Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσα-ίσα, απαλά και χωρίς να το παίρνει κανείς χαμπάρι.

Η γάτα είναι ελαφρύ και ευέλικτο ζώο που προσέχει πολύ (όσο γίνεται, βέβαια) πού και πώς βαδίζει, με αποτέλεσμα να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή.

Αντίθετο: όσο πατάει ο ελέφαντας.

  1. Εσύ από μόνη σου δεν πρέπει να θέλεις να είσαι κομμάτι μιας σχέσης με κάποιον που σε αγαπά και σε εκτιμά όσο πατάει η γάτα.

  2. Η Ομοιοπαθητική επεμβαίνει στον οργανισμό «όσο πατάει η γάτα» Η θεραπευτική αγωγή δεν έχει «καμμία» βλαβερή συνέπεια Ή θεραπεύεσαι ή όχι, χωρίς παρενέργειες.

(αμφότερα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.

Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.

Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.

Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.

  1. Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.

  2. Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αλλοίθωρος, στο κρητικό ιδίωμα. Από την σκλόπα, κουκουβάγια κρητιστί.

Προσώπικλυ θα έλεγα ότι είναι ο εξώφθαλμος, αλλά κρητικοί είναι αυτοί, έτσι θέλουν.

Ο χαρακτηρισμός πιθανόν να έχει τις ρίζες του στα της θεάς Αθηνάς (Γλαυκώπις), όχι βέβαια ότι η θεά ήταν αλλοίθωρη, προς θεού!, αλλά γλαυξ = κουκουβάγια, ως γνωστόν.

- Και ποιαν πήρε;
- Εκείνη τη σκλοπομάτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Φρέσκια εκδοχή του «σωστό;», «ωραίο;», «βρίσκεις;», «γαμώ;», «καλό;» κλπ. Μαγκολούγκρικο.

Και στο αρσενικό όλ' αυτά -όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας, άσχετα αν είμαστε είτε άντρας είτε γυναίκα.

Στο ίδιο στυλ αλλά με άλλη σημασία: νομίζω;, τυχαίο;

  1. Έλεγα να καλέσουμε και την Ελενίτσα στο πάρτυ. Άρτιο;

  2. Λέω να βάλω ένα κόκκινο βαφτιστικό από πάνω για να δείχνω πιο κυριλέ. Άρτιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ντρόγκα που σνιφάρεται, που παίρνεται δηλαδή με μυτιά. Κυρίως κοκό, αλλά και ζουζού.

Παράγωγο: ο σνιφάκιας.

  1. Σνιφακια ειναι αυτο που νομιζω;
    Αν αυτό που νομίζεις είναι μια γραμμή
    κειμένου
    τότε ναι, αυτό που νομίζεις είναι.

  2. Είχαμε 2 σακούλες χόρτο, 75 κομμάτια μεσκαλίνη, 5 καρτέλες με τριπάκια, μια αλατιέρα μισογεμάτη με κοκαΐνη και μια πολύχρωμη πλήρη συλλογή διεγερτικών, ηρεμιστικών, γελαστικών, ουρλιαχτικών.... Επίσης, ένα πεντάλιτρο τεκίλα, ένα πεντάλιτρο ρούμι, ένα καφάσι μπύρες, μια μπουκάλα αιθέρα και δυο ντουζίνες σνιφάκια.

από το δίχτυ ούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:

Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)

Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).

Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.

====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:

Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)

(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)

Σόι σόπι συνξυλές.

  1. ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
    Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.

  2. Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
    Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.

(αμφότερα από το νέτι)

  1. Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
    - Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.

  2. - Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
    - Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.

  3. Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.

  4. «Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.

Δεν άντεχα να μην το ανεβάσω (από Khan, 28/03/11)Η γάτα, 1:17->Τώρα έγινε από σόϊ και τα ψάρια δεν τα τρωει (από GATZMAN, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηγαίνω στον γιατρό ή για να κάνω αναλύσεις, τσεκαπ κττ. Κοιτάω να δω δηλαδή την κατάσταση της υγείας μου.

