Κάτι πήγε στραβά.

Άβυσσος η ψυχή της γλώσσας. Αφού σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι, γιατί τότε όταν παιχτεί μαλακία ισούται με αποτυχία, ζημιά, γκάφα, κλπκλπ;

Η απάντηση είναι μάλλον ότι η λέξη μαλακία (και τα παράγωγά της) είναι πασπαντού.

Λέγεται και σκέτο: «Μαλακίααα...»

  1. - Ω ρε πούστη...
    - Τι έγινε;
    - Μαλακία... Σήμερα γιόρταζε η αφεντικίνα μου και ξέχασα να της ευχηθώ...
    - Καλά, μη σκας, ακόμα μεσημέρι είναι.

  2. (στο τηλέφωνο)
    - Έλα, τι γίνεται;
    - Σόρι ρε συ, δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, έχει παιχτεί μια μαλακία στη δουλειά και είμαι σε σύσκεψη...
    - Οκ, τα λέμε.

Όπως λjένε και οι Ελληνοαμερικλάνοι, "σωμ θυρών" (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Very très bien.

Ανύπαρκτος συνδυασμός του αγγλικού very με την γαλλική έκφραση très bien (πολύ καλά).

Υπερβολή και σαχλαμάρα του τύπου έξτρα πρίμα γκουντ, καταπληκτιquement, κλπ.

Σημαίνει «λίαν καλώς» ένα πράμα.

Άμα θες να δείξεις ότι τό' χεις το γαλλικό, πετάς από δίπλα κι ένα «μον αμί» (φίλε μου) ή «μον αμούρ» (αγάπη) και γίνεται «βέρυ τρε μπιέν μον αμί / μον αμούρ».

- Επιτέλους, τα κατάφερα με τους γονείς. Τώρα μπορούμε να ξενυχτίσουμε όσο θέλουμε!
- Βέρυ τρε μπιέν!!! Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση αυτή καταφεύγουμε όταν δεν μπορούμε να συλλάβουμε με ακρίβεια το συναίσθημα που μας προκαλεί μια κατάσταση ή ένας άνθρωπος, καθώς και όταν δεν τολμάμε να το εκφράσουμε απόλυτα γιατί νομίζουμε ότι θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες.

  1. - Τι μαλακία ταινία πήγαμε και είδαμε ρε πστ...
    - Νταξ μωρέ...
    - Τι, σου άρεσε;!
    - Όχι ακριβώς, αλλά κάτι μού 'κανε, δεν ξέρω...

  2. Ρε συ το ξέρω ότι ο Στέλιος δεν βλέπεται, αλλά κάτι μου κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελείωσε, πάει, ξέχασέ το, δεν ισχύει πια. Τελεσίδικο γαρ.

(σχόλιο: την λέξη αυτή τολμάμε να την πούμε εν προκειμένω, πρώτον για να δώσουμε μια μακάβρια και μη αναστρέψιμη διάσταση στο εν λόγω γεγονός και, βου, επειδή αφορά κατάσταση και όχι άνθρωπο. Γιατί ως γνωστόν, όταν έχει πεθάνει κάποιος άνθρωπος, η κορεκτίλα επιβάλλει να λέμε: έφυγε, τελείωσε, κοιμήθηκε, ή το πιο πρόσφατο χιτάκι, παρμένο από την ιατρική ζαργκόν: «Κατέληξε». Άμα πεις «πέθανε», θα σου πεθάνει και αυτός που το ακούει. Λες και είναι χειρότερο από βρισιά προς τον νεκρό.... Εντούτοις, ακόμα την μεταφορική αυτή σλανγκοέκφραση, κάποιοι την θεωρούν τού ματς)

  1. - Ο Τάκης και η Κάτια τι κάνουν;
    - Πάει, πέθανε αυτό. Έχουν χωρίσει εδώ και ένα χρόνο.

  2. - Τελικά πού καταλήξατε με το πρότζεκτ;
    - Πουθενά, πέθανε αυτό, δεν ενδιέφερε κανέναν. Πάμε γι' άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Κανονικά η λέξη μπρισίμι ή μπιρσίμι και μπρεσίμι ή μπερσίμι, σημαίνει το μεταξόνημα, βλ. εδώ.

Από την τουρκική λέξη İbrişim = μεταξωτό νήμα / μεταξωτός.

Την έχω όμως ακούσει από κάποιους παλιούς με την έννοια κελεπούρι, μπίνγκο, εύρημα. Η πλάκα είναι που το ευρίσκω ή το βρίσκω φέρουν πράγματι κάποια ομοιότητα με το μπρεσ- ή μπρισ-.

Αν όντως σχετίζονται ή αν από παρανόηση η λέξη μπρισίμι/μεταξόνημα χρησιμοποιήθηκε ως μπρισίμι/κελεπούρι, το αγνοώ και βασίζομαι στην συμπλήρωση του ορισμού από όποιον χρήστη γνωρίζει καλύτερα. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα παρά την πρώτη έννοια (παρ. 1, 2, 3).

  1. σαΐτα γοργοφτέρουγη κι υφάδι από μπρεσίμι το λόγο μας υφαίνετε και γίνεται ιστορία και παραμύθι αρχινάει στην πρώτη ευκαιρία
    wwww.stixoi.info

  2. Ο Χρήστος μετέβη εις Γαλλίαν και αγόρασε διάφορα εμπορεύματα, ιδίως μαλλιά χειροπλεκτικής σε κουβάρι μάρκας ΒΟΝΝΕ ΜΑΜΜΑΝ. Επίσης αγόρασε μίαν μασουρίστραν χειροκίνητον διά το μάζεμα σε μικρά μασουράκια της ζωικής μετάξης ραψίματος του λεγόμενου μπρισίμι και του κορδονέτου. από εδώ

  3. Πήγανε και τον βρήκανε στην κλίνη και κοιμάτον.
    Ήταν γυμνός, ξυπόλυτος του ύπνου μαραμένος.
    Eβάλανε στην πλάτην του του μύλου το λιθάρι
    εδέσανε τα χέρια του τρεις δίπλες το αλυσίδι.
    Eδέσανε τα μάτια του τρεις δίπλες το μπρισίμι.
    από εδώ

  4. Θα τεστάρουμε πρώτα για κανα μήνα την καινούργια στη δουλειά, να δούμε αν πρόκειται για πατάτα ή για κανα μπρεσίμι.

Τάσος Μπιρσίμ, ο και μάγος λεγόμενος, το κελεπούρι για τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Αντρέ Παπαντρέ. (από johnblack, 01/12/09)

Σχετικά: φιλέτο, one-off.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα της οποίας η μουνοσχισμή ξεκινά κάπως πιο ψηλά από το συνηθισμένο και δίνει την εντύπωση ότι και το μοϋνί της είναι κει πάνω. Πιθανόν και να είναι και έτσι, δηλαδή ανατομικά να το έχει κάπως πιο μπροστά. Σε αυτό θα μας απαντήσουν οι έμπειροι του σάιτ.

Επίσης είναι η γυναίκα που προτάσσει το μουνί της σαν όπλο για να προχωρήσει στη ζωή. Εναλλακτικά, μπροστομούνα = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα.

  1. - Ρε παιδιά, να σας πω κάτι που δεν θα έπρεπε... Καλό γκομενάκι η Στέλλα, αλλά πολύ μπροστομούνα, το ψάχνω και δεν το βρίσκω...
    - Χέσε ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι...

  2. - Είδες η κόρη της κυρίας Αντωνίας; Μια χαρά στο δημοτικό συμβούλιο είναι τώρα. Αυτά να βλέπεις...
    - Άσε με ρε μάνα με τη μπροστομούνα τώρα...

(από Vrastaman, 02/12/09)Για το λόγου το αληθές… (από panos1962, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική λέξη για τους γονείς. Το λέμε όμως και χαριτολογώντας.

  1. - Λοιπόν, απόψε πάρτυ! Έφυγαν τα γονικά ταξίδι και το σπίτι είναι ελεύθερο!

  2. - Καλά, τα γονικά σου έχουν πολύ πλάκα, γαμώ τα ζευγάρια είναι, πολύ τους πάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουλώνω ή το βουλώνω: βγάζω τον σκασμό, βουλώνω / κλείνω το στόμα μου, δεν μιλάω, δεν βγάζω άχνα, τσιμουδιά, δεν λέω κιχ.

Παραλλαγαί: βούλω το, βούλωσ' το στόμα σου, βρωμάει πουτσίλα

  1. (τρεις το πρωί, καλοκαιρινές διακοπές σε νοικιαζόμενα, ένας γείτονας φωνάζει στους διπλανούς:)
    - Βουλώστε ρεεε! Θα φωνάξω την αστυνομία!

  2. - Βούλωσέ το ρε πούστη μου επιτέλους, μιλάω!

φερμουάρ ρε! (από nick, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλτατοι συσσλανγκισταί,

Είναι μήνες που έχω στο πρόχειρό μου προς επεξεργασία, εμπλουτισμό κλπ κάποια λήμματα, όλα παρμένα από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006,
άρθρο Μαρίας Μαρκουλή.

Αποφάσισα ότι δεν έχω καμία έμπνευση ή περαιτέρω γνώσεις να τα επεξεργαστώ. Ούτε και έχει νόημα να τα αντιγράψω απλά, όπως έκανα με κανα δυο άλλα από τη λίστα αυτή (δεν τα θυμάμαι τώρα). Επίσης δεν χωράει να τοποθετήσω όλο αυτό το κατεβατό στο ΔΠ.

Σκέφτηκα λοιπόν να τα χώσω όλα μαζεμένα εδώ ώστε, όποιος θέλει, να τσιμπήσει ό,τι θέλει, να το δουλέψει και να το αναρτήσει ως αυτόνομο λήμμα, αναφέροντας πάντα την δημοσιογράφο ως πηγή.

Αν περάσει κανα μηνάκι και ουδείς έχει ενδιαφερθεί, τότε θα τα κοπιάρω απλά ένα-ένα και θα τα αναρτήσω ξεχωριστά.

Τα παραθέτω ως εκ τούτου στο Παράδειγμα. Πιθανόν κάποια να τα έχουμε ήδη ή κάποια να μην ευσταθούν και τόσο.

Όποιος διαλέξει κάποιο, ας το δηλώσει στα Σχόλια ώστε να ξέρουμε ότι το λήμμα είναι υπό επεξεργασία.

Α, και δεν βαθμολογείτε εδώ, εννοείται.

Σαμπλάρω. Από το σαμπλ - δείγμα. Παίρνω κομματάκια από άλλες μουσικές και τα προσθέτω στο καινούργιο μουσικό κομμάτι που δουλεύω. Π.χ.: Ωραία ιδέα είχε η Μαντόνα να σαμπλάρει Abba, ε;

Μιξάρω. Ανακατεύω τα μουσικά συστατικά ενός κομματιού. Για να τα βάλω σε τάξη ή σε αταξία. Να φτιάξω από αυτά καινούργιο κομμάτι ή ριμίξ. Π.χ.: ωραίο των U2; Και πού να το ακούσεις σε ριμίξ του Όκενφολντ!

Βαράω. Παίζω (ως ντιτζέι) δυνατά ή απλώς παίζω μουσικές ως ντιτζέι. Π.χ. Ο Βαρέλα βάραγε πολύ. Τι να σου πω; - εγώ έφυγα, αλλά μου είπαν ότι βάραγε ώς το πρωί.

Κατεβάζω. Όχι από κάπου ψηλά, αλλά από κάπου εκεί έξω. Από τη μεγάλη ανοιχτή αγορά του Ίντερνετ μπορείς να «αγοράσεις» κομμάτια και να τα ακούς στον υπολογιστήι, στο i-pod, στο CD-player. Παράδειγμα: Κατέβασα System Of Α Down χθες βράδυ. Καμία σχέση με το: σας παρακαλώ μού κατεβάζετε εκείνο το βινύλιο από το πάνω ράφι;

Ψήνω (αλλά και... κόβω). Αντιγράφω. Από ένα CD στον υπολογιστή και από εκεί όπου με βολεύει. Παράδειγμα: να σου ψήσω Depeche Mode; Κόψε μου και μένα μία Μαντόνα. Και η μουσική μια μεγάλη κουζίνα είναι.

Ραπάρω. Απαγγέλλω σαν ράπερ, χωρίζοντας τις συλλαβές πάνω στον ρυθμό. Παράδειγμα: μη μου πεις ότι ραπάρει και ο Μαζωνάκης; Εμ τι;

Ουσιαστικά

Εμ Σι (MC), ο. Από το Master (of) Ceremony. Αρχικά εκείνος που ενώ έπαιζε ο ντιτζέι (ή οι μουσικοί) έπαιρνε το μικρόφωνο και χαιρετούσε κόσμο ή παρακινούσε το κοινό να διασκεδάσει και τις κοπέλες να χορέψουν. Μετά πήρε όλο το παιχνίδι επάνω του. Και όλα λόγια και όλα τα κορίτσια.

Λάπτοπ, το. Ο φορητός υπολογιστής ως μουσικό όργανο, στο στούντιο, αλλά και στις συναυλίες. Παράδειγμα. Στην κιθάρα ο Τζόνι Κρεμίδης, στα ντραμς η Μαίρη Αλατίδου και στα λάπτοπ ο Μίστερ Πέπερ (χειροκρότημα).

Μαύρο, το. Συνήθως σε πληθυντικό - μαύρα. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιτζέι. Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b. Π.χ.: τι ακούς; αυτόν τον καιρό πολλά μαύρα.

Μαύρος, ο. Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Παράδειγμα: μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο (άνευ ρατσιστικής χροιάς).

Μιξτέιπ (mixtapes), οι. Κάποτε κασέτες με κομμάτια ραπ σπάνια ή ακυκλοφόρητα. Σήμερα έχουν φανατικό κοινό και τρελές πωλήσεις. «Αν κάνεις σουξέ σε μιξτέιπ (λέει ο Σνουπ Ντογκ) σημαίνει πως σκοράρεις στα κλαμπ!».

Σούστα, η. Ούτε κρητική ούτε ποντιακή ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ. Π.χ. Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Φράσεις-κλειδιά

Πανικός στην έξοδο: Όταν ο dj αδειάζει το κλαμπ. Παράδειγμα: Πώς έπαιξε; Τι να σου πω, πανικός στην έξοδο.

Απόψε παίζει μακαρονάδες: Παίζει (ο τζόκεϊ) χάουζ με πολλά φωνητικά και γλυκά, μελωδικά, ρυθμικά κομμάτια.

Χθες, πάντως, έπαιζε παπάδες: Έπαιζε πάρα πολύ καλά (και όχι εκκλησιαστικά τροπάρια).

βλ. και άπενος, σιδηρόδρομος, πληκτράς, ξυλοκόπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το γνωστό επιφώνημα χαράς και πανηγυρισμού, είναι και το χαζοχαρούμενο άτομο, που χοροπηδάει με το κάθε τι, λες και η ζωή είναι κάτι το μόνο ευχάριστο.

Λέγεται και για καταστάσεις που και καλά είναι πολύ ανεβαστικές.

  1. - Γνώρισα χθες ένα παστάκι άλλο πράμα, αλλά πολύ γιούπι ρε φίλε, ό,τι και να της λέω γελάει, ξεκαρδίζεται, πηδάει στην αγκαλιά μου, ακόμα κι όταν είμαι σοβαρός θέλει λέει να με κάνει να διασκεδάζω.
    - Εεμ, πού έμπλεξε το κορίτσι με έναν ξινίχλα σαν και σένα...

  2. - Έεεεεεεεελα, πάμε στο πάρτυυυυυυυυυ!
    - Δεν πάω εγώ σε τέτοιες γιούπι φάσεις, ξέχασέ το.

Λ.χ. από Κηλαηδόνη (δεν βρήκα κάτι άλλο) (από Khan, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified