Περίπτωση ανθρώπου, όπως λέμε τρελοκομείο, περιβόλι, όργιο, νούμερο κλπ. Το λέμε και για κάποιον που συμπαθούμε, όχι μόνο για να κοροϊδέψουμε.

Από το ιταλιάνικο caso.

Μεγάλο κάζο είσαι ρε φίλε! Δεν ησυχάζει κανείς από τα γέλια δίπλα σου!

Δες και παθαίνω κάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι το γαλλικό portemanteau, η κρεμάστρα-έπιπλο ύψους περ. 2 μέτρων όπου αφήνεις το παλτό σου και το καπέλο σου μπαίνοντας μέσα στο σπίτι.

Ασίστ Μες και Έλεκτρον από το λήμμα το «καθώς μπαίνεις».

Δεν γνωρίζω γιατί λέγεται έτσι. Μάλλον γιατί με τα παλτά κρεμασμένα πάνω του δείχνει για καλόγερος.

  1. Καλόγερος είναι και ένα μεγάλο σπυρί που βγάζει ο άνθρωπος και πονάει πολύ. Αντιμετωπίζεται καλύτερα με χειρουργείο.
  1. - Λέω να αγοράσω έναν καλόγερο.
    - Τι πασέ χρυσή μου...

  2. - Πάω να μου σφάξουν τον καλόγερο.
    - ;;;
    - Στο χειρουργείο ρε ούφο, να βγάλω το σπυρί.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το είδος της τρίχας που φυτρώνει στην όλη περιοχή που περιβάλλει τον πέοντα. Είναι σκληρή, κατσαρή, χοντρή, πιο σκούρα από την τρίχα της κεφαλής του φέροντος τον πέοντα, μοιάζει πιο πολύ σε όλα της σχεδόν τα χαρακτηριστικά με την τρίχα της γενειάδας (αν ποτέ υπάρξει αυτή) παρά στην τρίχα της μασχάλης ή του υπόλοιπου σώματος. Είναι όμως η πιο τιρμπουσόν τρίχα του σώματος. Μοιάζει με την σύντροφό της την μουνότριχα, αλλά όπως και κάθε τι αντρικό, είναι κατάτι τραχύτερη από την γυναικεία αυτή αντίστοιχη τρίχα. Ως εκ τούτου, καθίσταται σύμβολο ανεπιθύμητης τριχοφυΐας (βλ. 2).

  2. Κάθε τρίχα (ανθρώπινη, ζώου, συνθετική) που υπερκατσαρώνει τόσο ώστε μοιάζει με πουτσότριχα. Το λέμε, πχ, όταν τα μαλλιά μας γίνονται άφρο από την υγρασία (βλ. πουτσοτριχίζω).

  3. Κάθε τρίχα που εντοπίζεται στο πάτωμα και φανερώνει την έλλειψη φασίνας στο σπίτι μας. Ακόμα κι αν πρόκειται για τρίχες από την γάτα μας, πάλι για πουτσότριχα θα μιλήσουμε, συμβολικά.

  1. - Εγώ γουστάρω τους ξυρισμένους.
    - Ε είσαι άρρωστη!
    - Τι ρε συ, να του παίρνεις πίπα και να φτύνεις όλη την ώρα την πουτσότριχα, δεν κατάλαβα...
    - Καλά, μπες στο βερμουδιάρης και πες τα εκεί.

  2. - Πώς τα λένε αυτά τα σκυλάκια που έχουν μαλλί πουτσότριχα ρε συ;
    - Κανίς.
    - Α γειά σου.

  3. Ρε συ Νάνσυ, μάζεψε και μία φορά την πουτσότριχα πριν καλέσεις κόσμο, όλο τούφες από τρίχες έχει το σπίτι, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί σεντόνι. Όποιος βαριέται, να πάει κατευθείαν στο παράδειγμα και να μη με βρίζει.

Για να ορίσω λοιπόν εν συντομία (!) αυτή τη λέξη, θα υπεραπλουστεύσω κάποια πράγματα και θα τα περιγράψω ως επί το πλείστον από μία συγκεκριμένη άποψη, την πιο παγιωμένη αντίληψη, η οποία συμπίπτει, μέχρι ενός σημείου, με την αντικειμενική και με άξονα πάντα την Δυτική ιστορία. Θα περιοριστώ δηλαδή σε πιθανόν μονομερείς απόψεις. Αυτές όμως είναι που οδήγησαν την γλώσσα στον σλανγκισμό της λέξης «καλλιτέχνης».

Τον παλιό τον καλό (;) καιρό, από την απαρχή της τέχνης μέχρι δηλαδή τον μεσοπόλεμο περίπου, ο καλλιτέχνης υπηρετούσε τα θεία ή τους και καλά επί γης εκπροσώπους τους (βασιλιάδες, αυτοκρατόρους, κλήρο κλπ). Ήταν μια ταπεινή ψυχή που συνήθως ψωμολύσσαγε. Εννοείται ότι δεν ήταν παρθένα η καλλιτεχνική κοινότητα από κόντρες και ίντριγκες, αλλά η ουσία είναι ότι τελικά παραγόταν έργο. Δεν υπήρχαν τότε τα οπτικοακουστικά μέσα να διασκεδάζουν τα μάτια, τα αυτιά και την πλήξη των προυχόντων. Άρα ο γλύπτης, ο ζωγράφος, ο ποιητής και ο μουσικός ήταν απαραίτητοι, όπως και οι πλύστρες και οι μάγειροι. Έτσι έβγαινε και το προς το ζην των ανθρώπων που έβλεπαν με άλλο βλέμμα την ανθρώπινη συνθήκη και την φύση, οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να επιβιώσουν αλλιώς.

Παραγόταν λοιπόν έργο -κι έτσι η τέχνη αποκρυστάλλωσε το βλέμμα τής εκάστοτε εποχής σε συνδυασμό με το βλέμμα του κάθε καλλιτέχνη της. Η τέχνη είναι ένα τεράστιο μωσαϊκό της ανθρώπινης ιστορίας.

Και τότε ακόμα, ο καλλιτέχνης δεν ήταν κάτι που το σέβονταν οι πολλοί. Θεωρούνταν γραφικός, νεραϊδοπαρμένος, περίεργος, φτωχομπινές, ανίκανος να πιάσει τη ζωή από τα αρχίδια, κλπ, και σαφώς ένας γονιός θα προτιμούσε το παιδί του να γίνει αξιωματικός ή νομικάριος ή παπάς, από το να γίνει πχ μουσικός (για κάποιους δε, «μουσικός» σήμαινε και τρελός). Λίγες ήταν οι περιπτώσεις που ωθούσαν το παιδί τους στην τέχνη, με υπερβολές ή μη (μπαμπάς Χάυντν, μπαμπάς Μότσαρτ, μπαμπάς Μπετόβεν).

Η στιγμή όμως κατά την οποία άρχισε να παίρνει νέα χροιά ειρωνείας η μορφή του καλλιτέχνη, ήταν η εποχή κατά την οποία ήκμασε η τέχνη, με την έννοια της πληθώρας των καλλιτεχνών που, πια, αποτελούσαν μεγάλη κοινότητα: τα χρυσά χρόνια της Μονμάρτρης με τους ζωγράφους και τους γλύπτες και τους μουσικούς και τους λογοτέχνες που σχημάτισαν αυτό το κύκνειο άσμα της λεγόμενης κλασικής εποχής και την πρώτη εμφάνιση του μοντερνισμού. Έτσι, ταυτίστηκε ο καλλιτέχνης με τον μποέμη.

Αλλά σύντομα ξεφύγαμε από την αγνή μποεμιά και γέμισε ο τόπος χαραμοφάηδες. Έγινε της μοδός και η τέχνη. Όταν, δε, άρχισε να πλουτίζει και ο καλλιτεχνικός κόσμος τρελά σε σχέση με το παρελθόν, και η φήμη του είχε πάψει να αφορά την μετά θάνατον δόξα αλλά το Τώρα -στα περιοδικά, στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες, όλος ο κόσμος ήθελε να γίνει ζωγράφος, ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι, είχε έρθει η πρώτη στιγμή στην ιστορία που ο καθένας μπορούσε να βρει τον καλλιτέχνη μέσα του. Έτσι εμφανίστηκαν πολλοί πραγματικοί και πολλοί δήθεν. Και ο πανικός έπιασε τους διανοούμενους που άρχισαν να μιλάνε για το τέλος της Τέχνης και το τέλος της Ιστορίας και το τέλος της Φιλοσοφίας και το τέλος του Λόγου και τεσπα όλα αυτά τα, κατά τη γνώμη μου, απαισιόδοξα και σκοταδιστικά...

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού λοιπόν, με την αβάν γκάρντ και τον εκδημοκρατισμό της παιδείας και της τέχνης, άρχισε συγχρόνως να φτουρά και ο τσαρλατανισμός, στην τέχνη όπως και στην επιστήμη. Η ημιμάθεια και η τάση για ταχύτητα συνέβαλαν σε αυτό. Είναι μάλλον αυτό που εννοούσε ο Ματίς όταν έλεγε: «Η αφηρημένη τέχνη, έτσι όπως την εννοούμε στην εποχή μας, μου φαίνεται ότι αποτελεί μια επικίνδυνη τάση. Υπακούει στο πνεύμα της ευκολίας» (Γραπτά και ρήσεις για την τέχνη, σ. 253).

Συγχρόνως δε, πήραν άλλη τροπή οι ανθρώπινες σχέσεις. Το μεταπολεμικό χρήμα απλώθηκε σε πολλά πορτοφόλια. Πολλοί, τότε, θέλησαν να παίξουν ρόλο προύχοντα του παρελθόντος. Η εποχή της ειρήνης και της ευημερίας που οδήγησε στα ροκ εβδομήνταζ και στα γκλάμορους ογδόνταζ -και που κατέληξε προσωρινά στην σημερινή αναδίπλωση- έφερε μαζί της την ματαιοδοξία και την απληστία, οι οποίες εισέβαλαν για τα καλά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα -ενώ πριν μερικές δεκαετίες ακόμα αυτά τα ποταπά συναισθήματα αφορούσαν μόνο την αριστοκρατία. Η τέχνη γέμισε με περισσότερους τσαρλατάνους από ποτέ, οι οποίοι αντέγραψαν τους εκάστοτε μεγάλους της εποχής τους και απλώθηκαν σαν την σκόνη μέσα και πάνω στην καλλιτεχνική κοινότητα. Οι δε αγοραστές ή ψευδο-μαικήνες πιθανόν να μην έχουν τη μόρφωση που είχαν οι παλιοί, κι έτσι φτουράνε τώρα οι δηθενιές.

(Αμ που σήμερα ακόμα έρχονται κάποιοι δικοί μας, ας πούμε, οι οποίοι δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι ο αιώνας πέρασε και ο χρόνος τους προσπέρασε, και σου το παίζουν φτωχοί πλην τίμιοι καλλιτέχνες που σπουδάσαν στα Παρίσια με το υστέρημά τους -ω ναι, το λένε και θέλουν να το πιστέψουμε- υπό καθεστώς φτώχειας και μιζέριας και εξορίας κλπκλπκλπ... Κάτι σαν τους εκ του ασφαλούς ψευδο-εμιγκρέδες μας που αντιστάθηκαν στο εξωτερικό ένα πράμα...)

Η αλήθεια είναι πως η ειρωνεία απέναντι στην φιγούρα ενός καλλιτέχνη είναι και παράγωγο της καχυποψίας -απέναντι στην τέχνη- του απαίδευτου. Όμως πολύ συχνά, παρά τις εμμονές του για μίμηση των ξενόφερτων καταστάσεων, ο απαίδευτος θα είναι εκείνος που θα τσιμπήσει το σκάρτο ποιον του τσαρλατάνου, και όχι ο γιατρός που θα ψωνίσει πίνακα για το ιατρείο του...

Μιλάω κυρίως για ζωγραφική, μάλλον γιατί αυτή είναι που έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν λέμε την λέξη «καλλιτέχνης».

Έτσι λοιπόν η έννοια καλλιτέχνης έχει πάλι αρνητική χροιά. Ανήκει, φερ' ειπείν, κατά τον Μπούμπη, στη «ζαργκόν των ΚΑΠΗ» για να περιγράψουν «νέους με μαλλιά και σκουλαρίκια». Γιατί και η σημειολογία του ντυσίματος του καλλιτέχνη δεν μπορεί να είναι συμβατική, πρέπει να προκαλεί, έτσι είναι ο μύθος. Λίγο γκέι, λίγο ατημέλητη, λίγο γκλαμουράτη, η εμφάνιση του καλλιτέχνη πρέπει να αποπνέει αντισυμβατικότητα κι ελευθερία (;) επιλογών.

Γενικότερα όμως, καλλιτέχνης σήμερα είναι ο δήθεν, ο που πουλάει άποψη, ο κάθε άλλο παρά καλλιτέχνης. Είναι ο γελοίος τύπος που το παίζει -παρόλο που δεν τον παίρνει, έτσι νούλα που είναι.

Έχει, τέλος, και τη σημασία του γιατρέ μου (ο ειδήμων), πρόεδρε, κλπ.

Νονός: BuBis

  1. - Είδες ο εγγονός της Φωφώς; Πώς έγινε έτσι αυτό το παιδί... Σαν κορίτσι δείχνει με τα μαλλιά αυτά και με τα σκουλαρίκια...
    - Καλλιτέχνης, Γιάννη μου, καλλιτέχνης, δεν τον είδες στην τηλεόραση;

  2. - Τιιιιι έγινε ρε καλλιτέχνη;;; Θα το παρκάρεις το αμαξάκι να προχωρήσουμε;;;

  3. - Ρε καλλιτέχνη, για πες μας εσύ που ξέρεις, θα βρέξει αύριο για όχι;

(από electron, 10/09/09)Καλλιτέχνης θα πει... (από GATZMAN, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήγαινε μια θέση πιο δίπλα ή κάνε λίγο χώρο, στριμώξου, μετακινήσου λίγο.

Για να γίνει αυτό, πρέπει να μετακινηθεί ο καθήμενος κατά έναν κώλο (ανεπίσημη μονάδα μέτρησης που ισούται με 50 εκατοστά κατά Μ/Ο, όσο δηλαδή ένα κάθισμα).

Με την έκφραση αυτή αναφερόμαστε στην μέθοδο και όχι στο αποτέλεσμα. Το λέμε κυρίως όταν ο καθήμενος είναι εξαιρετικά απρόθυμος να βοηθήσει την κατάσταση και κάνει τον γερμανό.

- Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε; Πού θα κάτσουν οι γονείς σου τώρα;
- Ε κάνε έναν κώλο πιο πέρα και θα χωρέσουμε όλοι, άντε.

(από nick, 09/09/09)Σεσινεπά-50-εκατοστά! (από Vrastaman, 10/09/09)

βλ. και κώλος μέσα κώλος έξω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. || (επέκτ., οικ.) πολύ χοντρό παλτό. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)] (Τριανταφυλλίδης)

Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
(http://www.servitoros.gr/dirfi/view.php/47/798/)

Σήμερα το λέμε αστειευόμενοι μόνο, για το βαρύ παλτό που όμως δεν είναι ιδιαιτέρως κομψό, θυμίζει αμπέχονο ένα πράμα. Και είναι σαφώς μπαμπαδισμός...


Δεν ξέρω αν και στην ελληνική σλανγκ η πατατούκα σημαίνει και τον γάρο, αλλά στην αγγλική, η λέξη reefer έχει και τις 2 έννοιες αυτές.
http://www.answers.com/topic/reefer

  1. μωρη Βασιλου τσακου να βανου τ'πατατουκαμ οξω, φσοκοπα'ι κι θα παγωσου...
    (από την Επανομή, http://www.pardalilexi.gr/words.php?id=784)

  2. - Ωραίο παλτόοοο!
    - Τι; Αυτή η πατατούκα; Επειδή το πουλάει ο Καρούζος 2 χιλιάρικα, ρε ψώνιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντυμένη πρόχειρα, δηλ. ουσιαστικά μη εμφανίσιμη. Ένδειξη άνεσης, αδιαφορίας, γκαουσύνης ή καρκατσουλοσύνης.

Με την παντόφλα πάμε στην έβγα της γειτονιάς μας ή στο περίπτερο, δηλαδή πεταγόμαστε στο άψε-σβήσε, άρα δεν χρειάζεται να ντυθούμε με κάτι παραπάνω απ' ότι φοράμε μέσα στο σπίτι.

Με την παντόφλα την βγάζουμε στο σπίτι, επειδή θέλουμε να νιώθουμε άνετα.

Με την παντόφλα δεν θα βγούμε ποτέ για να πάμε για καφέ, ή για ψώνια, ή, εννοείται στη δουλειά, ή σε κανα γάμο (αν και θα είχε πλάκα, τεσπα).

Το λέμε κυρίως για γυναίκες και λιγότερο για τους άντρες, παρόλο που και αυτοί φοράνε παντόφλες. Ίσως επειδή υπάρχει και ο χαρακτηρισμός παντόφλα για μια γυναίκα (βλ. και ρόμπα). Για τους άντρες πιθανόν να έστεκε το «με το φανελάκι» από την διαφήμιση («Και ο παππούς με το φανελάκι;!»), αλλά δεν έπαιξε τελικά κάτι τέτοιο.

Κάτι αμυδρώς αντίστοιχο έχει η έκφραση με την τσίμπλα στο μάτι, δηλαδή απροετοίμαστος, αγουροξυπνημένος, πριν καλά καλά πλυθεί το πρόσωπο μετά τον ύπνο.

  1. - Έλα, πάμε να φύγουμε, τελείωνε!
    - Κάτσε ρε να ντυθώ, δεν μπορώ να βγω με την παντόφλα ρε συ!

  2. - Τι ρούχα να πάρω μαζί μου δηλαδή;
    - Τίποτε καλό, δεν είναι Μύκονος εδώ, είναι άνετη φάση, στυλ με την παντόφλα κιέτσ'...

  3. - Πάω να πάρω τσιγάρα...
    - Έτσι θα βγεις, με την παντόφλα;
    - Ε ναι, χαλαρά, στ' αρχίδια μου...

Got a better definition? Add it!

Published

Η ρόμπα, το τσόκαρο, η κλατσάρα. Χωρίς ίχνος σεξουαλικότητας αυτή τη φορά.

Ίσα μωρή παντόφλα που θα μου πεις εμένα πώς να βάφομαι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ρόμπα, μεταξύ άλλων αξεσουάρ της γυναικείας σπιτικής ενδυματολογίας (ρόλεϊ, κομπινεζόν, παντόφλα, αξεσουάρ πρακτικά -άρα άχαρα, ή φανταχτερά -άρα καβλερά) είναι το σύμβολο της συζύγου, η οποία:

α. την έχει πάρει από κάτω ο γάμος και το μεγάλωμα των παιδιών και δεν πρόλαβε ποτέ ξανά να περιποιηθεί τον εαυτό της

β. με το που καπάρωσε τον μαλάκα παραιτήθηκε αυτομάτως από την προσπάθεια να κρατιέται φιτ, αφέθηκε, ξεχλείλωσε, έγινε ντεκαβλέ, αντισέξ και μπουχέσα

γ. είναι χαμερπούς καταγωγής, δευτεράντζα ένα πράμα, κλατσάρα, τσόκαρο, παντόφλα

δ. έχει και κάτι το πουτανέ (δηλ. η ρόμπα της δεν είναι της λαϊκής αλλά και καλά σέξι, λαμέ, σατέν, μετάξι, βελούδο, ψεύτικα βέβαια), πουτανέ και καβλέ λοιπόν, αλλά προς το «κουρασμένο» και ξεπεσμένο πια...

ε. είναι όλα τα παραπάνω μαζί, άρα καλύπτει όλη τη γκάμα των φαντασιώσεων ενός άντρα που θέλει τη γυναίκα του μάνα, πουτάνα, φίλη

στ. είναι ακόμα μικρή και νόστιμη, αλλά φαίνεται σαφώς ότι θα εξελιχθεί προς κάποιο από τα παραπάνω πρότυπα.

Η λέξη ρόμπα όμως δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό μιας ελαστικών ηθών, κακού γούστου και πατσουρέ γυναίκας. Χρησιμοποιείται για όλους, με την σημασία «ρεζίλι», όπως αποδίδεται στον άλλον ορισμό.

Σε κάποιες απ' όλες αυτές τις κατηγορίες πιθανόν να αναγνωρίσουμε τη μάνα μας ή την αγαπημένη μας θεία, αλλά τεσπα αυτή είναι η σλανγκ, τι να κάνουμε. Θεναπω ότι πόσες από τις μανάδες μας δεν αφέθηκαν μετά τον γάμο και έγιναν χάλι μαύρο, ας πούμε... Λίγες το απέφυγαν γιατί η εποχή τους είχε άλλες έγνοιες. Χάρη στην καταναλωτική κοινωνία όμως, που έχει και τα καλά της, οι σημερινές μανάδες είναι πιο φροντισμένες, πιο μέσα στη ζωή, πιο σύμβολα του σεξ από τις των περασμένων γενεών. Δεν ξέρω πόσο «μάνες» είναι, αλλά κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό...

Αντώνυμο: αρχοντομούνα

- Ωραίο μουνάκι!
- Ρε φίλε, τελικά σου αρέσουν Κάτι Ρόμπες εσένα, ε;
- Ε όχι και ρόμπα το κορίτσι, έχει το νυχάκι της, τα καβλιάρικα τα ρούχα της, το κραγιονάκι της...
- Ντααααξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναστάτωση, αναταραχή, πανικός, παραζάλη, χαμός. Δεν πρόκειται για κάτι ντε και καλά δυσάρεστο, συνήθως αναφέρεται σε απλή αναστάτωση της καθημερινότητάς μας εξαιτίας αναπάντεχων γεγονότων, ή συνθηκών που, τελευταία στιγμή, απαιτούν ιδιαίτερο χρόνο από τη ζωή μας. Πολύ συχνά αναφέρεται σε ευχάριστες καταστάσεις, ή σε δυσάρεστες τις οποίες όμως ακόμα δεν θέλουμε να παραδεχτούμε.

Παλιά λέξη, όνομα και πράμα.

  1. Με την αναμπουμπούλα των τελευταίων ημερών δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε εφημερίδα. Τι τον ήθελε τον γάμο η αδερφή μου, τά 'χω παίξει, σου λέω...

  2. - Τι κάνει ρε ο Τάκης; Καιρό έχει να σκάσει μύτη...
    - Μες την αναμπουμπούλα είναι, τρέχει με τον γέρο του σε γιατρούς...

Got a better definition? Add it!

Published