- Ρε μαλάκα, τέσσερις φορές μέσα στο μήνα έκανες πυρετό, πάψε να παίρνεις αντιβιώσεις σα μαλάκας επειδή σου το είπε η φαρμακοποιός... Δε μπας σε κανα γιατρό να κοιταχτείς;
- Άσε ρε, αυτοί δεν ξέρουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Βγάζω κάποιον από μια δύσκολη θέση, όταν αυτός δεν μπορεί μόνος του πια (ή δεν θα μπορούσε με τίποτα), καθαρίζω για λογαριασμό του, βγάζω τη λάσπη (μεταφορικά, αλλά όχι τη λάσπη/κακολογία: τους μπελάδες και τις γκαντεμιές) από πάνω του. Τον κάνω άνθρωπο.

Σημαίνει επίσης και βγαίνω μόνος μου από τη δύσκολη θέση, ξεμπερδεύω.

Εννοείται ότι η λέξη έχει και κυριολεκτική σημασία (πχ ξελασπώνω τα παπούτσια μου), αλλά δεν μας αφορά εδώ.

Δεν είναι πάντα συνώνυμο του βγάζω το φίδι από την τρύπα. Σημαίνει μεν και αυτό (βλ. παρ.2). Δεν αγγαρεύω όμως απαραιτήτως τον άλλον (ή τον χρησιμοποιώ) με κάτι το οποίο δεν είναι δική του ευθύνη ή ερήμην του. Ίσα-ίσα, επειδή δεν είναι της αρμοδιότητάς μου το ξελάσπωμα, ή επειδή αυτός είναι ικανότερος από μένα, τον καλώ γιατί αυτός ξέρει -και αναλαμβάνει.

  1. Ο Φίσερ... ξελάσπωσε τους Λέικερς
    Με τον Ντέρεκ Φίσερ να ευστοχεί σε πιο κρίσιμο σουτ της αναμέτρησης 10'' πριν το φινάλε οι Λέικερς επιβλήθηκαν των Μπλέιζερς με 84-80 φτάνοντας τις 12 νίκες στα τελευταία 13 παιχνίδια.

  2. Χρησιμοποίησε τον Καραμανλή για να ξελασπώσει από τον ΣΔΟΕ!
    Το όνομα του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Κώστα Καραμανλή χρησιμοποίησε ένας επιχειρηματίας προκειμένου να γλιτώσει από την απάτη που είχε κάνει με την εφορία.

από το δίχτυ αμφότερα.

  1. - Τι έγινε με τη σπιτονοικοκυρά;
    - Μαλάκα, αν δεν ήταν η μάνα μου να ξελασπώσει θα είχα θέμα τώρα.

  2. Ουγκ: παρακαλώ τους κ.κ. mods & rockers να με ξελασπώσουν και πάλι! (από σχόλια του Βράστα πριν γίνει μόντουλας, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το θράσος που επιτρέπει η σημερινή καταχώριση, ρισκάρω ένα νεογνό αυτοσχέδιο λήμμα. Προέκυψε από ένα σύμπτωμα το οποίο συζητείται εδώ και μέρες, στα σχόλια εδώ. Στην κρίση και στην χρήση σας, ωσεκτουτού.

Γαμησομασχάλης λοιπόν, είναι ο φετιχιστής γαμιάς ο οποίος τη βρίσκει με τις μασχάλες της/του παρτενέρ του –αυτά είναι!. Είτε για προκαταρκτικά ή για την τελική φάση, η αμασχάλη του ετέρου ημίσεος είναι το πεδίο δράσης του φετιχιστού.

Μα τον γούγλη! –που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, θεματικά τουλάχιστον:

[I]α. Σεξ στη Μασχάλη: Πρόκειται για κείνους που αρέσκονται να κάνουν σεξ στη μασχάλη. Αλλιώς την ονομάζουν και «Τσεπάκι του Παραδείσου».

β. Εχετε σεξουαλικα φετιχ και αν ναι τι;
Εγω εχω με τις πατουσες !!
Ο κολλητος μου με τις μασχαλες!!![/I]


Το κόπυράιτ μεν δικό μου, αλλά η έμπνευσις από τον αναγραμματισμό του Γκάτσειου λήμματος που περιμένει την τύχη του στο ΔΠ.

Βρε τον Γιαννάκη τον γαμησομασχάλη... Από το πολύ τρίψιμο, του συγκάηκε ο πέοντας του μαλάκα... φαίνεται η γκόμενα είχε ξηγηθεί ξυράφι κι όχι χαλάουα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified