Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.
- Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
- Δεν πειράζει, καλή είναι.- Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.
Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.
- Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
- Δεν πειράζει, καλή είναι.
- Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.
Got a better definition? Add it!
Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.
Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης πούτσες από κάποιον που δεν θέλει ή δεν μπορεί να την πει ή που δεν θέλει να την καταλάβουν κάποιοι άσχετοι.
- Τι έγινε, πέρασες τις εξετάσεις;
- Φίτσες, του χρόνου πάλι εδώ θά' μαστε...
Got a better definition? Add it!
Η εμφατικότερη μορφή της έκφρασης αρχίδια.
Συνώνυμο: πούτσες μπλε, μαλακίες, μπούρδες, παπαριές κλπ
- Έγινε τίποτε τελικά;
- Μπα, πουτσίδια, τα ίδια και τα ίδια...
Got a better definition? Add it!
Συνέρχομαι, καθαρίζει το μυαλό μου.
Έριξα ένα υπνάκι μπας και ξελαμπικάρω, αλλά τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Που έχει ψυχή σκατένια, σκατά στην ψυχή του. Βαριά λέξη για τον εξαιρετικά κακόψυχο.
- Τι γλυκιά γριούλα...
- Να ήξερες τι σκατόψυχη που είναι!
Got a better definition? Add it!
Είμαι πολύ κουρασμένος, -η.
- Ήταν να βγούμε το βράδυ, αλλά ήμουν τόσο χώμα που με πήρε ο ύπνος και τον έστησα.
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, ζόμπι, κομμένος, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Το κουτσομπολιό που λέμε από αμηχανία ή βαρεμάρα. Από το κουτσομπολιό + κομπολόι.
(μετά από 3 ώρες στην καφετέρια)
- Τι άλλο ρε συ;
- Ξέρω 'γω; Πες κάνα κουτσομπολόι να περάσει η ώρα...
βλ. και αυτί της γής, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κατίνα, η, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο
Got a better definition? Add it!
Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.
Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...
Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.
Got a better definition? Add it!
Η κολλημένη με την θρησκεία. Συνήθως είναι λιπαρή, με λευκό δέρμα, κακόσχημο σώμα, κρυφοσεξουαλική και βιτσιόζα, φορά γυαλιά, ντύνεται με άχρωμα ή μαύρα λερωμένα ρούχα, παπουτσάκι ορθοπεδικό της λαϊκής, έχει τα μαλλιά της δεμένα σε σφιχτό κότσο και είναι ετών 60 και άνω. Πάει οργανωμένες εκδρομές οπουδήποτε, μαζί με εκατό σαν κι αυτήν, χαλάνε τον κόσμο στη φλυαρία και, εννοείται, σε ματιάζουν με τη μία. Αν δεν είναι 60 ετών και άνω, είναι τριάντα περίπου, με παχιά φρύδια, πάντα άπλυτη και πάντα λιπαρή. Ίνδαλμά τους ο παπάς της ενορίας. Δεν αγαπάνε τα ζώα, ούτε τα παιδιά, ούτε (φυσικά) τον πλησίον, κι ας προσκυνάνε το ευαγγέλιο. Κοινώς, κίνδυνος θάνατος.
Μόνο λίγες από δαύτες είναι πραγματικά καλοσυνάτες γυναίκες.
Είπαμε να πάμε εκδρομούλα στην Αίγινα μια καθημερινή για να μην έχει κίνηση και μας έκατσε πούλμαν με θεούσες στο πλοίο, που πηγαίνανε για προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο... Τι να σου πω, χτικιάσαμε από τη φασαρία μέχρι να φτάσουμε.
Got a better definition? Add it!