1. Στην επαγγελματική αργκό των οπτικοακουστικών σημαίνει φιλμάρω ό,τι νά 'ναι, είτε διότι δεν ξέρω τι μου γίνεται ή γιατί κάνω μια ξεπετοδουλειά και το αποτέλεσμα είναο ανούσια πλάνα, κακοτραβγημένα, κακοφωτισμένα, τα ίδια και τα γίδια, που ούτε ο πιο αδιάφορος τουρίστας δεν θα τράβαγε ποτέ.

  2. Λέγεται και για τους αρσενικούς γάτους που αμολάνε αυτό το ζουμί που προσελκύει τις θηλυκές, μαρκάρει την περιοχή τους και βρωμάει τρελά. Στο πιο κορεκτίλα λέγεται «κάνω σπρέι».

  1. ο βαριεστημένος σκηνοθέτης στον καμεραμανατζή:
    - Χρειαζόμαστε και πέντε-έξι πλάνα από Πλάκα. Πήγαινε να ψεκάσεις λίγο προς Αναφιώτικα μεριά και βλέπουμε αν χρειαστούμε τίποτ' άλλο.

  2. - Γιατί πέταξες το στρώμα σου;
    - Μου το ψέκασε ο Μήτσος και δεν καθαρίζει με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «απρεπής» πράξη στο φαγητό.

Βλ. και γουρουνιάζω.

- Να κάνω μια γουρουνιά;
- Και δεν κάνεις; Σπίτι σου είσαι.
(και πίνει όλο το ζουμί κατευθείαν από το μπωλ)
- Αυτό ήταν; Σιγά!

Got a better definition? Add it!

Published

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ακόμα πιο μπάχαλο.

Φοβάμαι ότι ο Καντάφης θα μας ανοίξει μεγάλες δουλειές και θα γίνει μέγα χάμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπερδεύομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπεκρούλιακας, η μπέκρα, όχι απλώς αυτός που πίνει ξίδια φού και φού, αλλά ο αλκοολικός με τη στάμπα, που πίνει, ό,τι.

  1. Αυτός είναι ξιδάκιας ρε, έρχεται σε οργασμό και με οξυζενέ.

  2. Eνας άλλος που θ'ασχολιότανε τώρα, θα έπρεπε να γράψει και για τη συμπεριφορά όσων πίνουν με βάση τα ποτά. Aλλιώς είναι ο ουισκάκιας, αλλιώς ο ξιδάκιας, αλλιώς αυτός που πίνει ούζα.

  3. Ωραίος τύπος! Μοναδικός στη φάση του, ξιδάκιας τρελός φίλε. Μπράβο του.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, παραδοσιακά, ευχόμαστε «Καλό χειμώνα», το κάνουμε με το που θα τελειώσουν οι καλοκαιρινές διακοπές, και εννοούμε «καλή ακαδημαϊκή / σχολική / εργασιακή χρονιά», δηλ. να πάει καλά ο εφιάλτης (ή η απλή πλήξη) που ξεκινά από Σεπτέμβριο.

Επειδή όμως, όπως λέει και ο νονός του λημμάτου Jonas, είναι γελοία ευχή σε μια χώρα που μέχρι και τον Νοέμβριο έχουμε πια 30 βαθμούς, τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να ακούμε διάφορες διορθωτικές εκφράσεις (βλ. παραδείγματα). Ντε και καλά πρέπει να πούμε κάτι δηλαδή.

  1. - Καλό χειμώνα!
    - Ε όχι και χειμώνας από τώρα!
    - Ε, καλό φθινόπωρο, τότε!
    - Αυτό, ναι. Ματς!
    - Μουτς!

  2. - Τώρα τι να πώ, καλό χειμώνα; Δε λέει, ακόμα καλοκαίρι είναι!
    - Ε, πες καλή επάνοδο!
    - Ματς!
    - Μουτς!

  3. Δε σου λέω καλό καλό χειμώνα, θα πω καλό υπόλοιπο καλοκαίρι!

βλ. και καλοχειμωνάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σφυρίζω:
    α. αδιάφορα
    β. μάγκικα
    γ. ανυπόμονα
    δ. με υπονοούμενο.

  2. Το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι περί ανέμων και υδάτων.

  3. Το χαζοχαρούμενο άτομο ή αυτός που κάνει τον γερμανό ή ο άκυρος, ο απάλευτος.

  4. Ο επιπόλαιος, ο ό,τι νά 'ναι.

  5. Συνώνυμο του χελόου!, του κουκουρούκου κλπ.

  6. Οι υπεκφυγές και οι δικαιολογίες.

  7. Συνώνυμο του και ταλιμπάν, και τα ρέστα παγωτά.

Παμπάλαια έκφραση, μιας και υπήρξε επιθεώρηση του 1925 (Αντώνης Βώττης και Γρηγόρης Κωνσταντινίδης) με αυτόν τον τίτλο (ο Χότζας θα το θυμάται), βλ. εδώ.

Βλ. και φιρουλί φιρουλό, το οποίο προήλθε από το φιρουλί φιρουλά, κι έτσι απαντάμε και στην απορία του γράφοντα.

  1. α. απαξιώ να δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση !!! φιρουλί φιρουλά (<--- αδιάφορο σφύριγμα αλά ντόναλντ ντακ !!!) (από το νέτι)
    β. Ένα χαμίνι άρχιζε να σφυρίζει:
    φιρουλί φιρουλά έχασες την ευκαιρία κυρά,
    φιρουλί φιρουλό δεν μπορείς να βρεί γαμπρό,
    φιρουλί φιρουλέ πού’ναι η προίκα σου καλέ,
    φιρουλό φιρουλί τα ξόδεψες σε πατσουλί,
    φιρουλί φιρουλάκι δώσε πίσω το τζιπάκι,
    φιρουλί φιρουλάκι θα είσαι ένα ζητιανάκι,
    φιρουλί φιρουλί πάνε όλοι οι γαμπροί…
    (από το νέτι)
    γ. Γιατί το ξενοδοχείο έχει έναν όροφο που έχει μετατρέψει σε σαλόνι και έχει δωρεάν καφέδες. Και ποτά. Και snack. Ούτε ένας στο μηχάνημα του καφέ, υπέροχα. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Επ! Επ! Ινδός με αθλητικό τρεξίματος, jean και ΜΑΥΡΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΓΟΥΝΑ ΓΙΑ ΠΑΛΤΟ απλώνει το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, τεντώνει το μουστάκι ταβανόβουρτσα και ρωτάει πόσο κάνει το κρασί. (Δεύτερος expresso στην ίδια κούπα, η εμπειρία του Ινδού δεν γίνεται να χαθεί. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Είμαι ένας αθώος τουρίστας, φιρουλί φιρουλά, περιμένω τον expresso μου, φιρουλί φιρουλά, φιρουλί φιρουλά).
    (από το νέτι)

  2. - Πώς πήγε το συνέδριο;
    - Όλο φιρουλί φιρουλά και τελικά τίποτα. Μια από τα γίδια.

  3. είσαι στη δουλειά...χτυπάει το τηλέφωνο και σε φωνάζει ο προιστάμενος....πάς και σου λέει ότι να από δω η μαίρη..η κοπέλα που θα σε αντικαταστήσει....δείξτης μερικά πράγματα....οκ την παίρνεις και της δείχνεις δύο μέρες και αυτή είναι φιρουλί φιρουλα...τέρμα άχρηστη....και μαθαίνεις ότι την παίρνει κι ο προιστάμενος...τα παίρνεις και της την λές με τον γυναικείο τρόπο σου και αυτή βάζει λόγια σ αυτόν κι αυτός σε πιέζει με διάφουρος τρόπους εργασιακά κι αυτή φιρουλί φιρουλά κι εσύ κόλαση και ειρωνία....η ερώτηση θάρρους είναι τί θα του έκανες τις επόμενες 5 μέρες...;;;
    (από το νέτι)

  4. Η «φιρουλί-φιρουλά» ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ περί της τήρησης του δημοσιογραφικού απορρήτου, δεν αποτελεί και άποψη ΟΛΩΝ των δημοσιογράφων
    (από το νέτι)

  5. Τραλαρό, τραλαρί… :)
    Όπως και να το κάνουμε πάντα κάνει καλό να ακούμε εγκώμια για το πρόσωπό μας, πόσο μάλλον όταν αυτά γίνονται στο χώρο της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;
    Φιρουλί, φιρουλά… :)
    Καλό Σαββατοκύριακο…

  6. Και μη μου λες παπαριές και φιρουλί φιρουλά, περιμένω μια σοβαρή απάντηση και θα την έχω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη βιάζεσαι τόσο, μην προσπαθείς τόσο, κοτάρα, θα σου σκιστεί το καλτσόν...

Μας το λένε όταν προσποιούμαστε ότι προσπαθούμε μια δουλειά επιμόνως χωρίς να τα καταφέρνουμε, επειδή κατά βάθος και κατά πλάτος αντικειμενικός μας στόχος είναι να κάνει κάποιος άλλος την αγγαρεία για λογαριασμό μας.

Το καλτσόν, που σκίζεται (βγάζει πόντους) με το τίποτε (το ακριβό, εννοείται, γιατί τα άλλα με τα 4837986 ντενιέ δεν χαμπαριάζουν ούτε από καύτρα) συμβολίζει εδώ το λεπτεπίλεπτον του ατόμου που καταπιάνεται με μια βαριά προσπάθεια που «δεν του αξίζει».

Είναι όμως και υπονοούμενο της παρθενιάς. Σα να λέμε σιγά που παιδεύεσαι τόσο λες και πρόκειται να σπάσεις την παρθενιά σου.

Βλ. και σκίζω καλτσόν για περαιτέρω σημασίες και σχόλια.

  1. - Σταδιάλα, μου' χει βγήκε η παναγία να ξεβιδώσω αυτό το γαμίδι, να, κάλο έβγαλα στο χέρι κι ακόμα τίποτα, &#^%&*##@!
    - Καλά, καλά, μη σκίσεις και κανα καλτσόν.. Φέρ 'το να το κάνω γω να τελειώνουμε.

  2. - Α δεν μπορώ να το κάνω...
    - Γιατί, μη σου σκιστεί κανα καλτσόν; Άντε πιάσ' τον κασμά και σκάβε, εσύ ήθελες να θάψουμε τον Μανόλη στον κήπο μας για να μην πληρώνεις νεκροταφείο σκύλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... αντί να κλάψω εγώ.

Τουτέστιν δεν με συγκίνησε καθόλου μα καθόλου αυτό που μου είπαν μόλις, άρα σιγά και μην κλάψω, θα το κάνει κάποιος άλλος για μένα, ποιος, ο υπάκουος σκύλος μου.

Αν δεν υπάρχει σκύλος, λέμε ό,τι ζώο υπάρχει. Αν δεν υπάρχει κανένα ζώο, λέμε πάλι «σκύλος».

Παλιό.

Ανάποδα: βάλε τη γαργαλιέρα στο (χ).

- Τά 'μαθες; Ένας διάσημος, λέει, τραγουδιστής ξυλοκόπησε τη γυναίκα του, τρομερό;
- Μισό να βάλω τον σκύλο μου να κλάψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified