Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.
Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.
βλ. και γενική αντί ονομαστικής
Got a better definition? Add it!
Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.
Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!
Got a better definition? Add it!
Το μικρο-έδεσμα, αλμυρό ή γλυκό.
Συνώνυμο: ψιψιψόνια
- Ρε συ, αδυνάτισες! Δίαιτα;
- Μπα, απλώς έπηξα με τα πολλά φαγητά και τό 'χω ρίξει στα μπινελίκια.
Got a better definition? Add it!
κυριολεκτικά: κατεβαίνω από τη μηχανή μου (νταξ, το άλογο πια δεμπαίζει)
ξεκαβαλάω το καλάμι, παύω να είμαι τόσο επηρμένος
ειρωνικά και περιπαιχτικά: ξεκουβαλάω, αφήνω κάποιον ήσυχο, παραιτούμαι από τσαμπουκά
αλλάζω θέμα ή αφήνω τις πολυλογίες και μπαίνω στο θέμα μου
κλείνω το τηλέφωνο
- Πού χτύπησες;
- Καθώς ξεκαβάλαγα με πλάκωσε η μηχανή...
Πώς το βλέπεις, θα ξεκαβαλήσει και θα πάμε γι' άλλα, ή θα μου γίνει κι αυτός τσιμπούρι;
Σιγά ρε Αντωνιάδη ξεκαβάλα λίγο
Παπαγιάννη ξεκαβάλα το...
(τίτλοι άρθρων στο νέτι)
Μου φαίνεται ότι ξύνεις τα νύχια σου για καυγά, ο οποίος δεν πρόκειται να προκύψει τουλάχιστον από μένα παρά τους υπαινιγμούς σου τόσο δημοσίως, όσο και παρασκηνιακά, σο ξεκαβάλα.
(από σχόλιο της Μες στο ρε τσοπ!)
Ξεκαβαλάω τώρα και μπαίνω στο ζουμί.
(από σχόλιο του βαβά στο λήμμα κουμπώνω)
- Συνεννοήθηκες με την Τόνια;
- Μπααα... μέχρι να ξεκαβαλήσει αυτή το τηλέφωνο θέλει ώρες.
Got a better definition? Add it!
Το μότο του κομπλεξάρα. Η συνταγή ζωής του.
Σκοπός του είναι να αιφνιδιάσει τον πλησίον, πατώντας συνήθως εκεί όπου μαντεύει -ή γνωρίζει καλά!- ότι ο άλλος πονάει ή χωλαίνει ή ψαρώνει ή είναι απροετοίμαστος ή έχει ενοχούλες ή είναι άβγαλτος. Κι έτσι του κόβει τα φτερά και του βουλώνει το στόμα προτού καλά-καλά μιλήσει.
Προϋποθέτει ιδιαίτερη τεχνική αυτό, καθώς και χρόνια αυτομαθητείας. Η κομπλεξάρα (που, οκ, δεν φταίει, γιατί κανείς δεν φταίει, αλλά και μεις δεν φταίμε που είναι κομπλεξάρα), η κομπλεξάρα λοιπόν, έχει ζήσει, ως παιδί ή/και στην εφηβεία, ταλαιπωρημένη και λουφαγμένη, παρατηρώντας το τι και το πώς των άλλων, και εστιάζοντας στις αδυναμίες τους.
Με την πάροδο του χρόνου έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη οξυδέρκεια (ο κομπλεξικός είναι συχνά-πυκνά πανέξυπνος, έχει καλό IQ, απλώς το EQ του είναι γαμημένο) και είναι σαν το υπό διωγμόν αγρίμι, πάνοπλος να αμυνθεί. Του λείπει όμως εντελώς τελείως η ικανότητα επίθεσης. Δεν μπορεί να μπει μπροστά. Χρησιμοποιεί λοιπόν, ασυνείδητα ως επί το πλείστον, την παραλλαγή: καθιστά την άμυνα επίθεση, και ξεμυτά με τα νύχια έξω, δίνοντας, εκ πρώτης όψεως, την εντύπωση του γκραν γαμάω. Έτσι αιφνιδιάζει τον άλλον, ο οποίος βρίσκεται προ δικανικών επιχειρημάτων, αποστομωτικών, ξεμπροστιαστικών (καθότι είναι διάφανος στα μάτια του κομπλεξικού).
Η συνταγή αυτή μάλλον έχει προέλευση από την εποχή των σπηλαίων και ως έκφραση πρωτοβγήκε από φάση ποδόσφαιρο ή πεδίο μάχης, αλλά έχει εφαρμογή σε διάφορους τομείς της ζωής: κυνήγι, δικηγορία, ντιμπέιτ, σχέσεις, πολιτική κλπ και προσωποποιείται ωραιότατα στον τύπο του ινστρούχτορα (κυρ. και μετ.), του μέντορα, του πυγμαλίωνα, του ξερόλα και και και.
Η έκφραση είναι αντρική, όμως την λένε πια και οι γυναίκες. Όσο για την εφαρμογή της, ισχύει μια χαρά και για τα δύο φύλα. Από την γυναίκα έχει στόχο συνήθως το παιδί της ή τη φιλενάδα, όχι τόσο τον γκομενοσύζυγο.
Σημ.: το σύνηθες είναι να λέμε τη φράση ανάποδα: «η άμυνα είναι η καλύτερη επίθεση». Έτσι εντοπίζεται πιο πολλές φορές στο γούγλε. Είναι όμως λάθος. Τώρα, στο αυτί ταιριάζει καλύτερα, στον ρυθμό, δεν ξέρω. Μπορεί απλώς να είναι γλώσσα λανθάνουσα που την αλήθεια λέγει, δηλ. εμείς οι κομπλεξικοί που ξέρουμε ότι, στην ουσία, αμυνόμαστε και δεν επιτιθέμεθα, λέμε κατά λάθος το σωστό.
- Ρε μαλάκα, τι σου έκανε το κορίτσι και όλο πουτάνα την ανεβάζεις, βρώμα την κατεβάζεις, και μάλιστα μπροστά σε όλον τον κόσμο; Την έχεις διαλύσει, θα σου φύγει!
- Άσε ρε φίλο, η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα, την έχω ψαρώσει, δε βλέπεις; Να φύγει να πάει πού;
Καλύτερη άμυνα η επίθεση για Βαλβέρδε
Με την εύρυθμη λειτουργία όλων των γραμμών θα προσπαθήσει ο ισπανός κόουτς να καλύψει τις σημαντικές απουσίες στα μετόπισθεν του Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ αύριο στο «Γ. Καραϊσκάκης»
βλ. εδώ
Got a better definition? Add it!
Γαμώ, ουάου, γαμάουα, ούμπερ, σούπερ, τοπ. Που παίρνει δέκα άριστα στη βαθμολογία. Όχι βέβαια ο σπασίκλας ή το φυτό στο σχολείο, αλλά αυτός που το αξίζει πραγματικά.
Αφορά τα πάντα, κάθε φύλο και γένος, άψυχα και έμψυχα, οποιαδήποτε ικανότητα, ιδιότητα, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε -και κατόπιν να χαρακτηρίσουμε- το άλλο φύλο ως προς την εμφάνιση.
- Ωραίος;
- Δεκάρι σου λέω!
Αυτό ήταν το δεκάρι μωρή; Σκέτη χουντόφατσα είναι!
(αγορασμένα, που λέει και ο σσττφφννσσ)
βλ. και δέκα
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται σήμερα όχι μόνο το πραγματικό σώβρακο μιας πραγματικής γιαγιάς (λευκό, φαρδύ, βαμβακερό, βλ. μήδι 1, 2), αλλά αυτό το σούπερ αναπαυτικό εσώρουχο που δεν είναι κουραδοκόφτης, που δεν σου μπαίνει στον κώλο σε κάθε βήμα, που εξυπηρετεί τα μάλα τις μέρες τις περιόδου (πιάνει και καλύτερα η σερβιέτα γιατί είναι φαρδύ στο κάτω μέρος), αλλά που δεν το φοράς καλά-καλά ούτε τότε, ακόμα κι αν (ή μάλλον ίσα-ίσα όταν) είσαι ξεμειναμένη και δεν σε βλέπει γκόμενου μάτι, τόσο πολύ έχεις πειστεί ότι είναι ντεκαβλέ και αντισέξ και αντικούκου και ότι θυμίζει τις βράκες που φορούσε η γιαγιά σου ή και η μάνα σου ακόμα, ή και εσύ, όταν ήσουν μικρή και αθώα ύπαρξιςςςς... Υπάρχουν όμως ορισμένοι σερνικοί που φετιχίζονται με δαύτα -επίσης κάθε αρσενικός στη σεξουαλική του καριέρα μπορεί να περάσει φάση με τις βράκες, οπότε ιτς οκέικ.
Εκτός όμως από τα περιοδόβρακα (μήδι 3), ευτυχώς η μόδα έχει και την πρακτική της συναίσθηση και επανέφερε τα σώβρακα της γιαγιάς σε μονδέρνα βερσιόν που τα πάει πιο προς το λολιτέ, άρα τα καθιστά διπλά σέξι, δεν διαγράφονται μέσα από το παντελόνι, ΔΕΝ έχουν λάστιχα που πιέζουν και κάνουν πλαφ τα πλαϊνά μας, ομορφαίνουν τις άσχημες και κάνουν ακόμα πιο ωραίες τις ωραίες, είναι πολύχρωμα, ριγέ, λουλουδάτα, με πουά, με ό,τι και, μάλιστα, εννοείται ότι δεν λέγονται «της γιαγιάς», λέγονται «με ανδρικό κόψιμο», βλ. μήδι 4.
Δεν πειράζουν τα ακριβά εσώρουχα, αυτό που πειράζει είναι να φοράς τα εσώρουχα «της γιαγιάς σου».
από δω
Σλιπ «πανοπλία»
Γνωστό και ως «βράκα της γιαγιάς» είναι πλέον ο,τι πιο ξεπερασμένο και παλιομοδίτικο κυκλοφορεί σε γυναικείο εσώρουχο. Αν τύχει να φορέσετε ένα τέτοιο δύο είναι τα τινά: ή ότι σήμερα είχατε μπουγάδα και δεν πρόλαβαν να στεγνώσουν τα υπόλοιπα ή ότι απλά χαίρεστε την ασφάλεια και την σιγουριά που σας προσφέρει ένα τέτοιο εσώρουχο. Νιώθετε δηλαδή ασφαλείς και άνετες στην ζωή σας. Είστε αρκετά διστακτικές και αν –μία στο τόσο – τύχει να ξεπεράσετε τα όρια και να κάνετε κάτι extreme, τότε συνειδητοποιείτε πόσο μεγάλο λάθος (;) κάνατε και επανέρχεστε στην κανονική – και μονότονη – ζωή σας. Μην μας παρεξηγήσετε, αλλά αυτού του είδους τα εσώρουχα είναι εκτός εποχής. Τέλος.
από κει
- Αχχχχχχχ μωρό μου, έλα, έλα δω τώρα, έλα να δεις τι θα σου κάνω, έλα...
- Όχι τώρα κουστούνο μου, όχι... περίμενε λίγο να κάνω ένα ντουσάκι, να βάλω και το δώρο που μου έκανες...
- ... γάμησέ το το δώρο τώρα, αχχχχ...σε σκίζω και με το βρακί της γιαγιάς, έλα τώρα που σου λέω, αχχχχχχ
Got a better definition? Add it!
Ο Ακατανόμαστος ο Γνωστός.
Λέγεται και «ακατονόμαστος».
Νουνός: Τζ. Πανούσης.
Λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει α) Τον Ακατανόμαστο που έκανε ασφαλιστικά μέτρα (μπορεί και % χιλιόμετρα) στον Τζίμη Πανούση διότι τον κατηγόρησε δημοσίως για τις % γεμάτες φιλανθρωπία συναυλίες στις οποίες συμμετείχε αφιλοκερδώς (δλδ. % έπαιρνε χοντρά λεφτά χωρίς να το θέλει) καθώς και για αλλειμένη από % πάνω καυστική σάτιρα εις βάρος του.
β) (κλπ) εδώ
Διάβασα τα παραπάνω και ειλικρινά ανναρρωτήθηκα πότε ο Τζιμάκος έκανε τέχνη και θέλει να μιλάει γι' αυτήν. Το'80 με το «και γω σ' αγαπώ .....» ή το '90 με το αντιδραστικό και άγονο πέσιμο στον 'ακατανόμαστο« μονο και μονο για να περιαυτολογήση, στα media, και να αυτοδιαφημιστεί »υπογείως« (από μπλογκ)
Βλέπε και νταλάρας.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!