Σοφή λαϊκή ρήση που σημαίνει: δεν ακούς την έμπειρη γυναίκα, και νά τι παθαίνεις... Λέγεται και από άντρα και από γυναίκα. Συνήθως το λένε όσοι τη βρίσκουν με το να αποδεικνύεται πως είχαν δίκιο.

Βλ. και παλιά καραβάνα γενικώς.

- Ρε γαμώτο, δίκιο είχες, δεν έπρεπε να πάμε στο Galaxy για ποτό... Δήθεν σπεσιαλιτέ στα κοκτέιλ, δήθεν τό 'να μου, δήθεν τ' άλλο μου, αμίτες μας σερβίρανε, φρέσκο χυμό ούτε για δείγμα, και πληρώσαμε μαζί με κάτι μεζεδάκια 1200 ευρώ για 8 άτομα, μας πήρανε τα σώβρακα σου λέω...
- Εεεμ, δεν ακούς τη γριά πουτάνα... Όταν σου τά 'λεγα με έλεγες μίζερο... Λύσσαξες «έχει θέα» κι «έχει θέα», φάτηνα τώρα. Δούλευε να τα ξαναβγάλεις που μου ήθελες και πολυτέλειες, μαλάκα. Για κάτι ηλίθιους σαν και σένα στήνουν τους ιστούς τους αυτοί... Άκου τώρα, μου θες και θέα.. πού την έμαθες τη θέα, στο εσωτερικό διαμέρισμα στο Πατήσι;
- Ε σκάσε πια, μου ζάλισες τ' αρχίδια, τί 'θελα και στο 'πα...
- Όχι, καλά έκανες, γιατί ...
(κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κακής ποιότητας ή το ξεκούρδιστο πιάνο που ηχεί σαν λατέρνα.

- Πήγα που λες στο μαγαζί και είχαν ένα πιάνο οι κατακαημένοι, τι να σου πω, λατέρνα, κατάλαβες τώρα...
- Καλά, ζμπούτσατς, νομίζεις ότι τους ένοιαζε η ποιότητα του ήχου μωρέ και συ; Ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά: «Φέρε μωρέ ένα πιάνο ο,τινάναι και βάλτο σε μια γωνιά να τελειώνουμε...»

Got a better definition? Add it!

Published

Το κλαπατσίμπαλο μπορεί να είναι είτε ένα μουσικό όργανο που έχει το κακό του το χάλι και ηχεί άθλια (ξεκούρδιστα, παράφωνα) ή ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο το οποίο, στην ουσία, είναι κατασκευασμένο από ευτελή υλικά (πχ. ρουκουνόφωνο).

- Πω πω ρε παιδάκι μου, ακόμα έχεις αυτό το παλιόπραμα αντί να πάρεις ένα πιανάκι της προκοπής;
- Μα είναι της γιαγιάς μου...
- Και λοιπόν; Αν η γιαγιά σου ζούσε ακόμα κι έπαιζε νομίζεις ότι θα εξακολουθούσε να έχει αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- Καλά, λέγε εσύ... Τι καταλαβαίνεις από πράγματα αξίας...

(από ironick, 04/09/08)(από ironick, 24/10/12)

Βλ. κλαμπατσίμπαλα, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λάθος στην χρήση των ελληνικών, το οποίο όμως προδίδει με σαφήνεια την τάση για υπερβολή που έχει ο Έλληνας στην έκφρασή του. Η λέξη ανέκαθεν σημαίνει (από μόνη της): πάντα, «από πάντα». Το να πεις «από ανέκαθεν» είναι πλεονασμός, ωσεκτουτού είναι λάθος. Το «εξ απ' ανέκαθεν» πια, τα σκίζει όλα και, ωσεκτουτού, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για πλάκα.

- Μπα; Εδώ μένεις;
- Εξαπανέκαθεν.

(από Khan, 30/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβιτόρα που κάνει τα ρεπό των άλλων.

- Πώς πήγε το καλοκαίρι;
- Καααλά. Αθήνα έμεινα.
- Πήξιμο!
- Μπα, καλά ήταν, γνώρισα όλες τις ρεπατζούδες στα στέκια, είδα επιτέλους καναν καινούργιο κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνονθύλευμα σιχαμερών πραγμάτων, πχ τασάκι με αποτσίγαρα, σκουπίδια πεταμένα σε παραλία, και τα λοιπά.

- Ρε μαλάκα, μάζεψε τον εμετό πριν έρθει η μάνα σου και αρχίσει πάλι την κατήχηση για το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Το ζάπινγκ, για όσους αγνοούν παντελώς την αγγλική ή ντρέπονται να την προφέρουν σωστά ή τα αυτιά τους δεν κατάφεραν ποτέ να αποτυπώσουν έστω και μηχανικά τον ήχο της.

Υπάρχουν, ειπωμένες κατ' αυτόν τον τρόπο, πολλές λέξεις: πάρκι, κάμπι (με προφορά «κάbι»), μικιμάου, σελοτέι (ή ζελοτέι), κέκ (κέικ), κά. Ας αναφέρω και το κλασικό πια τσάμπιον ζλινγκ που είναι άσχετο, αλλά μού 'ρθε.

Χθες το βράδυ παιδεύτηκα πολύ να βρω πάρκι, και όταν μετά από 50' βρήκα θέση, βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο και τι να δω, ένα σημείωμα κολλημένο με ζελοτέι που έλεγε κάτι για έργα του ΟΤΕ και κουραφέξαλα.

(από Galadriel, 16/02/09)(από Galadriel, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μιλάνε όσοι βαριούνται να πουν ολόκληρες τις λέξεις. Ή για πλάκα. Δεν ξέρω τι ονομασία μπορεί να αποκτήσει αυτή η ιδιόλεκτος, πάντως είναι πολύ διαδεδομένη.

- Σού πω, δεν πα' να φέ' το κλεί' να φύ';
- Από' δεν πά' 'θενά.
- Και τι θα κά;
- Δεν ξε.

Βλ. και κομμέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified