Λέξη που ηχεί σλανγκ στα ελληνικά, αλλά: α. δεν είναι πάντα σλανγκ (είναι και δόκιμη), β. ο σλανγκ ήχος της είναι η ακριβής ηχητική μεταφορά από τα ιαπωνέζικα. Σημαίνει τον αθλητή του καράτε.

Κανονικά λοιπόν είναι ο καρατέκα (και χρησιμοποιείται η λέξη κατά κόρον, αλλά όχι ως σλανγκ, βλ. παρ. 1), αλλά καθώς φαντάζει ελληνική η λέξη μπαίνει ένα τελικό -ς, και σλανγκοποιείται (παρ. 2, 3). Έτσι το απλό καρατέκα περιορίζεται στο θηλυκό, είτε για σλανγκ, ή για δόκιμη χρήση (παρ. 4, 5).

Για τη διαφορά μξ καρατίστα, καρατέκα και καρατερίστα, δείτε τι λέει εδώ.

  1. Ο καρατέκα ορκίζεται εκδίκηση
    Ο Τσακ Νόρις επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Αναλώσιμοι 2».

  2. Βραζιλιάνος καρατέκας!
    Ο Βραζιλιάνος άσος της Λάτσιο Ερνάνες θύμισε τον Ολλανδό Ντε Γιονγκ στον περσινό τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου κάνοντας ένα εξίσου εγκληματικό φάουλ πάνω στον Μπενζεμά στο χθεσινό φιλικό της Γαλλίας με την Βραζιλία(1-0)

  3. ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΙΔΗΣ: ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ, ΔΕΝΔΡΟΠΗΠΟΥΡΟΣ, ΚΑΡΑΤΕΚΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ....

  4. Μία γάτα «καρατέκα» Δεν ξέρουμε για τη δική σας γατούλα, αλλά εάν δείτε το βίντεο θα καταλάβετε πως η πρωταγωνίστρια ξέρει από πολεμικές τέχνες.

  5. Η καρατέκα παίρνει θέση μάχης και καταφέρνει μια παραλυτική γονατιά στο στομάχι του ληστή, ενώ ακολουθούν κεφαλοκλείδωμα, λαβή-στρίψιμο στο χέρι που κρατά το λεπίδι: «του σταματάω την αναπνοή, αρχίζω τις κλωτσιές στα πλευρά, τα ακούω να σπάνε ένα ένα, κρακ, κρακ, κρακ…» Και οι τρεις ληστές, ανοίγουν την πόρτα και τρέπονται σε φυγή.

Got a better definition? Add it!

Published

Πιασμάν (ή, σπανιότερα, πιασμεντέν): το μπαλαμούτι, τα πιασίματα, το σεξάκι, τα σαλιαρίσματα, τα σαχλά, όλ' αυτά ή ένα απ' όλα. Από το ρήμα πιάνω, εννοείται, και την και καλά γαλλική κατάληξη -ent.

Μην πάτε εκεί για νυχτερινά γυρίσματα, είναι στέκι όπου πάνε τα ζευγαράκια για πιασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέτη σκέτη η λέξη ένεκα σημαίνει «εξαιτίας» και συντάσσεται με γενική.

Φαίνεται όμως πως λόγω κάποιας δυσκολίας ως προς τον ήχο της (ακούγεται λίγο σαν εξωγήινη) ή το εξαιρετικά λιτό της (είναι σύντομη για το βάρος που σηκώνει) ή την εφαρμογή της (σύνταξη με γενική, μια πτώση που τείνει να εξαλειφθεί), έχει αποκτήσει με τον καιρό διάφορες παραλλαγές, οι οποίες ξεκίνησαν από λάθος, τείνουν όμως να καθιερωθούν, είτε ως σλανγκ είτε ως κανονικές, δόκιμες.

Γνώμη μου: είναι από τα λάθη που δεν πρέπει να υποστούν τον βιασμό της διόρθωσης, είναι από τα λάθη που δημιουργούν νέα ή συμπληρωματικά γλωσσικά πράγματα (ένα από τα 2983948 λήμματα του προχείρου μου είναι αφιερωμένο σε αυτά, θα).

Μία λοιπόν από τις παραλλαγές του ένεκα, είναι η προσθήκη-πλεονασμός του που (παρ. 1, 2), η οποία αναφέρεται και στο ΛΚΝ, που σημαίνει «εξαιτίας του ότι». Εδώ το «εξαιτίας του ότι» πέφτει μεγάλο, το «ένεκα» μικρό, κι έτσι το «ένεκα που» φέρνει την μπαλάντσα στα ίσα της.

Άλλη μία είναι η σύνταξή της με αιτιατική (παρ. 3, 4) ή με ονομαστική (παρ. 5.).

Για κάποιο λόγο, ως νέο συντακτικό φαινόμενο, το συνδέω με την περίπτωση του αφού. Πέραν αυτού είναι και συνώνυμα, με τη διαφορά ότι το ένεκα (που) μπαίνει στην αρχή, ενώ το αφού στο τέλος της πρότασης.

σ.ς.: διάλεξα για λήμμα το συνηθέστερο από τα τρία, για λόγους αναζήτησης. σκέτο ένεκα, δεν.

  1. δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες
    Καραγάτσης

  2. Από 3 ετών, το 1969, τρώω μακαρόνια μαγειρεμένα από Ιταλούς, ένεκα που η θεία μου (που μέναμε στο ίδιο σπίτι) είχε παντρευτεί Ιταλό, τον γραμματέα του Ιταλικού Προξενείου και μιά φορά τον μήνα όλοι οι Ιταλοί της πόλης μας μαγείρευαν και έτρωγαν στην αυλή μας.

  3. εκτος αυτου και ο αντρας μου εχει μαγαζι οποτ εδεν θελει να κλεισει πολλες μερες ενεκα τα εξοδα που τρεχουν και αυτα που ερχονται!

  4. τί γκίνια, εμένα να μου χει τύχει πατέρας σοβατζής και μάνα μοδίστρα που δεν μπορούσε να ράψει ένεκα τα αρθριτικά...

  5. Ο γνωστός και από τις τηλεοπτικές εκπομπές έρευνας δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης, παρουσίασε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον [ένεκα και η κάκιστη οικονομική συγκυρία] βιβλίο του MARC ROCHE το οποίο αναφέρεται στις δραστηριότητες της Τράπεζας GOLDMAN SACHS και απάντησε σε μία καταιγίδα σχετικών ερωτήσεων του κοινού.

  6. ένεκα η κρίση
    ένεκα και η περιέργεια μου στα fixed
    ένεκα που δεν μου χαρίζει κανένας ένα
    ένεκα που δεν έχει ένας φίλος μου να μου δανείσει ένα
    ένεκα που είναι μεγάλος μπελάς να φτιάξω κι απ'το internet
    ένεκα που δεν θα είναι στην αρχή το καθημερινό μου ποδήλατο
    ένεκα που συνάντησα και έναν bike messenger .....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδεύω κάποιον, γελάω με την πάρτη του. Τον αντιμετωπίζω με ελαφρότητα. Όπως ο μεζές είναι για τσίμπημα, ορεκτικό δηλαδή, και δεν είναι για χόρταση, έτσι και αυτός τον οποίον παίρνουμε στον μεζέ δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, τπτ το πολλά βαρύ (εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον).

Συνώνυμο: παίρνω κάποιον στο ψιλό.

Το λήμμα υπάρχει στο ΛΚΝ, αλλά χωρίς ανάλυση και παράδειγμα. Να πω κι ότι ήταν ξεχασμένο και ξαραχνιάστηκε, επικαιρότητα αφού.

Τώρα όλο και κάποια esprits esprits mal tournés εδώ μέσα θα το συνδέσανε με άλλον μεζέ, αλλά εγώ δεν λέω τπτ, τους αφήνω να αυτοσχεδιάσουν...

  1. ... μερικές γειτόνισσες, στριφνές και κουτσομπόλες, την είχαν πάρει στο μεζέ...
    Λαπαθιώτης, «Κάπου περνούσε μια φωνή».

  2. Χρωστάμε 264 εκατ. στην Τουρκία-Μας πήραν στο μεζέ

  3. Αφού και το «αδελφάτο» (της καλής χαράς) μας πήρε στο...μεζέ, στραβά αρμενίζουμε...

τα 2 και 3 από το νέτι.

(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός / αυτή που ξεπετάει κάτι με με μεγάλη ευκολία ή που ξεπετιέται εξίσου εύκολα (στην περίπτωση αυτή είναι συνώνυμο της ξεπέτας).

  1. Ο υπάλληλος ήταν σπίντα, μεγάλη ξεπεταδούρα σου λέω, τελειώσαμε σε 5 λεπτά ενώ στο διπλανό ταμείο είχε ουρά 7 άτομα.

  2. Υπηρεσία: Χιουμοριστική από μία άποψη, αλλά όταν της ζήτησα να ψεκάσει το δωμάτιο με αρωματικό επειδή μύριζε κλεισούρα ή τσιγαρίλα ή και τα 2, μου είπε δεν έχω. Το κορυφαίο ήταν όταν μπήκε μέσα πριν ανοίξω την πόρτα εγώ, για να φύγω και μου λέει:-«Νόμιζα ότι είχες φύγει!». Πως θα έχω φύγει; Μήπως διακτινίστικα και δεν το ξέρω; Μου είχε πέσει το ρολόι κάτω :angry:και προσπαθούσα να το φτιάξω, αλλά και πάλι δεν έκανα τόσο πολύ, οπότε ξεπεταδούρα και η υπηρεσία.

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πούστης, ή ο στρέι, ή το αγορίτσι, δηλ. ο άντρας που γυναικοφέρνει αισθητά.

Τρελό αγόρι λέγεται γιατί έχει έναν αέρα παρδαλοσύνης, έχει ένα χμου ελαφρότητας και ανεμελιάς, σαν το τρελοκόριτσο. Δεν αποκλείεται όμως να αποκαλέσουμε τρελό αγόρι και τον καθόλα σοβαρό άντρα, του οποίου όμως την τάση αναγνωρίζει το έμπειρο μάτι.

Προφέρεται αδελφίστικα.

Παρομοίως βλ. τρελό μωρό, μελαγχολικό αγόρι.

  1. Τρελό αγόρι της πολιτικής σκηνής έζησε τον έρωτα του με ώριμο αγόρι στο Μανχάταν υπό το βλέμμα της CIA!

  2. Αυτό το τρελό αγόρι … ήθελαν να «καθαρίσουν» οι Ρώσοι; Τους Ρώσους τους αγαπάμε! Τους Σοβιετικούς ακόμη περισσότερο. Αλλά οι μυστικές τους υπηρεσίες … μυρίζουν βότκα! Γιατί; Δεν εξηγείται αλλιώς, καθώς η FSB (πρώην KGB) σχεδίαζε την δολοφονία του Κώστα Καραμανλή σε συνεργασία με την Μοσάντ και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες!

  3. Το τρελό αγόρι και η γοργόνα.
    Ένας gay μπαίνει στην θάλασσα και βλέπει έναν καρχαρία. Αρχίζει να κολυμπαει γρηγορα φωνάζοντας:
    - Βοήθεια, καρχαρίας, καρχαρίας!
    Κι ο καρχαρίας:
    - Μην φοβάσαι καλέ, κι εγώ γοργόνα είμαι.....

από το νέτι

Τρελοκαταθλιπτικό αγόρι, κατά Σαρκοζί. (από Khan, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Αυτός που θυμίζει κουφέτο ως προς τη γεύση ή το χρώμα ή το μέγεθος ή όλα μαζί.

  2. Ο ρομαντικός με την έννοια του παραμυθένιου, του ψεύτικου.

  3. Ο εξαιρετικά καλοντυμένος, λες και πάει σε γάμο ή παντρεύεται ο ίδιος.

  4. Ο επίσημος γενικά.

1.α. Disaronno 28% vol. Δυνατή μύτη φρέσκου πικραμύγδαλου, νότες καφέ και καψίματος. Στο στόμα στρογγυλό, πλούσιο, αρκετά γλυκό, με ξεκάθαρη γεύση αμυγδάλου και μακρά επίγευση με κουφετένιο χαρακτήρα.

  1. β. Η μαμά Halle φαίνεται ότι έχει γούστο αφού έχει ντύσει την μικρή με ένα κουφετένιο ροζ καφτάνι που της πάει πολύ.

1.γ. Στην ακτή με το κουφετένιο βότσαλο (τ΄τιλος ποστ)

2.α. Γιατι εχουν ενα τεραστιο μεινεκτημα αυτοι οι « κουφετενιοι κοσμοι » : εχουν αποκλεισει δρακους , μαγισσες και τερατα , μ' ενα λογο το Κακο , που τοσο ρεαλιστικα αντισταθμιστικα λειτουργει στα παραμυθια . Βιαιη επιβολη του « ροζ » που λειαινει ολες τις «οξειες γωνιες » .Κι αυτη τη φιλοσοφια ζωης τη θεωρω οχι μονο αντι -ρεαλιστικη , αλλα και κραυγαλεα επικινδυνη για τα μικρα κοριτσια . Που θα την « κουβαλησουν » μοιραια στη μετεπειτα ενηλικη ζωη τους με τα γνωστα αρνητικα αποτελεσματα .

2.β. Οι αναρτήσεις πάνε κάπως έτσι: «θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεγάλο όνειρο που θέλω να ζήσω με τον θαυμάσιο, μοναδικό, πανέμορφο ευγενικό και ολόδικό μου κουφετένιο πρίγκηπα που θα γνωρίσω

2.γ. Οσο για το χιόνι θα πρειπει να ήταν αρκετά ρομαντικό - κουφετένιο ε;

3.α. είπα να μην εμφανιστώ τόσο κουφετένιος και κρίνοντας εκ των θαμώνων χθες...μάλλον ορθώς έπραξα

3.β. Γιατί όχι καφέ κουστούμι με μαύρη γραβάτα;
Μπουμπούκα μου ναι, αλλά παραείναι «κουφετένιος» συνδυασμός.

  1. Συγχαρητήρια για το στολισμό γλυκός και κουφετένιος όπως πάντα...

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και μουνόψειρας.

Κατ' επέκταση των δύο άλλων ορισμών, είναι ο μιζερομίζερος, ο πρωκτικάντζας, ο διυλίζων τον κώνωπα, ο δούλος της ασημαντότητας και της τιποτένιας ανάγκης.

Είναι δηλαδή ο ασήμαντος (ορισμός β' oneiros) που, όσο μέγεθος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του λείπει (ορισμός α' oneiros), τόσο φορτικός γίνεται (ορισμός hank), επιμένοντας με μικροπρέπεια και μιζέρια για τις μικρότητες και τις μιζέριες του.

Να πούμε ότι δε ρήαλ θινγκ, η αληθινή δηλαδή μουνόψειρα, είναι κάτι λίαν υπαρκτό και υποτίθεται σχετικά εύκολο να το κολλήσεις, μπελαλίδικο να το διώξεις.

Διαβάζουμε στο νέτι: «Η μουνόψειρα μεταδίδεται κύρια με την σεξουαλική επαφή. Θεραπεύεται με ειδικά φάρμακα με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη της θεραπείας μετά μια βδομάδα για την πιθανότητα υποτροπής. Τα αυγά αποκολλούνται με ξύδι, πετρέλαιο και ειδική κτένα. Εχει χρώμα σκούρο καφέ, σχήμα στρογγυλό και κολλάει με μεγάλη δύναμη πάνω στο δέρμα και στις τρίχες του εφηβαίου με ειδικά άγκιστρα που εχει στα πόδια της. Τα αυγά της είναι σκούρου χρώματος, γερά κολλημένα πάνω στις τρίχες. Η τρίχα του εφηβαίου μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα σημεία του σώματος. Δημιουργεί σκούρες μπλε κυλίδες στην κοιλιά του παθόντος με το σάλιο που εκκρίνει και παρουσιάζει έντονο κνησμό.»

  1. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΜΟΥΝΟΨΕΙΡΑ ΚΑΤΣΙΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΑΙΔΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

  2. Ο μουνόψειρας
    Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
    Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
    Πρώτη εκτέλεση: Μάγια Μελάγια
    δες εδώ

αμφοτέρατα από το δίχτυ

(από joe909, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοίλο κάτοπτρο που συγκεντρώνει τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που έρχονται από ραδιοτηλεοπτικούς δορυφόρους, οι οποίοι κινούνται πάνω από τη γη, και τα ανακλά / κατευθύνει σε μια συσκευή τοποθετημένη πάνω του. Όλο αυτό συνδέεται με την τηλεορασούλα μας και απολαμβάνουμε ξένα κανάλια και το βλέμμα μας ανασαίνει.

Λέγεται έτσι λόγω του σχήματός του. Διατίθεται σε χρώμα γκρι, σιμπιζάκι και καφέ.

Συνεκδοχικά, λέμε πιάτο και την δορυφορική τηλεόραση γενικά.

  1. Στης ακρίβειας τον καιρό έβαλα πιάτο και εγώ...(όλα τα χα αυτό με μάρανε....)

  2. Έβαλα πιάτο πρίν 2 χρόνια: 1.2 μέτρα με 2 lnb για Hotbird, Astra, γύρω στα 140ε τα υλικά & 60ε η εργασία. Τους δύο συγκεκριμένους δορυφόρους πρέπει να τους βάλεις οπωσδήποτε, έχουν πολλά κανάλια και οι δυο μαζί, και το κόστος δεν έχει μεγάλη διαφορά από το να βάλεις τον έναν (ή μικρότερο πιάτο).

(από Khan, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και ήδη καταγεγραμμένη στο ΛΚΝ, αλλά σκέφτηκα ότι είναι πολύ καλή για να μείνει στα αζήτητα και επί πλέον δεν ξέρουμε από πού και γιατί προέρχεται, γι΄αυτό και την καταχωρίζω εδώ.

Καμπανιά είναι ο πειρακτικός υπαινιγμός, η σπόντα. Η έκφραση είναι: πετάω καμπανιά = πετάω σπόντα.

Εμένα μου θυμίζει κάπως το τούβλο (βλ. δικό μου ορισμό), δηλαδή την κοτσάνα.

  1. ...πέταξε κάποιες καμπανιές πειραχτικές...

  2. ... όσο γινόταν φίλος της καρδιάς (=καρδιακός), τόσο και περισσότερο τον πείραζαν αυτές οι καμπανιές κι αυτά τα αστεία.

αμφότερα από τον Λαπαθιώτη («Κάπου περνούσε μια φωνή»).

Got a better definition? Add it!

Published