αγγελία
    Πωλείται Ford Transit κλούβα με ανοιγόμενες πόρτες (€ 6.000,00)

  3. Επίθεση σε κλούβα των ΜΑΤ Νεαροί πέταξαν μολότοφ σε κλούβα των ΜΑΤ
    Ομάδα κουκουλοφόρων κινήθηκε στη 1:00 μετά τα μεσάνυχτα εναντίον κλούβας των ΜΑΤ που βρίσκονταν στην οδό Αγγελάκη στη Θεσσαλονίκη. από δελτίο του ΣΚΑΪ

  4. - Και πώς θα τα κουβαλήσουμε όλ' αυτά ρε μάνα στην Αθήνα;
    - Μα θα σας τα βάλω εγώ παιδάκι μου σε δύο κλούβες, μην έχεις έγνοια για τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονδέρνα παραλλαγή του «Άει γαμήσου». Από τη στιγμή που έγινε κατανοητό πως το τελευταίο δεν αποτελεί κατάρα αλλά ευχή, τα πράγματα άλλαξαν και η βρισιά βρήκε το ανανεωμένο της πρόσωπο. Ειδικά όταν το άτομο προς το οποίο απευθύνεται είναι καμιά παρτόλα ή πράγματι αγάμητη, βδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες.

Μπα που να μείνεις αγάμητη μωρή κακόγλωσση, τι θες και μιλάς και τα γκαντεμιάζεις όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή /-ός που δεν κουνάει το δαχτυλάκι της /του για τίποτε στον κόσμο, τα περιμένει όλα έτοιμα και με κάθε τρόπο προσπαθεί να έρθουν όλα εύκολα στη ζωή.

Από το ρήμα βολεύομαι.

Η λέξη δηλώνει μάλλον την συμπάθειά μας παρά την πλήρη αποδοκιμασία μας προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

– Την χαίρομαι την Στέλλα, έχει φτύσει αίμα στη ζωή της για να βρεθεί εκεί όπου είναι...
– Καααλά! δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Μεγαλύτερη βολεψού απ' αυτήν δεν υπάρχει, που ζεις;...
– Για πε, για πε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εντάξει, αυτός που τον έχει μεγάλο.

Δείτε όμως και τι άλλες ερμηνείες δίνει ένα παλιό λεξικό (Δημητράκου, 1959). Αντιγράφω:

  1. Άνθρωπος αντοχής

  2. Γενναιόκαρδος

  1. Μαλάκα, τερμάτισες τον Μαραθώνιο;! Είσαι και γαμώ τους πουτσαράδες!

  2. Το μόνο σίγουρο που έχω να πω για τον καλό μου είναι ότι είναι μεγάλος πουτσαράς.

Ριχάρδος ο Πουτσαρόκαρδος (από Khan, 07/05/10)

Δες και -άρας, -αράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό bonjour (καλημέρα, «μπονζούρ») με άθλια ελληνική προφορά, έτσι, για να πλάκα. Κατά σύμπτωση παραπέμπει στο παντζούρι που ανοίγουμε το πρωί μόλις σηκωθούμε.

Μπαντζούρ! τι μου κάνετε; Όλα καβλά;

Banjo-ur! (από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επίρρημα: α. Στην έκφραση «παίζω μονότερμα»: σε παιχνίδι με μπάλλα (πχ ποδόσφαιρο) η αντίπαλη ομάδα ήταν καθόλη τη διάρκεια του αγώνα στην περιοχή της δικής μας, κοντά στο δικό μας τέρμα δηλαδή, άσχετα αν έβαλε δεν έβαλε γκολ τελικά. Ήμασταν δηλαδή διαρκώς στην άμυνα και ποτέ στην επίθεση και όλο το παιχνίδι παίχτηκε δίπλα σε ένα μόνο τέρμα.

β. Στην έκφραση «παίρνω κάποιον μονότερμα», η οποία προέκυψε από την παραπάνω: μιλάω ακατάπαυστα και δεν αφήνω τον συνομιλητή μου να αρθρώσει κουβέντα, κοινώς του τα πρήζω.

  1. Ουσιαστικό:
    α. η πίεση που ασκεί η μία πλευρά πριν καλά-καλά προλάβει η άλλη να αντιδράσει.

β. στο σεξ: η συνεύρεση με έναν μόνο παρτενέρ, δηλ το σεξ για δύο και όχι παρτούζα. Επίσης: το μονοπώλιο στην απόλαυση, πχ μόνο τσιμπούκι ή μόνο γλειφομούνι.

1.α.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το συγκλονιστικό μονότερμα απέναντι στη Λα Κορούνια στη Καλογρέζα επί Κυράστα (το Νοέμβρη του 1999) που δεν επιβραβεύτηκε ούτε καν με νίκη, μιας και μας ισοφάρισε ο Μακάι στο τέλος (1-1) στη μοναδική επίθεση της πιο φορμαρισμένης ευρωπαϊκής ομάδας, εκείνη την εποχή; (από ιστιοσελίδα)

1.β.
Και εμεις εχουμε δικαιωματα φιλε...αλλα δεν παιρνουμε συνεχεια μονοτερμα τους moderators...αμα δεν μας αρεσει κατι, απλα σηκωνομαστε και φευγουμε.
(από φόρουμ)

2.α.
Τουρκικό μονότερμα στο Αιγαίο με παραβιάσεις
Στο γήπεδο ισοπαλία, στο Αιγαίο, Ελλάδα-Τουρκία 0-35. Η «μάχη» συνεχίζεται σχεδόν καθημερινά την τελευταία εβδομάδα και αφού αποχώρησαν από τον ελληνικό εναέριο χώρο τα ΝΑΤΟϊκά ιπτάμενα ραντάρ που περιπολούσαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. («Ελευθεροτυπία»)

2.β.
Μονο Για Σεχ Απο Θεσσαλονικη Για Μονοτερμα Η Διπλο
επικοινωνήστε με τον καταχωρητή
ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΚΟΠΕΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ.ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ Η ΜΕ ΠΑΡΕΑ.ΜΟΝΟ ΕΜΦΑΝΙΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΑΡΕΣ.
(από το διαδίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η στάση ζωής του σνομπ
  2. Το σινάφι των σνομπ.
  3. Ο ίδιος ο σνομπ. Συνώνυμο: «σνομπάκιας».

Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.

  1. Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!

  2. Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.

  3. Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ζωηρούλης, ο κουνιστούλης, ο ψιλογκέι, ο στρέι. Έχει συνήθως κάτι το χαριτωμένο, είναι πχ συμπαθής η παρουσία του στις γιαγιές που τον κάνουν κέφι και γελάνε λες και δεν ξέρουν πόσ' απίδια βάζει ο κώλος του.

  2. πεταχτούλα: κατ' ευφημισμόν η τσουλίδου.

  1. Είχα καιρό να δω τον Νάσο... λίγο πεταχτούλης μου φάνηκε, όχι;;

  2. Αυτή την πωστηναλένε να μην την ξαναφέρεις. Πολύ πεταχτούλα είναι και δεν θα τα πάμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. ταχτοποιώ, οργανώνω, κττ
  2. γαμάω
  3. σκοτώνω
  4. στην προστακτική: απειλώ (χαριτολογώντας ή στα σοβαρά)
  1. α. Τα κανόνισα όλα μια χαρά. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
    β. Κανονίστε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά...

  2. Έμαθα την κανόνισες χθες την Σούλα, ε; Για πε, για πε...

  3. Τι κάνει ρε συ ο Μπάμπης, αυτό το λαμόγιο; Ζει ακόμα ή τον κανόνισε κανείς;

  4. Καλά, κανόνισε να της τα πεις όλα και θα γίνει μαδομούνι εδώ μέσα, μόνο αυτό σου λέω...

για το 2 βλ. και σουλουπώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως συμπλήρωμα του λήμματος πούτσος:

  1. αντικείμενα ευτελή, μπανάλ, που μας είναι τελείως αδιάφορα, κττ.
  2. μαλακίες, αηδίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, παπαριές, αρλούμπες

Υποκοριστικό: πουτσίδια.

  1. - Ρε πστ!, καλή χρυσή η θεία Ευδοκία, αλλά όποτε έχω γενέθλια, μου χαρίζει κάτι πούτσες... άσε που δεν μπορώ να τα ξεφορτώνομαι γιατί όποτε έρχεται επίσκεψη ζητάει να τα δει...

  2. - Τα έμαθες; σπουδαία τα νέα της Ελένης!
    - Καλά, πούτσες τώρα, κόψε κάτι... μην τα πιστεύεις όλα και συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified